Mε αφορμή το «Έμφυτο Ελάττωμα» του Πολ Τόμας Άντερσον
Bρήκα εξαιρετικά εύστοχο και αστείο κάτι που έγραψε ένας φίλος για το «Έμφυτο Ελάττωμα»: «Κάποιες φορές οι σινεφίλ πρέπει να μιλάμε ανοιχτά, χωρίς στρογγυλεύσεις λες και θα χαλάσουμε το πιαριλίκι του μυαλού μας και θα μας απολύσει ο προϊστάμενος editor της φαντασίας μας». Δεν ξέρω αν είναι θέμα δημοσίων σχέσεων, νομίζω περισσότερο έχει να κάνει με έναν κακώς νοούμενο σεβασμό: όταν η ταινία ενός μεγάλου σκηνοθέτη δεν είναι αυτή που περιμένεις, τείνεις να εστιάσεις περισσότερο στα προτερήματα, παρά στα ελαττώματά της (έμφυτα ή μη), τείνεις να εστιάσεις περισσότερο σε αυτό που σου άρεσε, παρά σε αυτό που σε χάλασε, είσαι τόσο γενικά ψημένος υπέρ του, που το να μιλήσεις αρνητικά για την συγκεκριμένη ταινία του, σου φαίνεται δύσκολο, μια δυσκολία που καθόλου δεν θα είχες αν την ταινία την υπέγραφε κάποιος άλλος. Κι επειδή, ως γνωστόν, στη ζωή το να αναγνωρίζεις ένα πρόβλημα, δεν σημαίνει ότι είσαι και έτοιμος να το αντιμετωπίσεις, θα καταφύγω μάλλον σε στρογγυλέματα για το τελευταίο φιλμ του εντελώς αγαπημένου Πολ Τόμας Άντερσον.
Οι έξοχα κινηματογραφημένοι τίτλοι της αρχής έχουν σαν μουσική συνοδεία το “Vitamin C” των Can και υπόσχονται έναν ακόμη μεγάλο σταθμό στη φιλμογραφία του. Όσο όμως περνάει η ώρα, καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν πρόκεται να συμβεί. Για να πω μια παραδοξολογία, νομίζω πως το “Ιnherent Vice” είναι καλή και κακή ταινία μαζί. Προσωπικά γέλασα αρκετές φορές. Αλλά τελικά, αν το βασικό προσόν της ταινίας είναι ότι σε κάνει σε ορισμένα σημεία της να γελάς, δεν εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα αυτός ο σκοπός σε μια ατόφια κωμωδία, έστω κι αν εκεί τα αστεία θα ήταν ίσως πιο χοντροκομμένα, έστω και αν εκεί το χιούμορ μπορεί να μην ήταν τόσο απολαυστικά εκλεπτυσμένο και έξυπνο;
Ο Χοακίν Φίνιξ είναι ο Ντοκ, ένας ασταμάτητα μαστουρωμένος χίπης ιδιωτικός ντετέκτιβ στο Λος Άντζελες του 1970. Σαν άλλος Μπόγκαρντ, σαν εκτός τόπου και χρόνου Μπόγκαρντ, σαν παρωδία Μπόγκαρντ, μπλέκει σε μια εντελώς μπερδεμένη ιστορία, ή μάλλον σε ιστορίες που διακλαδώνονται η μία με την άλλη, κι εκείνος – παρά την μαστούρα – προσπαθεί να βρει με θολό μάτι την άκρη, την ώρα που αναρωτιέται τι από όσα συμβαίνουν είναι προσωπική παράνοια και τι συλλογική· το Λος Άντζελες που επεκτείνεται διαρκώς· γειτονιές που κατοικούνταν από μειονότητες ξαφνικά και μυστηριωδώς «καθαρίζουν», προκειμένου να χτιστούν εκεί νέα μεγαλεπήβολα συγκροτήματα από μεγαλοεργολάβους· η καθετοποίηση της παραγωγής και διακίνησης ναρκωτικών, που σημαίνει ότι δεν μας αρκεί να σου τα πάρουμε από τα ναρκωτικά, μπορούμε στη συνέχεια