Του Δημήτρη Βεργίνη
Για την Μυρσίνη οι πρώτες ζέστες ήταν ήδη καλοκαίρι. Δεν περνούσε απ’ το μυαλό της καμιά πιθανότητα επιστροφής σε ανατριχίλες προηγούμενων μηνών, σε ανοιξιάτικες ψύχρες και μπόρες υπενθύμισης για την καιρική σχιζοφρένεια της άνοιξης. Οι πρώτες ζέστες ήταν ένα φλερτ που δεν είχε επιστροφή. Τα χαμόγελα θα γίνονταν ποτό, το ποτό χάδια, τα χάδια φιλιά, τα φιλιά κρεβάτι και ουρλιαχτά και ιδρώτας. Ο ήλιος που πρωτόβγαινε με σιγουριά κι απαλό κάψιμο στα ακράκτινά του, ήταν γι’ αυτήν φερέγγυος στην υπόσχεσή του για το καλοκαίρι του βάθους της εικόνας. Δεν ήθελε να αμφισβητήσει τις ορμόνες της που έβγαιναν απ’ τη νάρκη τους μαζικά κι έστηναν χορούς σε λαιμό, μασχάλες κι εφηβαίο. Γιατί άλλωστε; Η Μυρσίνη ζούσε για το καλοκαίρι. Το ‘λεγε στον Κοσμά απ’ την πρώτη μέρα που τον γνώρισε. Αυτός όμως είτε δεν την άκουγε είτε δεν τον ένοιαζε.
Ο Κοσμάς ήταν ΠΑΟΚ. Από την κορυφή ως τα νύχια ΠΑΟΚ. Η μέρα του παλιά ξεκινούσε με τον Πάμπλο και τελείωνε με τον Γκαρσία. Πλέον ανάσαινε Ιβάν και φταρνιζόταν Σαββίδη. Οι πρώτες ζέστες σήμαιναν ότι το καλοκαίρι πλησίαζε, σήμαιναν ότι η Τούμπα θα έκλεινε, ότι η ομαδάρα θα σταματούσε να παίζει. Οι διακοπές των άλλων, για τον Κοσμά ήταν η κόλαση μακριά απ’ τη θύρα 4. Ήταν τα συνθήματα που σκονίζονταν, τα ντου που σκούριαζαν, οι φωνές που σώπαιναν. Φέτος, ήρθαν κι έδεσαν και με την πίκρα του χαμένου πρωταθλήματος απ’ την ΑΕΚ. Το τρόπαιο που τόσο είχε ονειρευτεί, που σχεδόν είχε πιστέψει ότι ήταν δικό τους, που έφτασαν πρώτη φορά τόσο κοντά μετά το 1985, δε θα ανηφόριζε πάλι στη Θεσσαλονίκη. Χάθηκε άδοξα, χάθηκε στα χαρτιά, χάθηκε απ’ το κράτος των Αθηνών. Έτσι έλεγε ο Κοσμάς. Ποιο offside και ποιο ρολό ταινίας; Το γκολ ήταν κανονικό κι ο άλλος έκανε θέατρο. Ο Ιβάν το όπλο το έχει πάντα πάνω του, θα θυμόταν πάνω στην αγανάκτησή του να το βγάλει; Εδώ τον έκλεβαν, πρωτάθλημα του στερούσαν, με τα σιδερικά θα ασχολούταν; Αυτά σκεφτόταν και ορυόταν . Η Μυρσίνη δε έλεγε να τον καταλάβει. Αυτή είχε τις κάψες της κι αυτός ήταν καμένος. Πού καιρός για έρωτες;
Μα έρωτα; Ποιος του ζήτησε έρωτα; Οι πρώτες ζέστες άναβαν τη Μυρσίνη σαν ξερό φύλλο βελανιδιάς στη φλόγα εκδρομικού καμινέτου. Φορούσε τα κοντά φουστάκια της, τα χρωματιστά μπλουζάκια της κι ανέβαινε στο ποδήλατο. Γυρνούσε την πόλη δημιουργώντας πανικό βλεμμάτων και ηδονικού πόθου. Τα μάτια την ακολουθούσαν έτοιμα να της δηλώσουν υποταγή κι αιώνια αφοσίωση. Αλλά η Μυρσίνη ήθελε απλά τον αέρα να μπαίνει ανάμεσα στα πόδια της. Ήθελε οι μικρές ριπές του να αγγίζουν τη σέλα του ποδηλάτου, να παραμερίζουν το εσώρουχό της και να την κάνουν να χαμογελάει φαινομενικά αναίτια. Όλες εκείνες οι ματιές ποτέ δε θα μάθαιναν για τις αόρατες γλώσσες που σε κάθε πεταλιά την άφηναν πιο μούσκεμα από ό,τι σε κάθε προηγούμενη. Κι ο Κοσμάς έλεγε για έρωτα… Σεξ ήθελε, σεξ του ζητούσε αλλά αυτός ήταν στον ΠΑΟΚ του. Κι έτσι έψαχνε τον Μανώλη. Σήκωνε το ακουστικό και του ζητούσε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα απ’ τον καθένα: να την τελειώνει από απόσταση.
