Του Χάρη Καλαμπόκη
Η τροποποίηση του Άρθρου 187 «περί εγκληματικής οργάνωσης» του Ποινικού Κώδικα που φέρνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης, προτείνοντας την εισαγωγή πέντε νέων παραγράφων, άνοιξε μία συζήτηση σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης και το κατά πόσο η κυβέρνηση προσπαθεί να βάλει φρένο σε αυτήν μέσω αυτού του νομοσχεδίου. Συγκεκριμένα η τροποποίηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης αφορά οποιον/α «δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί η διεγείρει» στην τέλεση των αδικημάτων που περιγράφονται στο συγκεκριμένο άρθρο, και επιφέρει φυλάκιση από 6 μήνες μέχρι 5 χρόνια.
Πράγματι, όπως πολλοί έχουν αναφέρει, η γενικότητα με την οποία διατυπώνεται η τροποποίηση του άρθρου, αφήνει περιθώρια για την ποινική δίωξη οποιουδήποτε εκφράζεται θετικά -πως άραγε τεκμηριώνεται τι εστί “θετικά;”- απέναντι στην σύσταση “τρομοκρατικής οργάνωσης” ή απέναντι σε πράξεις που χρεώνονται σε τρομοκρατικές οργανώσεις. Για να το πούμε πιο απλά, αφήνεται ανοιχτή η δυνατότητα να διωχθεί ποινικά κάποιος που θα γράψει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, πως καλώς έγινε η επίθεση στον Λουκά Παπαδήμο.
Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, όμως δεν είναι μόνο η ιστορία που διδάσκει πως κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις οι κυβερνήσεις περιορίζουν τις ελευθερίες των πολιτών στο όνομα της ασφάλειας. Είναι και η σημερινή πραγματικότητα της Ευρώπης και της Αμερικής, που τα τρομοκρατικά χτυπήματα των οποίων η ευθύνη αποδίδεται στο ISIS, έχουν δώσει πάτημα στις κυβερνήσεις να επικαλεστούν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, να περιορίσουν τα δικαιώματα των πολιτών, και να κινηθούν στα όρια της ποινικοποίησης της ανεξιθρησκείας, στοχοποιώντας κάθε μουσουλμάνο πολίτη. Μάλιστα, είναι κάτι που δεν συμβαίνει μόνο από κυβερνήσεις τύπου Τραμπ όπου η ακροδεξιά φύση τους αναγνωρίζεται και καταδικάζεται (τουλάχιστον στις επίσημες ανακοινώσεις ή μπροστά στις κάμερες) από σχεδόν ολόκληρο τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο αλλά και από κυβερνήσεις που η πλειοψηφία του πολιτικού συστήματος αναγνωρίζει πως κινούνται στα πλαίσια της δημοκρατίας ή τουλάχιστον της εκδοχής του όρου που προωθεί το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Λαμπρά παραδείγματα είναι η Τερέζα Μέι η οποία πρόσφατα στοχοποίησε τον χώρο του διαδικτύου και τους χρήστες του, λέγοντας πως στον χώρο αυτό επιτρέπεται η εξάπλωση της τρομοκρατίας, και για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να ελέγχεται αυστηρότερα, καθώς και η πρώην κυβέρνηση της Γαλλίας υπό τον Ολάντ, ο οποίος πολιτικά τοποθετείται στον χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας, αυτό που για την Ευρωπαική Ένωση θεωρείται αριστερά, και ο οποίος δεν δίστασε μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Μπατακλάν να κατεβάσει στρατό στους δρόμους και να απαγορεύσει την κυκλοφορία.
Το γεγονός πως οι καταστάσεις που περιγράφονται πιο πάνω αποτελούν αντιδράσεις σε τρομοκρατικά χτυπήματα, δεν δύναται να νομιμοποιήσει ούτε τον περιορισμό των ελευθεριών του κάθε πολίτη, ούτε όμως και την στοχοποίηση των ιδεών που θεωρούνται συνδεδεμένες με τους τρομοκράτες. Στην περίπτωση των τρομοκρατικών χτυπημάτων που αποδίδονται στο ISIS, η ιδέα που συνδέεται με τα χτυπήματα είναι η πίστη στο Ισλάμ. Ως εκ τούτου όσοι φέρουν αυτή την ιδέα είναι ύποπτοι, άρα υποψήφιοι για στέρηση ελευθεριών και δικαιωμάτων. Αρκεί να αναφέρεις τη λέξη “Αλλάχ” για να θεωρηθείς ύποπτος για μία σειρά από κράτη της Δύσης, και γιατί όχι ακόμα και να θεωρηθεί απαιτούμενο μέτρο για την ασφάλεια της κοινωνίας η παρακολούθησή σου.
