Από τον Αντώνη Ανδρουλιδάκη
«Όπου ακούς αγάπη και ασφάλεια, άγχος αποχωρισμού μυρίζει»
Ο δυτικός άνθρωπος, ιδιαίτερα των τελευταίων ετών της παγκοσμιοποίησης, έθετε σαν στόχο την όλο και μεγαλύτερη άρση των κάθε είδους ορίων (ακόμη και των συνόρων), την ολοκλήρωση της κυριαρχίας του στη φύση με την πλήρη εξάντληση των ορίων της, την αποθέωση της παραγωγικής ικανότητας έστω κι αν αυτή ισοδυναμούσε με την εξόντωση των εργαζόμενων -σε διάφορα σημεία του πλανήτη- και άρα την υπέρβαση ακόμη και των ορίων του στοιχειώδους ανθρωπισμού, την ολοκλήρωση οχύρωσης της περίκλειστης ατομικότητας, ακολουθώντας, με περίσσια ορμή, το κυρίαρχο προμηθεϊκό πρόταγμα. the sky is the limit …και λίγο λέμε.
Ταυτόχρονα με την επέκταση αυτή των Ορίων, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας προβλέπει πως το 2020 η κατάθλιψη θα είναι η πρώτη αιτία αναπηρίας, ανικανότητας στο δυτικό κόσμο και θα αφορά στο 25% του πληθυσμού, ενώ ο ρυθμός ανόδου αυτού του δείκτη είναι τέτοιος ώστε να διπλασιάζεται κάθε δεκαετία. Με άλλα λόγια, περί το 2040 δεν θα υπάρχει κανείς που να μην νοσεί από κατάθλιψη.
Πρόκειται δηλαδή για μια, εκ πρώτης όψεως, αντιφατική «κίνηση» στην οποία ενώ, από την μια ο δυτικός άνθρωπος διαρκώς επεκτείνεται πέραν των όποιων «εκτός του» ορίων, από την άλλη συρρικνώνεται «εντός του» πάλι πέραν των «κάτω, ελάχιστων ορίων» του. Σαν ένα εκκρεμές, κινείται διαρκώς -και ταυτόχρονα- από το άνω στο κάτω όριο του, σ’ ένα διαλυτικό -για την ύπαρξη- σπιράλ. Από το άσπρο στο μαύρο, λες και χάθηκαν τα χρώματα.
Η παγκοσμιοποίηση που, ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια φιλοσοφίας, «κατόρθωσε» να θέσει στο επίκεντρο της την αστεία ταυτολογία «να είσαι ο εαυτός σου!», την αυτό-πραγμάτωση, την αυτό-εκπλήρωση και τα διάφορα άλλα «αυτό-…» -της αυτοϊκανοποίησης συμπεριλαμβανομένης- σαν να κινδύνευε κάποιος να του «κλέψουν» την εαυτότητα, με τον ίδιο πρωτόγονο τρόπο που οι ιθαγενείς φοβόντουσαν πως η φωτογραφία θα τους «κλέψει τη ψυχή», αν και εκείνοι ίσως δεν είχαν και πολύ άδικο τελικά, αν συλλογιστούμε την κριτική του Ντεμπόρ στη Βιομηχανία του Θεάματος. Από τη μια η ναρκισσιστική προμηθεϊκή επιταγή «τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα» και από την άλλη ο αγωνιώδης ψίθυρος «και τώρα, πως θα τα βγάλω πέρα;»
Πάνε πλέον μερικές δεκαετίες που ο δυτικός άνθρωπος έχει «καταπιεί», έχει εσωτερικεύσει κάποιον μυθικό «Σίνη Πιτυοκάμπτη», που αφού λυγίσει δυο ψηλά δέντρα, δένει τον Εαυτό -όχι τον ανύποπτο διαβάτη, αυτή τη φορά- στις κορφές τους και μετά τα αφήνει ελεύθερα, με φυσικό επακόλουθο το φριχτό διαμελισμό του. Η παγκοσμιοποίηση άφησε τα δυο δέντρα ανεξέλεγκτα.
