Τυχαίνει αραιά και που να πέφτω πάνω σε γνωστούς που αναπολούν τα μαθητικά τους χρόνια, με εμφανή τη νοσταλγία. Πρόσωπα, σχέσεις, εμπειρίες, έως και η συχνότητα του εσωτερικού κουρδίσματος, όλα αποπνέουν ένα ρομαντισμό. Τους ακούω συνήθως σαστισμένος, ποτέ δε διαταράσσω τον οίστρο τους, ενίοτε γελώ έως και αμήχανα συμμεριζόμενος τον ενθουσιασμό τους, αλλά μονίμως συλλαμβάνω τον εαυτό μου αποσβολωμένο, κουβαλώντας την ίδια δυσάρεστη αίσθηση ∙ τα μάτια ελαφρώς μουδιάζουν – όπως συμβαίνει όταν βυθίζεσαι στις μνήμες – μέχρι που απομένει πίσω από τα βαριά βλέφαρα, η νοητή θολή γραμμή των οριζόντων.
Το ζόρι μου είναι πως η δικιά μου αναπόληση αφήνει περιέργως μία στυφή γεύση στα χείλη, γιατί η σχολική μου βιντεοταινία δεν κρύβει καμία απολύτως ανεμελιά. Όπως μολογεί και ο συνονόματος: «… Να θέλεις, να θέλεις και να μην ξέρεις τι θέλεις, κι οι μεγάλοι να λένε «μη αυτό, μη εκείνο», κι η θάλασσα να ’ναι απέραντη και να μην μπορείς να την πάρεις, και να περνάνε τα βαπόρια μακριά δίχως ν’ αράζουν στο νησί μας αφήνοντας μία τούφα λυπημένο καπνό πέρα στο λιόγερμα σαν τον καπνό της Ιθάκης… και εσύ όλα τα θέλεις να τα πιάσεις με τα δάχτυλά σου κι αυτό το 10 να ’ναι το Άριστα με κόκκινο μελάνι όχι στα δικά σου τετράδια.»
Αντιθέτως, η μνήμη στην εφηβεία μου κοιλοπονάει… Το πρωινό σφίξιμο στο στομάχι, απαράλλαχτο και αξεπέραστο. Η αγωνία να μουδιάζει τα χέρια, πριν το διαγώνισμα. Η παγερή σιωπή. Η φωνή του Λοχία (φιλόλογου Δέσμης) να σού διαπερνά το τύμπανο. Και κανείς, μα κανείς, πρόθυμος, έστω υποψιασμένος, για να μοιραστείς μαζί του, την απόγνωση γι’ αυτή την ανελέητη εφηβική πολιορκία. Δυστυχώς, όπου και να στραφείς, η ίδια μοναξιά, εκείνη η αναπάντητη και βασανιστική απορία: «Τι ρόλο παίζω σε όλη αυτή τη φυλακή; Ποιος, ρε Θεέ θεόκουφε, μού έκοψε αυτό το ατσούμπαλο γραμμάτιο; Ποιος θα με νιώσει; Πότε θα τελειώσει, επιτέλους, αυτό το μαρτύριο;»
Κι ύστερα, ο χρόνος διασχίζει, θαρρείς, μονοκοντυλιά, τα επόμενα πέντε χρόνια των Πανεπιστημιακών σπουδών, εωσότου βρίσκομαι εγώ πια αντιμέτωπος με τα ίδια εφηβικά βλέμματα. Καθηγητής φιλόλογος να μοιράζομαι για τα επόμενα 20 χρόνια, την οικεία για μένα απελπιστική σχολική πραγματικότητα, με πρωταγωνιστές όμως τους μαθητές μου… Τα πρώτα βουβά ερωτικά σκιρτήματα, το άγχος του μαυροπίνακα, και εσύ να ψιθυρίζεις, σχεδόν κρυφά από τον αυστηρό πατέρα Θεολόγο, τους αιρετικούς και ανάρμοστους στίχους των ‘Pink Floyd’: «Δάσκαλε, δεν χρειαζόμαστε άλλη εκπαίδευση. Δεν χρειαζόμαστε άλλο έλεγχο στη σκέψη. Τέρμα πια ο μαύρος σαρκασμός στην τάξη. Δάσκαλοι, αφήστε μας ήσυχους. Δε θέλουμε να είμαστε πια ένα τούβλο στον τοίχο…»
Από το πέρασμά από τον πυρετό των Πανελληνίων, συνέβησαν πολλά, αλλά εγώ συχνά ανακαλώ μία αληθινή ιστορία που, πιστέψτε με, κυριολεκτικά πάγωσε την ανάσα μου, όταν συνέβη ενώπιόν μου. Οι μαθητές μου τότε έδιναν στις 20 Μαΐου, Πανελλήνιες εξετάσεις στο πλέον απρόβλεπτο μάθημα της Έκθεσης Έκφρασης, επιτομή της πνευματικής αφυδάτωσης, κατ’ εμέ. Την παραμονή, δηλαδή στις 19 Μαΐου – ημέρα αφιερωμένη στη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού – είχα δημοσιεύσει στον ημερήσιο τύπο, ένα κείμενο που κατέγραφε μία προσωπική ανάμνηση, την οποία προσφάτως αξιώθηκα να καταθέσω και στο Νόστιμον Ήμαρ.