να σου τα πάρουμε και από τα κέντρα απεξάρτησης, καθώς επίσης και τα πρώτα σπέρματα του νεοφιλελευθερισμού, όλα ξεκινάνε από εκεί, από την κοιτίδα, ο κυβερνήτης Ρίγκαν της Καλιφόρνια του 70′ που θα γίνει πρόεδρος το 80′, πριν αλλάξει ο πλανήτης προς το νεοφιλελεύθερο, άλλαξαν οι ΗΠΑ και πριν αλλάξουν οι ΗΠΑ, άλλαξε η Καλιφόρνια, τι νόημα έχουν πια τα δημόσια νοσοκομεία, όταν μπορούν στη θέση τους να υπάρχουν ιδιωτικά θεραπευτήρια;
Στην αναζήτησή του ο Ντοκ θα βρεθεί μπροστά σε μια κανονική πινακοθήκη από χαρακτήρες, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν τα πιο αλλόκοτα ονοματεπώνυμα. Κι εσύ ως θεατής αν δεν πάρεις την ταινία στα σοβαρά, καλά περνάς. Αλλά αυτό είναι το θέμα, να μην την πάρεις στα σοβαρά; Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και αν ο Άντερσον κερδίζει το στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του, το στοίχημα να καταφέρει να μεταφέρει μυθιστόρημα του Πίντσον στο σινεμά, ακόμα κι αν καταφέρνει να παραδώσει ακριβώς το κλίμα και το ύφος που είχε στο μυαλό του, εσύ ως θεατής λες «Ε και; Αυτό ήταν όλο;». Δεν έχω διαβάσει το μυθιστόρημα του Πίντσον και άρα δεν μπορώ να ξέρω πόσο πέτυχε και πόσο απέτυχε στο να τον αποδώσει πιστά. Υποψιάζομαι πάντως ότι δεν μπορεί όταν το διαβάζεις να λες «Αυτό ήταν όλο;». Κι ανεξάρτητα από τη θεματική και το τελικό ζουμί των όσων μπορεί να λέει το βιβλίο, υποψιάζεσαι την ουσιαστική αναντιστοιχία ανάμεσα στο βιβλίο και την ταινία κι άρα την αποτυχία της ταινίας, ακούγοντας κομμάτια της πρόζας: υπάρχει κάτι στη μουσική των λέξεων που εξ αντικειμένου ανήκει στο γραπτό λόγο, στο μυθιστόρημα, κάτι που δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε μουσική των εικόνων.
«Το έμφυτο ελάττωμα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην ασφάλιση των ναυτικών εμπορευμάτων. Είναι οτιδήποτε δεν μπορείς να αποφύγεις: τα αυγά σπάνε, οι σοκολάτες λιώνουν, τα γυαλιά ραγίζουν και ο Ντοκ αναρωτήθηκε τι σημαίνει αυτό όταν το εφαρμόζουμε στις παλιές μας φιλενάδες». Οι σκηνές του Ντοκ με την παλιά του φιλενάδα στη βροχή, όταν το σκηνοθετικό βλέμμα δεν είναι αποστασιοποιημένο, ψαγμένο και φευγάτο, όταν η ταινία προσπαθεί να σε εμπλέξει για λίγο συναισθηματικά, πιστοποιούν πως στον Άντερσον πηγαίνει πολύ καλύτερα το δράμα, παρά η ανάλαφρη προσέγγιση. Το βάρος παρά η ελαφράδα. Όχι επειδή δεν την χειρίζεται καλά την ελαφράδα. Ως φόρμα δεξιοτεχνικά τη χειρίζεται. Αλλά δεν ξέρει τι να την κάνει. Aφού λοιπόν ξεμπέρδεψε με το στοίχημα του να μεταφέρει Πίντσον στην οθόνη, ας ελπίσουμε να μη δούμε άλλο “Punch Drunk Love” μελλοντικά και να τον δούμε να ξαναρίχνει το βάρος του στο βάρος.
elculture.gr