Και κάπως έτσι, μπροστά στο δέος της διάσχισης αυτής, για πρώτη φορά μετά από τον 2ο Π.Π. τίθενται στόχοι με αρνητικό πρόσημο. Δεν επιδιώκεται πια να συμβεί κάτι, αλλά αντίθετα, «μην τυχόν και συμβεί». Μην τυχόν και μειωθεί περαιτέρω το εισόδημα και η καταναλωτική ευχέρεια, μην τυχόν και χαθεί η όποια εργασία, μην τυχόν και συμβεί αυτό, μην τυχόν και συμβεί το άλλο. Και βέβαια το σύνθημα του Τράμπ «Να ξανακάνουμε μεγάλη την Αμερική», όσο κι αν ακούγεται ναρκισσιστική μεγαλομανία, ανάλογη του ύφους του προέδρου, στην πραγματικότητα υποκρύπτει και υπερ-αναπληρώνει τον φόβο «μην τυχόν η Αμερική γίνει μικρή». Με άλλα λόγια, η Αμερική «εγκαταλείπει» μην τυχόν και «εγκαταληφθεί» και τα εκκεντρικά, ρατσιστικά και σεξιστικά σχόλια και υπονοούμενα του Τράμπ, ενάντια στην πολιτική ορθότητα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την «υστερική» έκφραση του πληγωμένου δυτικού Εαυτού που γυρεύει να εξαγνίσει τις ενοχές με αυτοτιμωρητικές δόσεις ακόμη μεγαλύτερου πόνου. Όπως κάθε φορά που ένας Αμερικανός μπάτσος πυροβολεί ένα παιδί ή ένας πιτσιρικάς χώνεται με ένα όπλο στο σχολειό και «καθαρίζει» μερικούς συμμαθητές του, είναι η Αμερική που πληγώνει τον Εαυτό της, μετατοπίζοντας την εστία του πόνου της. Δεν είναι «αμφιλεγόμενος» ο Τράμπ, ούτε αποτελεί μια ναρκισσιστική «παραξενιά» ή ιδιομορφία. Είναι η «προσωποποίηση» του αμφίθυμου δυτικού ανθρώπου και η «απομόνωση» που προτείνει δεν είναι παρά το αυτοκαταστραφικό κλείσιμο στον Εαυτό.
Η ανάγκη της ασφάλειας επαν-ιεραρχείται και τίθεται σε μέγιστη προτεραιότητα, ενώ μια ατέλειωτη λίστα με «μην τυχόν» υπερτροφοδοτεί με άγχος, ενοχές και φόβο έναν, μάλλον ανεκπαίδευτο στα ζόρικα, Εαυτό. «Δουλειές για όσους αγαπούν τη χώρα, ασφάλεια και τάξη που εγγυούνται οι δυνάμεις ασφαλείας και ο στρατός», θα διατρανώσει ο Τράμπ.
Ο Προμηθέας παρατάει τη θέση του στον Καύκασο -εγκαταλείπει και τη «φωτιά» που τόσα τράβηξε εξ’ αιτίας της- και την παραχωρεί σ’ έναν κουτσό Ήφαιστο, που τώρα θυμάται κι αυτός ότι τον παραπέταξε η ίδια η μητέρα του…για να μπει στην αγορά εργασίας.
Η παγκοσμιοποιητική δυτική ναρκισσιστική αυταρέσκεια, ο δυτικός le roi soleil που ήθελε να δορυφοροποιήσει τους Άλλους γύρω του και οδηγήθηκε σε μια μορφή αποχαυνωτικής απορρόφησης στο ά-σχετο καβούκι του Εαυτού, μετεξελίσσεται τώρα σ’ ένα γαλβανισμένο, μονωμένο, διαδικτυακό άβαταρ που προσπαθεί να αποφύγει τη φρίκη της ένδειας, της αδικίας και της βίας. Η ενασχόληση με τον Εαυτό δεν είναι πια θέμα «κομμωτηρίων», ναρκισσιστικής αυταρέσκειας και «ψυχανάλυσης», αλλά υπαρξιακού «κουρέματος» και βαθιάς, οριακής, απελπισίας.