Αφού, θυμάμαι, ολοκλήρωσα τις τελευταίες επισημάνσεις για το κρίσιμο διαγώνισμα της επόμενης, επέλεξα να διαβάσω στους μαθητές, το κείμενο μου. Ενδόμυχα πίστευα ή τουλάχιστον ήλπιζα πως θα ένιωθαν σαν έφηβοι τη νοσταλγία του ποιητή. Και όντως, οι έφηβοι ανταποκρίθηκαν στην προσδοκία μου, προφανώς επειδή διαισθάνθηκαν πως ποιήματα όπως «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου» αγγίζουν ένα παιδικό παράπονο, παρόμοιο με το δικό τους. Και αυτό, γιατί ο Σεφέρης μιλά πρωτίστως για τον οριστικά χαμένο Παράδεισο της παιδικής αθωότητας, για «μία χώρα ανύπαρκτη», μακριά από τα όρια και τους νόμους των ανθρώπων, όπως θα έλεγαν και οι παραμυθάδες.
Όλα έδειχναν πως το μάθημα θα πήγαινε πρίμα, μέχρι να συμβεί η αναπάντεχη ανατροπή.
Στην τελευταία ώρα, είχα σκοπίμως αφήσει μία αριστούχο μαθήτρια, η οποία εκτιμούσα πως χρειαζόταν κυρίως ψυχολογική υποστήριξη. Να υπογραμμίσω, δε, ότι στην τελευταία μας επανάληψη εξαντλήσαμε ακόμη και τα πλέον εξωφρενικά σενάρια, ώστε η κοπέλα να διασφαλιστεί – κατά το δυνατό – απέναντι στο πιο απρόβλεπτο και απαιτητικό θέμα.
Στον επίλογο δεν μού είχε απομείνει τίποτε να εξηγήσω. Σήκωσα τα χέρια σαν όμηρος της εξεταστικής τρομοκρατίας, αφού δεν άντεχα ξανά και ξανά ν’ ανακυκλώνω ύλη που ήξερα πως είχε αφομοιωθεί πλήρως από τη μαθήτρια. Παρόλα αυτά, λίγο προτού ολοκληρώσω τις επισημάνσεις, έστρεψα το βλέμμα προς τη μεριά της και πρόσεξα πως η μαθήτριά σχεδόν έτρεμε, προφανώς εξαιτίας του άγχους που την είχε κατακυριεύσει. Σκέφτηκα, λοιπόν, να την αποφορτίσω, εκτονώνοντας το άγχος με την ανάγνωση του άρθρου που είχα δημοσιεύσει το πρωί. Όταν, όμως, της πρότεινα την ιδέα, η απάντησή με αποστόμωσε:
«Όχι, κύριε, δεν με ενδιαφέρει καθόλου να διαβάσουμε το άρθρο σας, είτε μιλά για τους Πόντιους είτε αφορά το Σεφέρη ή οποιοδήποτε άλλο κουλτουριάρη. Αύριο κρίνεται το μέλλον μου, και δε μού περισσεύει χρόνος για πολυτέλειες και αμπελοφιλοσοφίες. Να κάνουμε και άλλες επαναληπτικές ασκήσεις, κύριε, να εντοπίσουμε θέματα SOS, να μην αφήσουμε τον χρόνο να περάσει ερήμην.»
