Στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης
«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούρια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω κ να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να’ χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να’ ταν πιο μεροληπτική, μπορούμε να πούμε, και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δε θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε ίσως από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό, θα πείτε, μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο να’ ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δυο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνη πρώιμη, ομολογώ εργασία. Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο –πολύ σ’ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλ. το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα, βέβαια, παίρνω ως δεδομένο την ποιοτική του αξία).
Και στον τόπο μας, καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δυο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα; Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτή της περιόδου μόδας – ας την πούμε – ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει, νομίζω, να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θα’ ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν’ αντικαταστήσει το τανγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες, άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις. Ύστερα για μας θα’ ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυριστούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο γι’ αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο – που λεν – κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μιαν ώρα.
Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ‘ δω και πέρα, λες και σαν μαγεία, μας φέρνει σε άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν τα δεις έξω απ’ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δε συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτή που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με τη Σονάτα 110 του Μπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να είχε το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ’ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς, σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).
Λοιπόν, δε νομίζω πως ο σνομπισμός αυτός γύρω απ’ το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν’ αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχομε νομίζω σήμερα τίποτ’ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.
Μα πριν μπούμε σ’ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή, μα περασμένη πια, εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.
Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ’ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται – λες – μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεσή φυγής και την έντονη εμμονή σ’ αυτή τη διάθεση που κρατούν οι 4 νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» – καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου, κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε, τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα, ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούριο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι κι η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούρια ρεμπέτικη κραυγή – καινούρια για μένα βέβαια – κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά κ της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «κουράστηκα για να σε αποκτήσω, αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μιαν εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θα’ βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμα έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.
Περνούν μερικά χρόνια, που η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει σε μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής. Ένας ανικανοποίητος έρωτας ξεκινά από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά – θα’ λεγα – από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν’ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο. Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ’ αυτές, δεν μπορούμε ν΄αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ’ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.
Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο», λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία κ λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι, τους είναι το ίδιο οχληρό όπως κ το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν πως δεν τους αρέσει. Είναι σα να βγουν να πουν στο δρόμο ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ – για παράδειγμα – ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό, όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν – έτσι φαντάζονται – επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμα με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτα κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας, καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων, μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ’ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική, ούτε επική και το τελείωμα του 2ου Παγκ. Πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή του ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα, κι ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό κι οδυνηρό.
Κι από δω, πηγάζει η θεματολογία του. Επαναλαμβάνω, ένας ανικανοποίητος, μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η έντασή του αυτή προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μιαν επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ’ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται. Καταλαβαίνετε, βέβαια, τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει ως αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής – καιώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία και γι’ αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία – θα’ λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δυο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη απ’ το θάνατο. Το να θέλει κανείς ν’ αγνοήσει την πραγματικότητα, και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι που δε φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο, ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδά την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.
Σκεφθείτε τώρα, κάτω απ’ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχρότητα του λαού μας – παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν, ούτε και ν’ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε, λοιπόν, αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού, σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και ν’ αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω, ως κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμα τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο.
Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου : «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση, καθώς λες, και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπική της κατάσταση; « Το ερώτημα τούτο, ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και της εποχής μας. Αυτόματα επίσης, καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων.
Μένει, λοιπόν, να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ’ αυτήν. Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ’ το ύφος του.
Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ’ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής, καθώς κι ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια – μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προέλευσης – κι ο μπαγλαμάς – παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ’ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια, πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο ( ο τελευταίος έχει λιγότερη χρήση).
Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ’ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, που εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος κ περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή κι επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα’ ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα, ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μιαν αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Ως χορός, είναι ο δυσκολότερος κι ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται – δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές – έρχεται σαν μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει – πολύ μακριά όμως – τη γαλλική java.
Ο σέρβικος, που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος, έχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία.
Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά πάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες, που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη απ’ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.
Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. Η παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρ’ τη βάρκα στο λιμάνι – κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Ζέππο». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινού μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα. Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι, τα εκφραστικά στοιχεία του ετοιμόρροπου Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο – το σύγχρονο λαϊκό μέλος – για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθητικότητας. Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτε παραπάνω.
Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ’ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένου, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει η ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα, με μιαν εσωτερική δύναμη που, πολλές φορές, συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι και το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Κι ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας κι όλων των αρχαίων μνημείων, δε βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προ παντός, στο απέραντο αυτό sostenuto* που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενο;
Ποια απ’ τις καλές τέχνες στον τόπο μας μπορεί σήμερα να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα – τη μοναδική αξία κληρονομιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας – για τη σύνθεσή της. Ποια μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ’ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ’ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρα απ’ τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκαν στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.
Επιτρέψατέ μου τώρα, να σας παρουσιάσω δυο από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής, το Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος) Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια, για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Βαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου». Το 2ο τραγούδι που θ’ ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μ. Βαμβακάρη σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου». Το 3ο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδους του. Το 4ο, σύνθεση του Τσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
*sostenuto : ιταλικός μουσικός όρος, συγγενής του legato, ο οποίος χρησιμοποιείται για το συνεχές παίξιμο νότας/ ήχου. Υποδηλώνει την ήπια μετάβαση από μια νότα σε άλλη, με ταυτόχρονο σταθερό κράτημα της αρχικής.
Με την ευκαιρία τώρα που θ’ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε – άνοιξε» του Παπαϊωάννου, θα’ θελα να’ λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ’ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.
Λίγο πριν τον πόλεμο του ’40, ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή – κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός – μπορώ να πω – πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για ν’ αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
Πριν δυο χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι – το σκοτάδι είναι βαθύ – κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή, μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα.
Φέτος – ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά – μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια – η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι’ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ’ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).
Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «Ο Μάριος», καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Άι- Παντελεήμονα, όπου κάθε βράδυ ο Βαμβακάρης κι η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για τις βροχερές νύχτες, όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλούσα για το χορό του κομπολογιού, όπου ένα παλικάρι μ’ ένα γαρύφαλλο στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ’ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι – θα μπορούσα να’ λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μοναχός μου.
Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον; Όμως εμείς θα’ χουμε πια για τα καλά νοιώσει τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν, πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.
Μα όλ’ αυτά είναι μια γοητεία. Ακούσατε με τι ψυχρότητα κι αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμμματες, λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτα που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξαλαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δε σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς.
Άρθρο για το Ρεμπέτικο, Λιάβας Λάμπρος, «Το Ελληνικό Τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950», εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2009. (Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από το Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαϊδου.)