Και βέβαια, μπορεί ένα ολόκληρο σύστημα από τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες και τα ΜΜΕ, μέχρι τους εναλλακτικούς «θεραπευτές» και την πολιτική ελίτ, να επιμένει, ότι η κοινωνική δυσφορία –εν τέλει- δεν είναι τίποτα άλλο από προσωπική ανεπάρκεια, να μετασχηματίζει δηλαδή το κοινωνικό πρόβλημα σε ατομική μειονεξία. Αλλά δεν μπορεί –εν τέλει- να κρυφτεί το γεγονός ότι μερικά εκατομμύρια προσωπικά προβλήματα συνιστούν ένα τεράστιο κοινωνικό-πολιτικό πρόβλημα.
Ο εν λόγω «Εαυτός», του οποίου η συγκρότηση ολοκληρώνεται σ’ αυτή τη φάση της παγκοσμιοποιητικής επέκτασης, δεν είναι ένα απωθημένο του ναρκισσισμού που προηγήθηκε. Δεν είναι ο «Ελάχιστος Εαυτός» ή ο ανθρωπολογικός τύπος της «Κουλτούρας του Ναρκισσισμού», όπως τον ορίζει ο Κ. Λας ήδη από το 1975. Είναι η κορύφωση της απελπισίας. Είναι η ολοκλήρωση της διαδικασίας διαχωρισμού του εαυτού από τους Άλλους, του εαυτού από τον κόσμο και του εαυτού από τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι η απελπισία του ανθρώπου μπροστά στο φόβο της εγκατάλειψης από τον ίδιο του τον εαυτό. Πρόκειται, για τον Οριακό άνθρωπο.
Ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος διαθλάται επαναλαμβανόμενα και με οδυνηρή ισχύ στις οικογενειακές και προσωπικές εμπειρίες όλων. Δεν πρόκειται πια για μια απλή ψυχική δυσφορία, ως συνέπεια ενός καταναλωτικού ανεκπλήρωτου, ούτε για μια εύλογη ψυχική αβεβαιότητα, αλλά για βιωμένες εμπειρίες εσωτερικής κενότητας, μοναξιάς και μη αυθεντικότητας. Ακραίες συμπεριφορές, πανικός, κατάθλιψη, οργή, έντονες και ταραγμένες σχέσεις με μέλη της οικογένειας, φίλους και αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και «ακροβασίες» ανάμεσα στην υπερβολική οικειότητα και την υπερβολική αντιπάθεια, είναι και θα είναι όλο και πιο συχνές και ορατές συνέπειες για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών.
Παράλληλα, η διαστρεβλωμένη και ασταθής εικόνα για τον Εαυτό, θα οδηγεί όλο και πιο συχνά σε απότομες εναλλαγές, όχι μόνο της συναισθηματικής διάθεσης, αλλά και της γνώμης, των όποιων αξιών, αλλά και των μικρών ή μεγάλων στόχων. Οι παρορμητικές και μερικές φορές επικίνδυνες συμπεριφορές, από το σεξ, μέχρι την κατάχρηση ουσιών και την επικίνδυνη οδήγηση ή τις βουλιμικές κρίσεις υπερφαγίας ή ακόμη και τις αυτοκτονικές συμπεριφορές, ορατές σε όλους μας, είναι επίσης συνέπειες της ψυχοπαθολογικής οριακότητας του δυτικού κόσμου..
Η δυσκολία να σκεφτεί κανείς οτιδήποτε άλλο εκτός από το φόβο του «μην τυχόν» και η ακατάσχετη σεναριολογία που τον συνοδεύει, ο τρόμος στην πιθανότητα να μην είναι ο ίδιος «αρκετά» αρκετός, τα μη ρεαλιστικά συναισθήματα ή η αποπροσωποποίηση, ο φόβος της αποτυχίας, η απαισιόδοξη εκτίμηση για την εξέλιξη καταστάσεων, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, το άγχος και η ανησυχία για το αύριο, ο θυμός, η θλίψη, η ζήλεια, η καχυποψία, οι κρίσεις πανικού, οι ακραίες απογοητεύσεις μπροστά στην αποτυχία, οι αϋπνίες, η δύσπνοια, οι αιφνίδιες αναλαμπές συναισθηματικής θέρμης και ψυχρότητας και κυρίως, η επιθυμία να εγκαταλείψει κανείς αιφνιδιαστικά μια σχέση ή μια κατάσταση, είναι και θα είναι στην ημερήσια διάταξη της καθημερινότητας όλων, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και ένταση απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν.
