Μπορεί, πλέον, «κανένας στίχος σήμερα» να μην «ανατρέπει καθεστώτα», όπως έγραφε ο Τίτος.
Μπορεί, όντως, «η ποίηση να είναι μία πόρτα ανοιχτή, που δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος», όπως αγωνιούσε ο Γιώργης.
Μπορεί, στ’ αλήθεια, κανείς και ποτέ να μην απάντησε στην αγωνία του Οδυσσέα: «τι δίνω, τι μού δίνουν και περισσεύει το άδικο».
Μπορεί, στην τελική, να μην έτρεφε ψευδαισθήσεις ο Κωνσταντίνος, όταν μολογούσε: «το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι» – παρ’ όλα αυτά, ο καθένας μας εξακολουθεί να προστρέχει στα «αναλγητικά» της ποίησης, ακόμη κι αν γνωρίζει πως δεν είναι κάτι παραπάνω από στιγμιαία παυσίπονα, «νάρκης του άλγους δοκιμές»! Απόπειρες, δηλαδή, να ναρκώσουμε, ν’ ανακουφίσουμε τον πόνο, στη φαντασία και το λόγο, πλην όμως, προσπάθειες που ποτέ τους δεν σταμάτησαν να περιφρουρούν τα σύνορα της ανθρωπιάς μας. Τα τόσο απροστάτευτα και συνάμα τόσο λεηλατημένα.
Και, ίσως, κάπου εδώ να βρίσκεται για την εποχή μας, το κλειδί ή καλύτερα «Τα αντικλείδια», για να επικαλεστώ το μνημειώδες ποίημα του Γ.Παυλόπουλου. Γιατί μπορεί οι ποιητές – αυτές « οι απίστευτες αντένες που υψώνονται σα δάκτυλα στα χάη» – να είναι πλασμένοι με τα ίδια χωμάτινα, ανθρώπινα υλικά, σαν και του λόγου μας. Μπορεί να πονούν, να γδέρνονται, όπως και εμείς, αλλά ταυτόχρονα έχουν, πάνω απ’ όλα, τη βούληση και την επιμονή ν’ ατενίζουν τα ύψη, εκεί «που στην κορυφή τους το άπειρο αντηχάει». Και μόνον έτσι – γεφυρώνοντας , δηλαδή, το χάσμα ανάμεσα στα γήινα και τα αιθέρια – είναι σε θέση ν’ αφουγκράζονται καλύτερα και τα μύχια της ψυχής, μιλώντας για όσα συνθέτουν την κοινή μας μοίρα. Γνωρίζοντας, πρώτοι αυτοί, πως «στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι», κατέχοντας συνάμα πως ετούτος ο αγώνας είναι, από τη φύση του, ατελής ή ανολοκλήρωτος. Γιατί, δυστυχώς, πρώτοι αυτοί έχουν συνειδητοποιήσει πως «η ποίησις είναι το καταφύγιό που φθονούμε», αφού Ζωή και γλώσσα παραμένουν αμφίσημες, χαοτικές και, εν τέλει, ανυπέρβλητες.
Μπροστά, όμως, στις συμπληγάδες των καιρών, όλοι μας, λιγότερο ή περισσότερο, χρειαζόμαστε τούτο το ύστατο καταφύγιο, όλο και πιο απεγνωσμένα. Γιατί, βαθιά μέσα μας, μία αρχέγονη φωνή μαρτυρεί πως αυτό ακριβώς το καταφύγιο είναι, ίσως, η τελευταία μας παρηγοριά, αφού θρέφει επίμονα την ανάμνηση του Κήπου της αγάπης που ξεχάσαμε.
Δεν έχω άλλα να καταθέσω για τη μέρα και τα έργα των ποιητών. Από ανάγκη, περισσότερο δικιά μου, επιστρέφω στα λόγια ενός ποιητή που ταλανίστηκε, μετεωριζόμενος σαν υπηρέτης δύο αντίθετων αφεντάδων ∙ της ποίησης και της κατεστημένης πολιτικής. Απέναντι, λοιπόν, σε όλους τους δυσοίωνους οιωνούς που απλώνουν την ομίχλη τους, πάνω στο σάβανο της ανθρωπότητας, δεν έχω παρά να επικαλεστώ κάποια σπαράγματα από το λόγο που εκφώνησε ο Γιώργος Σεφέρη ενώπιον της Σουηδικής ακαδημίας:
« Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα» (1) λέει ο Ηράκλειτος· «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (2).
Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτή τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ‘βρει καταφύγιο· απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης.
Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.»
1,2: «Ούτε ο Ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί το μέτρο. Διαφορετικά, οι Ερινύες θα βρουν σαν βοηθό τους την οργή της Δίκης» (Ηράκλειτος).
Γιάννης Δημογιάννης, αποκλειστικά για το Νόστιμον ήμαρ