Η πίστη στο Ισλάμ δεν έχει το μονοπώλιο στον χώρο των ιδεών. Στην περίπτωση της Ελλάδας και με την πρόσφατη περίπτωση Παπαδήμου, ο αριθμός των ιδεών που μπορεί να θεωρηθούν συνδεδεμένες με τρομοκρατικές ενέργειες, ειδικά με τη γενικότητα της περιγραφής του νομοσχεδίου, ξεπερνάει τον απαιτούμενο αριθμό λέξεων ώστε μία παράγραφος να μην είναι υπερβολικά κουραστική. Αν αύριο το πρωί αναλάβει την ευθύνη για το χτύπημα στον Παπαδήμο μία ομάδα, η οποία τοποθετεί τον εαυτό της στον χώρο της αναρχίας, το νομοσχέδιο αλλά και η κατάσταση την οποία δημιουργεί η συζήτηση γύρω από αυτό, θα επιτρέπει στο πολιτικό σύστημα να αντιμετωπίζει ως ύποπτο οποιονδήποτε αυτοπροσδιορίζεται ως αναρχικός. Η ρητορική μάλιστα που υιοθετείται υπέρ τέτοιου είδους νόμων, νομιμοποιεί για ένα μέρος της κοινωνίας ακραίους τρόπους διαχείρισης της ασφάλειας εκ μέρους των κυβερνήσεων.
Είναι καίριο να αντιληφθούμε πως δεν έχει να κάνει μόνο με την έκφραση, την οποία είναι αδιαπραγμάτευτο πως θα πρέπει να υπερασπιστούμε, αλλά και με την σκέψη. Όχι μόνο κινδυνεύεις να διωχθείς ποινικά αν εκφραστείς θετικά υπέρ μιας πράξης η οποία θεωρείται πως συνδέεται με τρομοκρατικές οργανώσεις ή τρομοκρατικά χτυπήματα, αλλά μπαίνεις στη μαύρη λίστα ακόμα και αν οι ιδέες σου έχουν την οποιαδήποτε σχέση με τις ιδέες των φερόμενων ως τρομοκρατικών οργανώσεων, ακόμα κι αν εσύ δεν έχεις. Φυσικά, είναι από μόνο του γροθιά στην ελευθερία το να ποινικοποιείται η σκέψη και η έκφραση οποιασδήποτε ιδέας, όμως πρέπει να προσέξουμε και το γεγονός πως η σχέση μεταξύ των ιδεών, όσο υποκειμενική κι αν είναι στην πραγματικότητα, και όσο κι αν οι φορείς τους διαφωνούν σχετικά με την ύπαρξή της, το ζήτημα εδώ είναι τι ορίζει ως “σχέση” μεταξύ των ιδεών αυτός που τοποθετείται ενάντια σε αυτές τις ιδέες. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, μιλάμε για το αστικό κράτος. Και τι είναι αυτό που εμποδίζει το αστικό κράτος να θεωρήσει πως όλοι όσοι τάσσονται εναντίον του έχουν παρόμοια ιδεολογική αρχή, ειδικά αν η θεωρία του αυτή του προσφέρει την ευκαιρία να αυξήσει τον έλεγχό του και να περιορίσει σημαντικά όποιον βρίσκεται απέναντι του;
Ας υποθέσουμε λοιπόν πως έχουμε ένα τρομοκρατικό χτύπημα από μία οργάνωση που στα κείμενά της έχει αναφορές στον κομμουνισμό. Σύμφωνα με τις νέες τροποποιήσεις του νόμου, το να προωθήσεις τα κείμενά της σε δημόσιο χώρο αποτελεί λόγο για την ποινική σου δίωξη. Το να είσαι κομμουνιστής όμως αποτελεί λόγο για να σε κοιτάζουν καχύποπτα. Το να δηλώνεις αριστερός είναι τουλάχιστον ριψοκίνδυνο, και το να καταφέρεσαι ενάντια τους εφοπλιστές είναι σίγουρα “κοινωνικά άκομψο” γιατί αυτά τα λένε οι αριστεροί. Το νέο νομοσχέδιο αποτελεί μία προσπάθεια περεταίρω ελέγχου της κοινωνίας αλλά και ιδεολογικής ηγεμονίας από την πλευρά του κράτους. Είναι ξεκάθαρο πως δεν πρόκειται μόνο για ποινικοποίηση της έκφρασης αλλά και για καταστολή της σκέψης.
Εξίσου ξεκάθαρο είναι το γεγονός πως θα πρέπει να σταθούμε ενάντια. Αν η έκφραση των απόψεων μας αποτελεί για τις κυβερνήσεις προνόμιο που πάνω στην μεγαλοψυχία τους μας παραχώρησαν, για μας είναι ελευθερία την οποία δεν διαπραγματευόμαστε, που με αγώνες κατακτήθηκε, και που τώρα μας καλεί να πέσουμε πάλι σε αγώνες για αυτήν. Δεν έχει σημασία αν συμφωνεί κανείς με τις ιδέες που ποινικοποιούνται. Έχει σημασία να αντιληφθεί πως ποινικοποιούνται επειδή δεν εξυπηρετούν το αστικό κράτος. Και αυτά που δεν εξυπηρετούν το αστικό κράτος είναι πολλά, και ακόμα περισσότερα όσα προσφέρονται να μην το εξυπηρετήσουν στο μέλλον. Αν με τη στάση μας επιτρέψουμε την ποινικοποίηση οποιασδήποτε ιδέας ή ελεύθερης έκφρασης αυτής, τότε θα έχουμε νομιμοποιήσει το κράτος έτσι ώστε να εξοντώνει οποιονδήποτε στέκεται ιδεολογικά απέναντί του. Και ιδεολογικά απέναντι στο κράτος μπορεί να βρεθεί ο οποιοσδήποτε.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ το Σάββατο 10.6.2017