Αυτονόητη η συμπάθειά μας στους ανθρώπους που σκοτώθηκαν στο μακελειό στις Βρυξέλλες, πόσο μάλλον όταν θα μπορούσε να είναι κάποιος από εμάς. Ας μην βιαστούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε όρους της ψυχοπαθολογίας για τους δράστες του μακελειού. Νομίζω πως ακόμη και εδώ η βία παραμένει μέσον που αποσκοπεί κάπου. Σε κάθε περίπτωση έχει αίτια. Τουλάχιστον στην επιτέλεσή της αυτή διαθέτει έναν συμβολισμό και με αυτή την έννοια παραμένει πάντα μέσον που μόνο ιστορικά μπορεί να εξηγηθεί. Οι δράστες δεν είναι «τρελοί» ή «ψυχικά διαταραγμένοι» όπως θα σπεύσουν να τους χαρακτηρίσουν ΜΜΕ, «ειδικοί» και οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης χωρίς να λεν κουβέντα για τους πολέμους που διεξάγουν στη Συρία, στην Υεμένη, στο Μαλί, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία κ.α., αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπων. Σίγουρα, το μακελειό στις Βρυξέλλες, όπως και το αντίστοιχο τον Νοέμβρη στο Παρίσι θα «νομιμοποιήσει» τις νέες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Δεν αποκλείεται επίσης κάποιοι (μυστικές υπηρεσίες κ.ά.) να επιδιώκουν να σπρώξουν τα πράγματα προς τα εκεί. Από αυτή την οπτική τέτοιες ενέργειες είναι αδιέξοδες, ανορθολογικές και «προβοκατόρικες».
Ωστόσο, αν αλλάξει κανείς οπτική, αν δει κανείς τα πράγματα από την οπτική των «καταφρονημένων αυτής της γης» οι ενέργειες αυτές μπορεί είναι για τους λαούς που βίωσαν τα πάνδεινα από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες και μια πράξη «αποκατάστασης δικαιοσύνης». Στη ιστορική μνήμη των λαών της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, στο συλλογικό «ασύνειδο» των λαών που σήμερα βιώνουν εκ νέου την εξαθλίωση, τη βία, τον ξεριζωμό και τον σκοτωμό έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα ο εξευτελισμός και ο τετραχισμός του Τουπάκ Αμαρού (ηγέτη των εξεγερμένων ινδιάνων της του Περού, 1781), η σφαγή του Μι Λάι στο Βιετνάμ (1968), η σφαγή του Σετίφ από τους Γάλλους στην Αλγερία (1945), η σφαγή ιρακινών στη Βαγδάτη από πραιτοριανούς της Blackwater (αμερικανικής εταιρείας ασφάλειας) (2007) και τόσα άλλα. Είναι οι θηριωδίες του βασιλιά Λεοπόλδου και των Βέλγων αποικιοκρατών στο Κογκό (οι μαζικοί ακρωτηριασμοί και η κατοικιδιοποίηση ενός ολόκληρου λαού), ο βασανισμός και η δολοφονία του λαϊκού ηγέτη Πατρίς Λουμπούμπα (1961) που βαραίνουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Πως είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς, εν προκειμένω η ευρωπαϊκή αστική τάξη, ότι αυτές οι πρακτικές θα μπορούν να συνεχίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ως να μην συμβαίνει τίποτε, ως να μην υπάρχουν επιπτώσεις;
Και μπορεί η παλαιστινιακή Ιντιφάντα, λόγου χάρι, να είναι σε θέση, να εκλογικεύει τη χρήση βίας, -και εξαιτίας του μακρόχρονου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα- ώστε αυτή να μην εμφανίζεται ανεξέλεγκτη (ως αυτοσκοπός), δεν έχουν όμως όλοι οι λαοί το πολιτικό κεφάλαιο και την αντίστοιχη οργανωσιακή κουλτούρα για να το κάνουν, πόσο μάλλον όταν εδώ δεν έχουμε να κάνουμε καν με εθνοτικές ομάδες που δεσμεύονται, όπως και το έθνος στο νεωτερικό αφήγημα, αλλά με θρησκευτικές σέχτες. Σέχτες που χρηματοδοτήθηκαν και εξοπλίστηκαν όμως από τους αμερικανούς και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές και τους τοποτηρητές τους (Σαουδική Αραβία, Κατάρ κ.ά.) και μετατράπηκαν σε μάχιμο στρατό, όπως έγινε με την Αλ Καϊντα κ.ά. για να διαλύσουν, για προφανείς λόγους (ενεργειακοί αγωγοί κ.π.), τα εθνικά κράτη της περιοχής. Εξάλλου δεν επιλέγουν αυτές τις συνθήκες δράσης τους. Είναι η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός που τους έσπρωξαν εκ νέου, πίσω, στην προνεωτερικότητα και στο μεσαίωνα. Ποιος ξέρει όμως; Ενδεχομένως από τις σέχτες του ISIS να διαγράφεται ένας άλλος δρόμος εθνογένεσης και μετάβασης στη νεωτερικότητα, αφού η ευρωπαϊκή εκδοχή (εκσυγχρονισμός, μπααθισμός, κοσμικό κράτος κ.λπ.), μετά την εισβολή στο Ιράκ, την Αραβική Άνοιξη και τον «χειμώνα» των αραβικών λαών που ακολούθησε, την επέμβαση στη Συρία και την Υεμένη κ.ά., φαίνεται να έκλεισε. Εδώ πλέον η σύλληψη της πραγματικότητας δεν γίνεται με νεωτερικούς (καπιταλιστικούς), ας πούμε ταξικούς όρους για να διαχωριστούν οι «εχθροί» σε καπιταλιστές και εργάτες, αλλά με προνεωτερικούς (θρησκευτικούς- κοινοτικούς) όρους (πιστοί και άπιστοι), παρόλο που μέρος των δραστών έχουν ταξικό πρόσημο, καθώς προέρχονται από την Underclass των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Ωστόσο οι θρησκευτικές σέχτες του ISIS χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούσαν πάντα οι ευρωπαίοι σταυροφόροι, κονκισταντόρες και αποικιοκράτες. Εδώ τα μέσα είναι αρχαϊκά και μεσαιωνικά, όπως όμως ήταν οι σφαγές που παραπάνω αναφέραμε και είναι, -αν εξαιρέσει κανείς την μεγαλύτερη «αποτελεσματικότητα» νεωτερικών τρόπων εξόντωσης-, οι βόμβες ναπάλμ που έπεφταν σαν βροχή στο Βιετνάμ μετατρέποντας τη χώρα σε «κρανίου τόπο», -ειρήσθω εν παρόδω αυτές πρωτοδοκιμάστηκαν στο Γράμμο κατά των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού (1948)- αλλά και οι βόμβες διασποράς που έριχναν οι Αμερικανοί στη Βαγδάτη (2003) και ρίχνουν σήμερα οι Σαουδάραβες στην Υεμένη.
Σε κάθε περίπτωση η ασφάλεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών δεν θα εμπεδωθεί αν αυξηθεί η καταστολή και ο έλεγχος και περισταλούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες των πολιτών. Αλλά μόνο αν σταματήσουν οι νεοαποικιοκρατικές πρακτικές και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Με αυτή την έννοια η ασφάλειά μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τη δική μας δράση, από την δράση των ευρωπαϊκών λαών κατά της ιμπεριαλιστικής βίας και του πολέμου.
* Ο Θανάσης Αλεξίου είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου