Του Χρήστου Διαμάντη
Ακόμη και τότε έχανα. Σχέσεις, τα κλειδιά μου και τις προθεσμίες. Σ΄αυτά χανόμουνα και χωνόμουνα έπειτα στη χρονομηχανή μου κι άρχιζε η ζωηρή αντιπαλότητα με τα απολεσθέντα. σελ.69: “Αν χαθώ θα με ψάξεις; Θα στείλεις σκυλιά ξαμολημένα με το φανελάκι μου στο στόμα;”. Θές ν΄ακούσεις αλήθειες; Ήτανε νύχτες που περνούσες δίπλα μου ή απέναντί μου όταν σε σκότωνα. Αναλωνόμουν για να μη σκέφτομαι. Σε σκότωνα συνεχώς εκείνες τις μέρες, κάνοντας σεξ μεθυσμένος κι όταν κοιμόντουσαν εγώ άνοιγα την τσάντα μου και τράβαγα από μέσα του το εσώρουχό σου (το είχα μαζί μου, ναι) . Και πήγαινα στο μπάνιο. Στεκόμουν μπροστά στον καθρέπτη και με κοίταζα. Κι έπειτα έβαζα το εσώρουχό σου στο πρόσωπό μου και σε μύριζα, Τίποτε δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μυρωδιά σου. Έπειτα, σαν το άφιλτρο τσιγάρο μου, όπου στο τέλος, λίγο πριν πεθάνει, σβήνει σιγά – σιγά η φωτιά του, κι η μυρωδιά, η όραση κι ύστερα ξαφνικά κι εγώ.
-Μωρό μου πάμε Άμστερνταμ; -Δεν έχω αεροπλάνο – Θες ν΄ακούσεις αλήθειες; Βάλε all star και πάμε, η πραγματικότητα κρύβεται πάντα σε ένα μικρό στενό, είναι η ίδια μικρή, δεν τα χωράει όλα. Μπαίνω για το όσο… μαζί. Κι ύστερα ψάξε εσύ ένα τρόπο για να αντέξουμε σήμερα. Μάλλον έκανα ρεκόρ μιλίων τον τελευταίο καιρό. Και τώρα, όπου πάω, μυρίζει διαφορετικά και νιώθω σαν αποσμητικό τόπων. Επιπλέον κοιτάζω τα μέιλ μου, απλήρωτες δουλειές, κάτι μπούρδες από κακοπληρωτές, αλλά και κάποια πληρωμένα ταξίδια, μισές δουλειές δεν κάνουμε. Για να καταναλώσω τη διαφορά μου, σήμερα λέω να μην καταγγείλω την απλήρωτη εργασία, ούτε την κουλτούρα της αλληλεγγύης, το: δε μπορώ μόνος μου ελάτε να το κάνουμε μαζί, για τη ματαιοδοξία. Μόνο κάτι καταραμένοι ποιητές έχουν γράψει για την αύρα μου. Δέχομαι, όπως όλοι, μας αιτήματα φιλίας από φίλους φίλων ή και κάνουμε αντίστροφα. Όμως πρώτα ρίχνουμε μια ματιά, έτσι δεν είναι; Είναι το σύνηθες. Είχα κάμποσα κι άνοιξα να τα δω. Στο πρώτο, κιόλας, που κλίκαρα, εμφανίστηκε η σελίδα, που στο εξώφυλλο είχε τη γαλανόλευκη.
Είδα το περιεχόμενο και αηδίασα . Φασίστες, είστε βαθύτατα κομπλεξικοί και ακατέργαστα ενοχικοί και γίνεστε ακόμη πιο σιχαμεροί με τα ανορθόγραφα βρισίδια σας και τα ψηφιακά εικονοστάσια σας. Υπάρχει μια διαδεδομένη λογική που λέει πως όποια φιλοσοφία ζωής έχει ο καθένας, όποια αυταπόδεικτη αλήθεια κι αν πιστεύει, από τη στιγμή που γίνεται οπαδός και προσπαθεί να την επιβάλλει σε άλλους διά της βίας, αυτό συνεπάγεται πρόβλημα. Εφόσον κανείς δεν τον όρισε δικαστή και ανθρωποφύλακα και αφού, ούτως ή άλλως, η μεμονωμένη πράξη του δεν έχει καμία αντικειμενική και επιστημονικά τεκμηριωμένη βάση, αλλά ούτε και φέρνει κανένα αποτέλεσμα. “Γίνομαι δικαστής και ντύνομαι μπάτσος και χτυπάω τους κακούς για το καλό του έθνους”, όπου μπορούν να είναι μουσουλμάνοι μετανάστες, ένα τυχαίο γκέι ζευγάρι ή ένας νεαρός με ατημέλητο λουκ και παπούτσια all star.
