Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Στα άπειρα φεγγάρια του χρόνου, οι όψεις των πραγμάτων διαθλώνται μέσα από πολλαπλά πρίσματα και χρώματα, συχνά αμφίσημα και αλληλοαναιρούμενα. Θαρρείς, τα αντιφατικά πρόσωπα του βίου, η φωτεινή και η σκοτεινή πλευρά των σημαινόντων, εναλλάσσονται και συγκρούονται πάνω σε μία διασταύρωση ανεξερεύνητων ανθρώπινων γαλαξιών.
Στο σημείο, μάλιστα, όπου τέμνονται πρόσωπα, αντιλήψεις και ζωές – στο μεταίχμιο που συγκρούονται αντίθετοι κόσμοι – εκεί ακριβώς συντελείται μία κοσμική «έκρηξη”. Θα λέγαμε, το Bing bang της αέναης καθημερινής σύγκρουσης. Κοντολογίς, η διαλεκτική των πολλαπλών αντιθέσεων, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνουμε στα απλά ή τα σύνθετα. Στα λιποβαρή και τα ουσιώδη.
Ενώ, όμως, ο κόσμος που μας περιβάλλει, μοιάζει εντελώς ξεκούρδιστος, ενώ η ανθρωπότητα τρεκλίζει σε κατάσταση παροξυσμού, εντούτοις, η Ελληνική επικράτεια δείχνει να παραμένει απαθής και περίκλειστη, σχεδόν καθηλωμένη στο μικρόκοσμό της γραφικής της ενδοχώρας ∙ «Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά», για να θυμηθώ τον πικρό σαρκασμό του Οδυσσέα, στο «Μικρό Ναυτίλο».
Μέχρις ότου, στις 27-11-2016, ξημερώνει επιτέλους λυτρωτική, η Μαύρη Παρασκευή, δίνοντας έτσι στους εγχώριους λωτοφάγους, την ευκαιρία να αποδράσουν από τη μιζέρια τους, εκπορθώντας άλλη μία εξαίσια κορυφή, στο πάνθεον της διπολικής διαταραχής! Φτάνει ο πελάτης να μπορεί να στηθεί αχάραγα σε μία ουρά αυτάρεσκων ανθρώπινων υβριδίων, προς δόξα του στοκατζίδικου.
Περιπλανώμενος στον κυκεώνα των χρωμάτων, προσπερνώ τη Βαβυλωνία των χρωμάτων και των ερμηνειών. Προβάλλω στην οθόνη του μυαλού, τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που εκτιμώ βαθιά. Θυμάμαι τη φαινομενικά απλοϊκή, για κάποιον ανυποψίαστο, φωτογραφία, καθώς και τη συνοδευτική αφήγηση του φωτο-δημοσιογράφου Δημ.Μπούρα, όπως ο ίδιος αυτό-συστήνεται.
Στο κείμενο – ανέβηκε πρώτα στους New York Times, με τον εύγλωττο τίτλο “The Real Shades of Red” – ο Μπούρας γράφει:
«Είναι 04:36 κι από την Συρία, απ’ ότι απέµεινε από αυτή, περνάµε την γραµµή των συνόρων στο Ιράκ. Κι ο ήλιος ανατέλλει συνοδευόµενος από τα λόγια του οδηγού µου, Shadi “Όταν πάω να κοιµηθώ το βράδυ, θα ήθελα να ξυπνήσω το πρωί ως ένα διαφορετικό άτοµο. Θέλω να ξυπνήσω και να δω ότι δεν υπάρχει πια Μέση Ανατολή στη ζωή µου…”
Είναι 04:36 και το φως της χαραυγής περιβάλλει την ατµόσφαιρα µε αυτά τα µοναδικά χρώµατα της Μέσης Ανατολής’ µια απαλή τίντα του κίτρινου µπλεγµένη µε το µπλε της πρωινής πάχνης.
Είναι 04:36 κι από την Συρία, απ’ ότι απέµεινε από αυτή, περνάµε την γραµµή των συνόρων στο Ιράκ. Κι ο ήλιος ανατέλλει συνοδευόµενος από τα λόγια του οδηγού µου, Shadi “Όταν πάω να κοιµηθώ το βράδυ, θα ήθελα να ξυπνήσω το πρωί ως ένα διαφορετικό άτοµο. Θέλω να ξυπνήσω και να δω ότι δεν υπάρχει πια Μέση Ανατολή στη ζωή µου. Ότι είµαι σε ένα διαφορετικό µέρος της γης, σε µια διαφορετική χώρα…”
Οδηγώντας στο ερειπωµένο έδαφος, προσπαθώντας να ξεπεράσω το επόµενο “σηµείο του θανάτου”, στο επόµενο ‘Check Point’, επιµένοντας σε ένα φαύλο κύκλο, πιστεύοντας ότι τα πράγµατα µπορεί να πάρουν µια διαφορετική τροπή, αν και οι πιθανότητες είναι εντελώς εναντίον µας, εναντίον σε ολόκληρη την επικράτεια.
