του Νικήτα Φεσσά
Όλες οι ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη περιέχουν μαύρο χιούμορ, ή χιούμορ που απορρέει από τον σουρεαλισμό διαφόρων καταστάσεων. Επίσης, αποσπάσματα με τα αριστοτεχνικά μπινελίκια που ξεστομίζουν με απαράμιλλο τρόπο οι ήρωες και οι ηρωίδες του έχουν γίνει εδώ και χρόνια viral, και ένα είδος cult.
Εάν όμως συχνά οι θεατές αισθάνονται άσχημα ή αμήχανα γελώντας με τραγικές καταστάσεις που απεικονίζονται στις ταινίες του, στην πιο πρόσφατη, με τίτλο Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, ο καταξιωμένος καλλιτέχνης προτάσσει ανοιχτά (ήδη από το τρέιλερ) το κωμικό στοιχείο, το οποίο αναμιγνύει με νουάρ χαρακτήρες, πλοκές, και θεματικές. Σκέψου ένα είδος Pulp Fiction, ή μια από τις πρώτες ταινίες του Γκάι Ρίτσι, τοποθετημένα στην άμεσα αναγνωρίσιμη ελληνική επαρχία, ή έστω στην πιο κακόφημη, αλλά και ενδιαφέρουσα, πλευρά αυτής.
Πολύ λιγότερο σκοτεινή από το Μικρό Ψάρι, πιο προσβάσιμη από τον Μαχαιροβγάλτη (που αποτελεί και το αριστούργημά του, κατά τη γνώμη του γράφοντος), αλλά αλάνθαστα ‘oικονομίδεια’, η Μπαλάντα περιέχει όλες τις αξέχαστες, εξπρεσιονιστικές φυσιογνωμίες του περιθωρίου που συνθέτουν το σύμπαν του δημιουργού.
Είναι επίσης ξεκάθαρα η πιο mainstream/pop και απενοχοποιημένα διασκεδαστική από τις ταινίες του.
Οι ερμηνείες (από το σύνολο του καστ – επίτηδες δεν ξεχωρίζω κάποια για να μην αδικήσω τις υπόλοιπες) συχνά σε αφήνουν με ανοιχτό το στόμα με το πόσο καλές είναι, ιδιαίτερα εκείνες από πρωτοεμφανιζόμενες/ους ερασιτέχνες ηθοποιούς.
Το σάουντρακ είναι δολοφονικό, ενώ ο διάσημος πλέον βωμολοχικός λυρισμός και η ποιητικότητα την οποία ο Οικονομίδης βρίσκει, θαρρείς ενστικτωδώς, στα πιο απρόσμενα μέρη είναι κι αυτά εδώ, μαζί με μια χαρακτηριστική μελαγχολία.
Ο μισογυνισμός και η ομοφοβία της ελληνικής κοινωνίας παρωδούνται ανελέητα, ή κριτικάρονται με λεπτούς τρόπους και ποτέ διδακτικά, ενώ η επίδειξη τοξικότατης αρρενωπότητας/αρσενικότητας, αν και επικίνδυνη όσο ποτέ, υπονομεύεται από τη διαρκή υπενθύμιση της ανικανότητας των ανδρικών χαρακτήρων στην ταινία, και της κρυφής υποταγής τους σε μια, σαφώς πιο καπάτσα, λούμπεν «μητριαρχία» . Στα χέρια κάποιου λιγότερο έμπειρου δημιουργού μια τέτοια έμφυλη διαπραγμάτευση θα μπορούσε να αποδειχτεί ιδεολογικά δίκοπο μαχαίρι, όμως ο Οικονομίδης δεν αθωώνει κανέναν.
Με δικαιολογημένη, πλην αξιοθαύμαστη, «παλιομοδίτικη» πίστη στη χαρακτηριστική του αισθητική για να πει τις ιστορίες του, με την εμμονή του με την παραμικρή λεπτομέρεια στην καλλιτεχνική διεύθυνση, τα σκηνικά, τα ρούχα, την κινησιολογία, και φυσικά προπαντός τη γλώσσα, και την αβίαστη, πλην εμφανέστατα εξαντλητικά δουλεμένη αυθεντικότητά του έργου του, ο Οικονομίδης υπενθυμίζει γιατί ξεχωρίζει σε σχέση με τους υπόλοιπους δημιουργούς της γενιάς του, αλλά και τους νεότερους, και βάζει τα γυαλιά σε παλαιότερους. Μακάρι να έβγαζε πιο συχνά ταινίες.
Βαθμολογία 4, 5/5