Τι καλή! Η χριστιανική, στρέιτ (γαμώ την) κοινωνία μας. Επίσης. Ναι, μαλακία που τα ζωάκια τα εκτρέφουμε μαζικά και τα μαγειρεύουμε κι άδικο που η φύση μας έκανε παμφάγους. Μη φας κρέας, αφού δεν θέλεις, κι άσε μας εμάς που θέλουμε να τρώμε, χωρίς να σπας ένα “άσχετο” κρεοπωλείο επειδή είναι στα Εξάρχεια και βολεύει και δεν υπάρχει κίνδυνος να έρθουν με τίποτα οι μπάτσοι. Το μεγαλύτερο ατόπημα είναι το να συγκρίνεις το κρεοπωλείο με οποιαδήποτε πολυεθνική ή μεγάλη φάρμα. Το σπάσιμο ενός χασάπικου δεν είναι πράξη διαμαρτυρίας, είναι ρατσιστική πράξη. Όπως έχει αποδείξει η ιστορία, ο θρασύδειλος τραμπούκος μπορεί κάλλιστα να είναι φασίστας, αντιεξουσιαστής, αριστερός ή δεξιός. Θάνατος στη λογική του καριόλη του φασίστα που κρύβουμε μέσα μας και στη λογική του καριόλη που κοπανάει πρόσφυγες με ένα ρόπαλο για να ξεκαυλώσει. Το ίδιο και στη λογική του φασίστα που μπορεί να είναι βίγκαν, να είναι γκέι, λευκός ή , οπαδός. Από τη στιγμή που η “δράση” που επιλέγει να κάνει έχει αυτό το χαρακτήρα, δεν είναι ούτε αντάρτης, ούτε ακτιβιστής, ούτε τίποτα. Κομπλεξικός και φασίστας είναι. Ένας τραμπούκος που επικοινωνεί με βρισιές και βία, επειδή κάπου πρέπει να εκτονώσει το οπαδικό μίσος, που τον πνίγει μέσα του. O λόγος για να βγαίνεις στο δρόμο, να μάχεσαι, να πλακώνεσαι, είναι η ελευθερία. Όχι οι προσφορές, οι ευκαιρίες και οι μαύρες Παρασκευές- πιο μαύρες κι από τους σκατόψυχους που καίνε σκηνές σε κέντρα κράτησης, πιο μαύρες κι από τους υπόλοιπους σκατόψυχους που επιχαίρουν ή δικαιολογούν…
Αυτοί είναι άνθρωποι. Οι άλλοι αδειάστε μας την γωνιά. Ξεσπάθωσε και η ορίτζιναλ Αριστερά εναντίον της μαϊμού κεντροαριστεράς, που δεν πήρε την άδεια, για να πηγαίνει εκδρομές στη Μακρόνησο. Χρειάζεται, βλέπεις, να έχει κανείς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να πατήσει τη Μακρόνησο, με υπογραφή από το Γ.Γ του ΚΚΕ ή από τη ΛΑΕ, ή την Πλεύση, ή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα διάφορα ΜΛ κλπ, που ουδέποτε πούλησαν τις ιδέες της ορίτζιναλ Αριστεράς. Ίσως επειδή δεν τους το ζήτησε ποτέ κανένας. Γι’ αυτό κι εσείς, επίδοξοι μπάτσοι της αριστεροσύνης, χαλαρώστε. Κάποτε ήταν πιο χαλαρά και για να επισκεφθείς τη Μακρόνησο αρκούσε η υπόνοια ότι δεν είσαι όσο εθνικόφρων πρέπει. Γενικά χαλαρώστε. Ίσως έχω μεγαλώσει. Τις νύχτες διαβάζω ιστορίες για δυτικά αποστακτήρια και διηγήματα αλκοολικών συγγραφέων. Τα απογεύματα φωτογραφίζω και τα όνειρά μου κάνουν την Αθήνα να μοιάζει με άγριο ολάνθιστο κήπο.
Όταν ξυπνάω, αισθάνομαι γρανάζι, που έδωσε κίνηση στο σύστημα για να ζήσει. Κι ύστερα συναντιέμαι. Και είναι όλοι οι τύποι που ακούν (μόνο στα φανερά) Χατζιδάκι οπωσδήποτε. Κι εγώ έχω ύφος “πόσο σας γουστάρω”, ενώ σκέφτομαι Γιάννη Αγγελάκα ” ο χαμένος τα παίρνει όλα” και μια ατάκα του Νίκου Νικολαΐδη, που είχε πει τότε, στις αρχές του 1987. Μόλις είχε τελειώσει τα γυρίσματα της πρωινής περιπόλου. Την παραθέτω κι αυτή εδώ: “Δεν πέρασες από κει κάτω και έχεις δίκιο να αμφιβάλλεις. Αλλά μια και δεν υπήρχε τότε κανείς (στα δεκαπέντε μας, μιλάω) για να μας δείξει κάποιο δρόμο ουσιαστικότερης παρέμβασης, πάντα ενάντια στο ίδιο αντικείμενο, εμείς κατακλύζαμε την Αθήνα με γιαούρτια, τρώγαμε ξύλο στην Ασφάλεια και στα λεωφορεία, γιατί φορούσαμε μπλουτζίν και περιφέραμε την γκετοποίησή μας επιδεικτικά. Εκτός αν εννοείς αντίδραση κάτι οργανωμένες χαζοπορείες στην Αμερικάνικη Πρεσβεία. Όχι, δεν υπήρξαμε τόσο αφελείς”.