Και ξαφνικά οι αποχρώσεις του κόκκινου είναι τώρα το ‘πραγµατικό’ κόκκινο χρώµα – αυτό στον µουσαµά του εγκαταλελειµµένου φορτηγού στην άκρη του δρόµου. Δεν είναι πια οι αποχρώσεις του αίµατος’ το βαθύ – πικρό κόκκινο που το βλέπεις να γλιστράει στα γεµάτα από συντρίµµια πατώµατα, οι σκούρες παχιές κόκκινες αποχρώσεις που αγκαλιάζουν και ντύνουν τα όνειρά σου, τις λύπες σου. Βρίσκοµαι πλέον σε ένα περιβάλλον πραγµατικό, σε µια πραγµατική φύση. Όµως δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια σπάνια απόλαυση, θα πρέπει να οδηγήσουµε γρήγορα, να προσπεράσουµε τους ανθρώπους που πίσω από τα µισόκλειστα παράθυρα των σπιτιών τους κοιτάνε το περίεργο όχηµα, τον εισβολέα του τόπου τους, εµένα.
Σε καµία περίπτωση δεν έχω το δικαίωµα να αφιερώσω χρόνο απολαµβάνοντας µιαν οµορφιά που ξάφνου παρουσιάστηκε µπροστά µου – και για όσο θα µπορέσει να διαρκέσει µέχρι να χαθεί όπως συµβαίνει στον πολύπαθο τόπο. Ένα σπάνιο παράδειγµα κανονικότητας σε µια περιοχή που ζει την απελπισία µιας παλινδρόµησης στην λίθινη εποχή. Μια περιοχή όπου οι άνθρωποι µπορούν να ικανοποιήσουν τις ψυχές τους µόνον µέσα από την δυστυχία των άλλων: Μέση Ανατολή. Κι όλα αυτά µέσα από µια εικόνα – µία ολόκληρη ιστορία – από αυτές που δεν θα δείτε σε κανένα µέσο, κανένας editor δεν θα επέλεγε απλά και µόνον γιατί δεν έχουν το αίµα και τον πόνο που ο αναγνώστης αποζητά – την απόγνωση.
Μια εικόνα τόσο µικρή µα µε τόσες πολλές προεκτάσεις. Ιστορίες που σου δείχνουν και µιλούν για το τι σηµαίνει να χάνεις πάµπολλες φορές την αίσθηση του χρόνου, της πείνας, της δίψας, της ώρας, του χρώµατος αλλά ποτέ αυτή του τόπου – του χώρου. Γιατί δεν σου το επιτρέπει ο τόπος να ξεχαστείς: γιατί βρίσκεσαι σε µια γη “πυραύλων και ελεύθερων σκοπευτών” – πέφτουν τυχαία, χωρίς καµία ‘ακολουθία’ κάθε µέρα, κάθε στιγµή: πύραυλοι και πολεµιστές, τζιχαντιστές. Καταφθάνουν από την Λιβύη, από το Αφγανιστάν, Ουζµπεκιστάν, την Τσετσενία, από τον αποκαλούµενο “Δυτικό Κόσµο” – από τις πιο υποβαθµισµένες περιοχές των µητροπόλεων της Ευρώπης. Μα κανείς δεν γνωρίζει τι πραγµατικά επιδιώκουν, ποιος είναι ο πραγµατικός τους στόχος. Είναι αόρατοι, αυτοί και ο σκοπός τους. Καλυµµένοι από την σκόνη των εκρήξεων µέσα στα λαγούµια, τα ίδια που και εσύ πρέπει να ακολουθήσεις.
‘Φθαρµένος’ και βουτηγµένος στην σκόνη γυρνάω και στρίβω ανάµεσα στα στοιβαγµένα σακιά άµµου προσπαθώντας να ξεφύγω από τους ελεύθερους σκοπευτές. Νιώθεις σαν µια ακόµη καθηµερινή µέρα, αλλά η αναρχία είναι απλωµένη παντού στην ατµόσφαιρα: είναι ένας ξηρός άνεµος, πυκνός από το φως και τον φόβο.