«Σ’ αγαπώ, φύγε!» Ή «σε μισώ, μη φύγεις» θα ήταν μια πιο «ποιητική», ίσως, έκφραση της συναισθηματικής αυτής αντίφασης. «Κι’ όπου ακούς αγάπη και ασφάλεια, άγχος αποχωρισμού μυρίζει», για να παραφράσουμε τον ποιητή.
Ένας κόσμος ακινητοποιημένος στο μεταίχμιο ανάμεσα στη νεύρωση και στην ψύχωση. Ένας κόσμος borderline(r), εγκλωβισμένος σ’ ένα φαύλο κύκλο άγχους-λύπης-θυμού. Ένας κόσμος παγιδευμένος σε μια «αεικίνητη ταυτοκινησία» μέσα-έξω. Ο Τράμπ είναι το «πρότυπο» αυτού του κόσμου και «αποκαλύπτει» κάτι πολύ σοβαρότερο από τα «φαινόμενα κοινωνικού εκφασισμού», για το οποίο καταγγέλλεται -με όρους του 20ου αιώνα- από την μεταμοντέρνα, αντιρατσιστική – και πολιτιστικά φιλελεύθερη – αριστερά. (…Όλες οι λέξεις σε εισαγωγικά). Ο Τράμπ δεν είναι απλά «αντικείμενο μίμησης ενός όχλου», αλλά η πολιτική συμπύκνωση της συλλογικής οριακότητας, ενώ η Χίλαρι θα ήταν η συνέχεια της ναρκισσιστικής εκδοχής της.
Ο Οριακός Άνθρωπος και η εξ’ αυτού Οριακή Κοινωνία, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πολεμικών συνθηκών, της αβεβαιότητας και κυρίως της απώλειας της εμπιστοσύνης στο μέλλον, που επέφερε η παγκοσμιοποίηση και η αρπακτική βουλιμία των «αγορών».
Τίποτα δεν μπορεί πλέον να γαληνέψει ή έστω να διασκεδάσει την εσωτερική πείνα για νόημα, που στέκει πεισματικά ακόρεστη.
Η παγκοσμιοποίηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έσπρωξε με σφοδρότητα στην εξάντληση της γκάμας των σπουδαίων και λαμπρών ρόλων, που ο ναρκισσιστικός εαυτός είχε αναλάβει να υποδυθεί μεταπολεμικά. Το εσωτερικό κενό επιστρέφει τώρα αμείλικτο και απειλητικό. Επιστρέφει η εμπειρία ότι η ταυτότητα έχει καταρρεύσει και «εκεί κάτω δεν είναι κανένας». Ο Οριακός άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος συνήθως σιωπηλός… όταν «μέσα του ουρλιάζει». Και κανείς δεν ξέρει αν το ουρλιαχτό αυτό θα παραμένει για πολύ ακόμη βουβό, στρυμωγμένο στην αναγκαιότητα της με κάθε τρόπο επιβίωσης, ή μια «ωραία μέρα ή νύχτα» θα υπερβεί το Όριο, όπως έχει ήδη συμβεί με το Brexit, την εκλογή Trump ή την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη.
Όσα τείχη και να χτίσει ο Τραμπ, όσους περιορισμούς και να επιβάλλει, όση ρατσιστική μισαλλοδοξία και να ξεράσει, «για να προστατεύσει την αγαπημένη Αμερική» το πρόβλημα είναι εντός των τειχών, είναι εντός του δυτικού Εαυτού και ο ίδιος είναι η πολιτική έκφραση της Οριακής κοινωνικής ψυχοπαθολογίας. Αυτός είναι το «κάτω-μαύρο-εσωστρεφές» όριο και η Χίλαρι το αντίθετο «άνω-λευκό- εξωστρεφές» όριο ενός ασπρόμαυρου Εαυτού, που δεν μπορεί πια να φανταστεί ότι πιθανόν υπάρχουν και άλλες αποχρώσεις. Χρέος μας να τους το θυμίσουμε…