Ο Μανώλης ήταν άρρωστος με τη Ρεάλ και την Μυρσίνη. Με αυτή τη σειρά. Θα παρατούσε τα πάντα, γονείς, δουλειά, φίλους, σπίτι για αυτές τις δύο αγάπες του. Με αυτή τη σειρά όμως. Κι απόψε που τον κάλεσε η Μυρσίνη έπαιζε η Ρεάλ το πρώτο ματς των 16 του Champions League με τη Γιουβέντους! Ο Μανώλης έμενε 5-6 νομούς μακριά της. Δε βρίσκονταν συχνά. Η Μυρσίνη ήθελε ανεξαρτησία, όχι μόνιμες δεσμεύσεις, όχι φυσιολογικές σχέσεις, όχι έναν άντρα. Και την κατανοούσε. Τέτοιο κορίτσι συναντάς μια φορά στα χίλια χρόνια. Και πάλι, αν δεν κοιμηθείς μαζί της, δε θα το καταλάβεις κι απλά θα την χαζέψεις και θα προσπεράσεις.
Στο κρεβάτι, ο Μανώλης, όταν ανέβαινε πάνω της νόμιζε ότι από κάτω του βογκούσε ο Απρίλης και η θάλασσα μαζί. Έκλεινε τα μάτια για να μην κοιτάξει και τρομάξει στην όψη μια φύσης χαίνουσας οργασμικών σπασμών. «Είμαι μούσκεμα, τέλειωσέ με, κάντο μου τώρα!» του είπε μόλις έγινε η σέντρα στο Τορίνο. «Γαμώτο ρε Μυρσίνη, γαμώτο, γιατί τώρα;» ψιθύρισε κλείνοντάς της το τηλέφωνο. Η Ρεάλ φέτος παράδερνε στο πρωτάθλημα αλλά στο Τσάμπιονς πήγαινε να κάνει αυτό που κανείς δεν είχε κατορθώσει και ίσως θα περνούσαν δεκαετίες να το καταφέρει κάποιος άλλος: να το πάρει τρίτη χρονιά σερί. Το είχε ξαναπάρει η ίδια πέντε χρόνια σερί όταν ο θεσμός πρωτοξεκινούσε ως κύπελλο πρωταθλητριών, αλλά από τότε είχαν περάσει δεκαετίες και το ποδόσφαιρο είχε γίνει ακραία επαγγελματικό. Ο Μανώλης όμως ήταν και ποιητής. Και μέσα στο χαμό των δισεκατομμυρίων έψαχνε εκείνες τις πινελιές που τον βοηθούσαν να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ένταξης του συγκεκριμένου αθλήματος στις μορφές της τέχνης. Κι ο Κριστιάνο ήταν το καλύτερό του χαρτί. Σε αυτόν είχε εστιάσει τα ματιά του όλο το βράδυ. Για αυτόν το έκλεισε και στη Μυρσίνη.
“Κάντο αγόρι μου, κάντο κι απόψε το θαύμα σου, κάνε να άξιζε που άφησα το κορίτσι μου μόνο του και ιδρωμένο”. Και το ‘κανε. Στο 64ο λεπτό το έκανε! Η μπαλιά βγήκε ψηλοκρεμαστή και με φορά προς το κέντρο από τα πλάγια. Πισωπάτησε δυο τρία βήματα και σηκώθηκε στον αέρα. Τα πόδια του σε σχήμα ψαλιδιού. Οι μύες διαγράφονταν σαν και όλοι να ‘δειχναν προς την μπάλα. Πέταξε σχεδόν στα 2,5 μέτρα οριζοντιωμένος. Βρήκε την μπάλα στο τέλειο σημείο, την τέλεια στιγμή. Το θαύμα θέλει ταυτόχρονη παρουσία του Θείου, του τυχαίου και του επιστημονικά εξηγήσιμου. Το θαύμα έγινε. Η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα. Το γήπεδο όρθιο να χειροκροτούσε την Ερυθρά που άνοιξε μπρος στα μάτια του, τη βάτο που κάηκε λίγο μέτρα μακριά του. Ο Μανώλης έκλαψε και φώναξε και γέλασε και τον έπιασε τρέμουλο ευτυχίας και… σκέφτηκε την Μυρσίνη. Θυμωμένη για λίγο, θα της περνούσε όταν κάποιος θα της έσβηνε τη φωτιά. Ήξερε όμως. Έπρεπε να ξέρει, της το είχε πει: Η Ρεάλ, αυτή, το χάος. Έτσι ήταν ο κόσμος του. Αυτό ακριβώς. Με αυτή τη σειρά… Κι απόψε, για έναν λόγο παραπάνω. Για έναν λόγο ποιητικό.