Και το πικρό, βαθύ κόκκινο του αίµατος το βλέπω να γλιστράει στα γεµάτα από συντρίµµια πατώµατα, και έχω µάθει πλέον να αναγνωρίζω τι σηµαίνει το σµήνος από τις µύγες που πετά µανιασµένα πάνω από τα συντρίµµια και µου έχουν ‘διδάξει’ µέχρι και τον αριθµό των πτωµάτων να υπολογίζω µε βάση την ποσότητα των εντόµων. Μου τα έχουν µάθει όλα αυτά έφηβοι – το πολύ στα είκοσι και κάτι χρόνια της ζωής τους, µε µάτια τόσο διάφανα, τόσο άδεια που µπορείς να δεις µέσα από αυτά τα ερείπια που βρίσκονται πίσω τους. Πολεµούν για µέρες, για βδοµάδες και µήνες διεκδικώντας τον ίδιο αναθεµατισµένο δρόµο, διεκδικώντας/απαιτώντας την γειτονιά σαν ένα λάφυρο που χαρίζει ενέργεια για την συνέχεια.
Το ρολόι στον τοίχο είναι κολληµένο στις 09:30 – δεν ρωτάς από πότε – κανείς δεν ενδιαφέρεται, κανένας δεν νοιάζεται για το ποιοι βρίσκονταν εκεί πριν και τι όνειρα είχαν. Ούτε και εσύ νοιάζεσαι για τα δικά σου όνειρα καιρό τώρα, άλλωστε χρωµατισµένα είναι και αυτά από το βαθύ του αίµατος χρώµα, και στον τοίχο αντί για πίνακες και εικόνες µε αναµνήσεις, ένα ΑΚ47 είναι κρεµασµένο. Kalashnikov και Τshirt, κάλτσες µε φιγούρες καρτούν µέσα από τις αρβύλες’ οι νέοι αφέντες του τόπου, παιδιά που µε το ζόρι έχουν απολυτήριο γυµνασίου, που ίσως και να κατάφερναν να έβρισκαν µια δουλειά κακοπληρωµένη – κι όµως τώρα έχουν από ένα Kalashnikov, τώρα έχουν βιώσει την δύναµη – τον οργασµό που παρέχει η δυνατότητα να αποφασίσουν για το εάν θα συνεχίσει την ζωή του αυτός που εισέρχεται στο στόχαστρο του όπλου τους. Δεν θα είναι πλέον ασήµαντοι, δεν θα είναι πλέον αόρατοι όπως ήταν υπό τον Άσαντ. Δεν θα τους προσπερνάνε πλέον µε απέχθεια στις λεωφόρους των δυτικών µεγαλουπόλεων – τώρα αυτοί αποφασίζουν.
Θα καθίσω οκλαδόν εδώ στην σόµπα ανάµεσα τους. Μια τσαγιέρα και ένας υπνόσακος για τον καθένα και φαντάζει σαν µια παρέα νέων στο interail να διασχίζει την κεντρική Ευρώπη. Μιλώντας µαζί τους, προσπαθώντας να καταλάβω είναι µια άσκοπη προσπάθεια -άλυτη άσκηση, δεν µπορώ να εξάγω οποιαδήποτε λέξη, καµία συγκίνηση. Ακόµη και αν δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από Πραιτοριανοί φρουροί µιας “αυτοκρατορίας του θανάτου”, τώρα είναι έτοιµοι να σου προσφέρουν ένα τσάι και τσιγάρο (πολύτιµο αγαθό) καλωσορίζοντας σε µε το V το σήµα της νίκης, όπως µπροστά από το Κολοσσαίο περιµένοντας να βγουν µια αναµνηστική φωτογραφία. Αλλά αντ’αυτού βρίσκοµαι µπροστά σε αυτό που κάποτε ήταν ένα σχολείο, ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής και λαβωµένους µιναρέδες.
Πίσω στο Ιράκ, λίγα χιλιόµετρα από την συνοριακή γραµµή: στο κόκκινο του µουσαµά του εγκαταλελειµµένου φορτηγού στην άκρη του δρόµου, στον µιναρέ που από πίσω του υψώνεται και στην φωνή του µουεζίνη που διαταράσσει τη σιωπή. Αλλά ακόµη και ο µουεζίνης, τώρα, δεν καλεί για προσευχή: ο ίδιος καλεί για αιµοδότες για τους τραυµατίες της τελευταίας πτώσης πυραύλων, που έπεσε πριν από µία ώρα. Και µόνο µια βροχή από φωτιά που ξερνά ένα Kalashnikov, ξαφνικά, µε ταρακουνάει – εκεί έξω οι πυροβολισµοί ξεκινάνε και πάλι. Είναι το µόνο σηµάδι της ζωής – εκεί έξω, κάποιος πεθαίνει. Εκεί έξω, κάποιος δεν έχει πεθάνει, ακόµα.
Και το κόκκινο είναι το πραγµατικό κόκκινο, αλλά όπως και όλοι οι άλλοι εδώ γύρω δεν µπορώ να το απολαύσω – δεν έχω το προνόµιο του χρόνου γι ‘αυτό.
“Απλά γράψε ότι ντρέποµαι” – Θα το κάνω Shadi, θα το κάνω.»
*Ευχαριστώ τον Δημήτρη Μπούρα για την αφορμή”.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 3.12.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.