Αν και σοκαρίστηκα, το παραδέχομαι, προσπάθησα εντούτοις ν’ αντιδράσω νηφάλια, ώστε να την καθησυχάσω, αλλά μάταια, γιατί αντιμετώπισα τελικά το σπαρακτικό της λυγμό: «Αυτό το μάθημα το σιχαίνομαι και πάντα το σιχαινόμουν. Τουλάχιστον, στα υπόλοιπα μαθήματα κατεύθυνσης έχω αποστηθίσει καμιά χιλιάδα ασκήσεις, ενώ στην έκθεση τί ν’ αποστηθίσω και τί να προβλέψω;» Και, μετά από αυτό το ξέσπασμα, η μαθήτρια πλάνταξε στο κλάμα…
Εδώ, ενδεχομένως, κάποιος να μού προσάψει πως υιοθετώ μελοδραματικές και ανυπόστατες εικασίες, αντί ν’ αναζητώ τις αιτίες της μαθητικής ασφυξίας. Γι’ αυτό και εγώ επικαλούμαι ένα διόλου αμελητέο παράδειγμα μεθοδευμένης σχολικής λογοκρισίας, και μάλιστα στο εγχειρίδιο της Έκθεσης Έκφρασης, του μαθήματος δηλαδή που, υποτίθεται, ενθαρρύνει τον ελεύθερο και απροκατάληπτο στοχασμό. Και εξηγούμαι σχετικά με τον φαινομενικά «άδολο» μπαλτά.
Έχω σκοπίμως φυλάξει το αντίτυπο του εγχειριδίου που εκδόθηκε εν έτει 2001. Στο συγκεκριμένο τεύχος υπάρχουν 331 σελίδες, αλλά στην επανέκδοση του ίδιου βιβλίου, από την επόμενη κιόλας χρονιά, υπάρχουν 329 σελίδες!!! Άρα, ακόμη και ένας αφελής θα συμπέρανε πως εξαφανίστηκαν, τυχαία ή εκ προθέσεως, 2 σελίδες. Σ’ αυτό το σημείο να τονίσω, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι οι υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου έχουν παραμείνει άθικτες, ακέραιες και απαράλλαχτες, μέχρι και το παραμικρό «και». Ως εδώ, όλα ανώδυνα, όλα σοφά.
Μέχρι που η δαιμονική περιέργειά με ώθησε να καταπιαστώ με την ενότητα που αφορά στο φαινόμενο του «Μεσσιανισμού», εξιχνιάζοντας έτσι το μυστήριο των δύο χαμένων σελίδων. (Παρενθετικά, με τον όρο «Μεσσιανισμό», το βιβλίο αναφέρεται στη νοσηρή ιδεολογία που, αφενός υπόσχεται την ψευδεπίγραφη λύτρωση σε όσους ενστερνιστούν τις κατεστημένες αλήθειες, αφετέρου προϋποθέτει, όπως καταδεικνύει η ιστορία, ένα βαρύ τίμημα: την απόλυτη προσήλωση των πιστών στον επίδοξο Μεσσία, επιλογή που επιφέρει κατ’ ανάγκη, τη χειραγώγηση και τη μαζοποίησή τους.)
Κοντολογίς, οι δύο «ανορθόδοξες» σελίδες που αφαιρέθηκαν από το βιβλίο της Γ’ λυκείου ήταν ένα ομολογουμένως τολμηρό παράθεμα από το βιβλίο του Ρ. Λίβινγκστον, με τίτλο «Το Ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας». Όταν δηλαδή ο φιλέλληνας διανοητής, εντοπίζοντας τις διαφορές ανάμεσα στο Αρχαίο Ελληνικό πνεύμα και τον Ιουδαϊσμό, υποστηρίζει:
«…Πόσο διαφορετικός σε όλα αυτά από τις θεότητες του Ελληνισμού είναι ο Ιεχωβά! (ο θεός των Ιουδαίων) Πόσο διαφορετική θέση κατέχει στη ζωή του λαού του! Είναι ζηλότυπος και αυθαίρετος θεός: δεσπόζει τους πιστούς του και τους κάνει νάνους. Ο Ιεχωβά υπάρχει πριν από την ύπαρξη του λαού Του, (οι πιστοί εννοείται) τον γνωρίζουν μόνο από την αποκάλυψη που έκανε του Εαυτού του, και βρίσκονται μέσα στη χούφτα του χεριού Του. Ο Έλληνας λέγει για τον Απόλλωνα και το Δία: υπάρχουν ∙ ο Ιεχωβά λέγει στο λαό Του: ΥΠΑΡΧΩ…»
Αν τώρα δεν αρκεί η συγκεκριμένη συμπτωματική δήθεν λογοκρισία, επικαλούμαι ένα πρόσθετο παράδειγμα, αποδεικνύοντας πως τα μέλη της συντακτικής επιτροπής δεν δίστασαν να δράσουν απέναντι στο λόγο του Ο. Ελύτης, ευνουχίζοντας, αυτή τη φορά, ανάρμοστα ένα κείμενο από τα «Ανοιχτά χαρτιά». Απεναντίας, από όλες τις λέξεις του βιβλίου, επέλεξαν να εξαφανίσουν κατά τρόπο μαγικό, μόνον 5 λέξεις. Ολωσδιόλου όμως συμπτωματικές λέξεις.