Γνώριζε πόσο την ήθελε. Αλλά ζήλευε. Το ‘παιζε υπεράνω κοινών αισθημάτων αλλά αυτό το «δεύτερη» την πονούσε. Η πρώτες ζέστες τα έκαναν όλα πιο έντονα στο μυαλό και το σώμα της Μυρσίνης. Η ζήλια ερχόταν σαν σφήκα που δε θα πεθάνει στο πρώτο τσίμπημα. Που μπαίνει μέσα στο αμάνικο μπλουζάκι της και τη γεμίζει δηλητήριο ξανά και ξανά. Θέλει να ουρλιάξει. Και θέλει να πηδηχτεί. Το όχι του Μανώλη είναι ένα σύννεφο στον ουρανό. Και τέτοια εποχή τα σύννεφα είναι αταίριαστα σαν ενδυματική επιλογή Εσκιμώου στη Σαχάρα. Κατεβάζει το χέρι της και με κυκλικές κινήσεις φέρνει στην εικόνα άλλον μετεωρολόγο που μιλάει μόνο για ηλιοφάνειες. Υποκατάστατα θα λιγωθεί, υποκατάστατα θα αρκεστεί, υποκατάστατα θα τελειώσει. Σκέφτεται τον Στέλιο. Γυρνάει μπρούμυτα και επιταχύνει τις κινήσεις της. Έτσι θα την ήθελε. Πόσα χρόνια έχει να τον δει; Έφυγε στην Καταλονία και δεν ξαναγύρισε. Μια κάρτα του και μερικές λέξεις όλον αυτόν τον καιρό: «γύρνα να βλέπω την πλάτη σου, γύρνα να βλέπω τον κώλο σου, γύρνα και δώσ’ μου μια εικόνα εξώκοσμη»! Στην κορύφωση πνίγει ένα αχ. Να μην το ακούσει ποιος; Να μην το χαρίσει άκοπα σε ποιον;
Δώδεκα χρόνια. Δώδεκα χρόνια στη Βαρκελώνη. Τα καλύτερα της ιστορίας αυτής της ομάδας ο Στέλιος τα είδε από κοντά. Όλους τους αγώνες της, όλα τα γκολ της, όλες τις μαγικές της βραδιές στο Καμπ Νου, αυτός ήταν εκεί. Η Ισπανίδα που κοιμήθηκε μαζί της τον πρώτο μήνα που βρισκόταν στην πόλη, αποδείχτηκε ότι είχε διοικητική θέση στο σύλλογο. Του έδωσε δουλειά στο μπαρ των επισήμων. Δε συνέχισε μαζί της αλλά το δώρο της ήταν μαργαριτάρι ψαρεμένο με άπνοια στα 25 μέτρα. Τα σόου του Ροναλντίνιο και η διαδοχή τους απ’ τα μαγικά βράδια του Μέσι δεν εξαγοράζονται με υλικά αγαθά ετούτου του κόσμου.
Δώδεκα χρόνια κι απόψε οι μπλαουγκράνα θα αγωνιστούν εντός με τη Ρόμα ένα μόλις βράδυ μετά που οι εχθροί απ’ την Μαδρίτη μάγεψαν στο Τορίνο. “Είμαστε αήττητοι με τον Βαλβέρδε”, έλεγε κάθε τόσο ο Στέλιος. “Μπορεί να μην είναι τόσο θεαματική η ομάδα όπως με τον Πεπ ή τον Λούις Ενρίκε αλλά είναι ανίκητη. Κι ο Μέσι… Τι τύπος είναι αυτός; Από ποιο πλανήτη ξεβράστηκε στον δικό μας; Υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κάνει”; “Να βοηθήσει την εθνική του ομάδα”, θα πουν οι κακεντρεχείς. “Να βάλει αυτό που έβαλε ο Κριστιάνο χτες”, θα πουν οι οπαδοί των άλλων. Σιγά, ο Στέλιος ξέρει: ο Λίο όλα τα μπορεί, όλα θα τα κάνει μέχρι να τελειώσει την καριέρα του. Οι Ρωμαίοι απόψε τρέμουν. Οι Ρωμαίοι έχουν τους λόγους τους. Έχουν γνώση της φωτιάς που θα τους κάψει!
——————————————–
Για την Μυρσίνη οι πρώτες ζέστες ήταν ήδη καλοκαίρι. Ήταν το πέρασμα απ’ την εξάμηνη αντι-ερωτική καταχνιά στο φως και το ξύπνημα των εν υπνώσει ερωτικών αδένων της. Ήταν η προπατορική ομορφιά ενός βυθισμένου παραδείσου. Δεν υπάρχει κείμενο που να μπορεί να δέσει αρμονικά όλα τα υλικά των αισθημάτων που νιώθει στην αλλαγή αυτής της εποχής. Η Μυρσίνη χαίρεται τη ζέστη και το δείχνει. Ντύνεται ελάχιστα, ερωτοτροπεί ασταμάτητα και κάνει ποδήλατο στην πόλη.