Πιο συγκεκριμένα, στο ίδιο εγχειρίδιο η συντακτική επιτροπή επιλέγει εν αρχή εύστοχα το δοκίμιο με τίτλο «Πρώτα η ποίηση». Στο κείμενό του ο νομπελίστας ανατρέχει στα πρώτα του σκιρτήματα, σκιαγραφώντας γλαφυρά τους νέους που τόσο λάτρεψε: «Δεν πειράζει ∙ μήτε τ’ απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα – εννοείται τα νεανικά – μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που, για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε να ’ ναι παρά μία συνειδητή, αδιάλλακτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Και αυτό έχει σημασία. Όταν έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πάνω απ’ όλα ελεύθερος…». Μέχρι εδώ όλα καλά, όλα ανθηρά.
Μόνο που στο εν λόγω κείμενο, οι σοφοί επέλεξαν να αποσιωπήσουν όχι τυχαία τη χαρακτηριστική ανατρεπτική πρόταση του επιλόγου. Εν προκειμένω, η συντακτική ομάδα κατέφυγε στα αποσιωπητικά (…), αποσιωπώντας εσκεμμένα την αιρετική σκέψη του ποιητή, γιατί ο στοχαστής του Αρχιπελάγους γράφει:
«Πίστευα πως ήταν μεγάλη ανάγκη, αργά ή γρήγορα, να φανερωθεί κάποιος άλλος που ν’ απελευθερώσει τη γλώσσα μας από το σύμπλεγμα της κατωτερότητα ξυπνώντας και βάζοντας σε ενέργεια όλες τις κρυφές της δυνατότητες, όλους εκείνους τους χυμούς, που είναι ικανοί με τη ζωηρή τους κυκλοφορία να θερμάνουν ακόμη και την πιο θεωρητική έκφραση, και να την απαλλάξουν από τη μυρουδιά του γραφείου, την κιτρινίλα της περγαμηνής, ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΚΟΜΠΑΛΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑΣ.».
Επομένως, πίσω από τα τρία αποσιωπητικά, αγαπητοί μου φίλοι, οι σοφοί παιδαγωγοί προσπέρασαν τις 5 τελευταίες μιαρές λέξεις του ποιητή: «το φοβερό κομπάλιασμα της δυσκοιλιότητας.» Γι’ αυτό τολμώ να υποστηρίξω ότι, κάπου εδώ κρύβεται, έως ένα βαθμό, η όλη ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος: «το ελληνικό σχολείο, όπως σύμπασα η κοινωνία μας, εξακολουθεί και παραμένει «δυσκοίλιο», δηλαδή ανίκανο να ανταποκριθεί φυσιολογικά σε κάθε βήμα που συμβαδίζει με τις σύγχρονες κοσμογονικές ανατροπές, σε κάθε βήμα που προάγει τον ελεύθερο και γόνιμο στοχασμό»!
Ας μην το παραβλέπουμε, κάποτε οι λέξεις κλείνουν το μάτι ειρωνικά, προκαλώντας μας να συμμετέχουμε σ’ ένα φανταστικό ταξίδι υπέρβασης. Το πρόβλημα συνήθως προκύπτει όχι από τις λέξεις, αλλά από το κατά πόσο εμείς οι ίδιοι παραμένουμε δυσκοίλιοι, κατά το βάθος και το εύρος της νοημοσύνης μας.
Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