Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Στις 14 Φεβρουαρίου 1972, Νίξον και Κίσινγκερ συναντήθηκαν για να συζητήσουν την επικείμενη επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στο Πεκίνο. Αρχιτέκτονας της προσέγγισης με την Κίνα του Μάο –προσέγγιση που είχε στόχο την αποδυνάμωση του κύριου εχθρού, της Σοβιετικής Ενωσης– ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας είπε στο αφεντικό του: «Οι Κινέζοι είναι εξίσου επικίνδυνοι με τους Ρώσους. Σε βάθος χρόνου, μάλιστα, είναι πιο επικίνδυνοι. Σε 20 χρόνια από σήμερα, ο διάδοχός σου, αν είναι εξίσου σοφός με σένα, θα προσεγγίσει τους Ρώσους εναντίον των Κινέζων».
Η αναρρίχηση του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο θέτει το ερώτημα αν η προφητεία Κίσινγκερ βγει αληθινή με καθυστέρηση 25 ετών. Αλλωστε, ο Μέτερνιχ της αμερικανικής διπλωματίας, ενεργός παρά τα 93 χρονάκια του, θεωρείται «γκουρού» του άπειρου νέου προέδρου σε θέματα διεθνούς πολιτικής. Τον επισκέφθηκε κατ’ επανάληψιν στον πύργο του, στο Μανχάταν, μετά την εκλογή του και βρέθηκε στα τέλη Δεκεμβρίου στο Κρεμλίνο, για να βολιδοσκοπήσει τον Πούτιν γύρω από το «ντιλ» που είχε εισηγηθεί στον Τραμπ: να αποσύρει η Ρωσία την υποστήριξή της στους αντάρτες της ανατολικής Ουκρανίας, με αντάλλαγμα η Αμερική να δεχθεί το τετελεσμένο της Κριμαίας και να άρει τις κυρώσεις. Ο απώτερος στόχος είναι ο ίδιος με εκείνον που ενέπνευσε το ιστορικό άνοιγμα του 1972: Να αποτραπεί η δημιουργία μιας στρατηγικής συμμαχίας Μόσχας – Πεκίνου εναντίον της Ουάσιγκτον.
Οχι ότι ο ρεαλιστής Κίσινγκερ προσβλήθηκε από αντικινεζικές εμμονές – αντίθετα, στο Πεκίνο θεωρείται παλιός φίλος της Κίνας και συναντήθηκε πρόσφατα με τον πρόεδρο Σι. Γεγονός παραμένει ότι οι πρώτες κινήσεις του Τραμπ προϊδεάζουν για μια συγκρουσιακή σχέση.
Αμέσως μετά την εκλογή του, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την πρόεδρο της Ταϊβάν και αμφισβήτησε την πολιτική της «Μιας Κίνας» που ακολουθούσαν όλοι οι προκάτοχοί του από τη δεκαετία του ’70. Στη συνέχεια, ο Ρεξ Τίλερσον, που προορίζεται για υπ. Εξωτερικών, δήλωσε ότι η κυβέρνησή του εννοεί να εμποδίσει την πρόσβαση της Κίνας στα τεχνητά νησιά που έχει φτιάξει στη Νότια Σινική Θάλασσα. Κινεζικά μέσα ενημέρωσης ερμήνευσαν τις δηλώσεις ως προαναγγελία ναυτικού αποκλεισμού, ίσως και θερμού επεισοδίου. Ας σημειωθεί ότι ο Τίλερσον, μέχρι χθες αφεντικό της ExxonMobil, είχε οικοδομήσει άριστες σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά όχι και με την Κίνα. Αντίθετα, η εκμετάλλευση του κοιτάσματος φυσικού αερίου Blue Whale σε αμφισβητούμενα νερά από την εταιρεία του, με την άδεια του Βιετνάμ, είχε προκαλέσει οξείες αντιδράσεις του Πεκίνου. Δυσαρέσκεια στο Πεκίνο προκάλεσε και ο διορισμός του Πίτερ Ναβάρο ως επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Εμπορίου, το οποίο ασχολείται με τη χάραξη της διεθνούς οικονομικής πολιτικής. Συγγραφέας πολύκροτων βιβλίων με εύγλωττους τίτλους όπως «Οι επερχόμενοι πόλεμοι με την Κίνα» και «Θάνατος από την Κίνα», ο Ναβάρο ασφαλώς έπαιξε ρόλο στις απειλές του Τραμπ ότι θα επιβάλει εξοντωτικούς δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές αν η Κίνα δεν σταματήσει να επιδοτεί τα προϊόντα της και δεν ανατιμήσει το νόμισμά της.
Aν βάλουμε στην άκρη τη ρητορική του, ο Τραμπ δεν πρωτοτυπεί και τόσο πολύ. Στην πρώτη προεκλογική του εκστρατεία, το 2008, ο Ομπάμα κατηγορούσε κατ’ επανάληψη την Κίνα για αθέμιτο ανταγωνισμό και καταστροφή αμερικανικών θέσεων εργασίας. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της αμερικανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής από τη Μέση Ανατολή στη ζώνη Ασίας – Ειρηνικού, με σαφή αν και ανομολόγητο στόχο τον έλεγχο της Κίνας, υπήρξε έργο της προεδρίας του. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο Τραμπ δεν έχει υπερβεί, μέχρι στιγμής, τις «κόκκινες γραμμές». Προεκλογικά, δεσμεύθηκε ότι θα κηρύξει την Κίνα «χώρα που χειραγωγεί το νόμισμά της», κάτι που θα αποτελούσε πρελούδιο εμπορικού πολέμου. Δεν το έπραξε και δεν είναι καθόλου εύκολο να το πράξει. Οχι μόνο γιατί η Κίνα ελέγχει μεγάλο μέρος του αμερικανικού χρέους, αλλά και γιατί κορυφαίες αμερικανικές πολυεθνικές, όπως οι Apple, Microsoft και Boeing, βασίζουν μεγάλο μέρος της κερδοφορίας τους στις στενές σχέσεις τους με την Κίνα. Ας αφήσουμε που η χαριστική βολή του Τραμπ στην κλινικά νεκρή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου του Ειρηνικού (ΤΡΡ) προσφέρει στην Κίνα τη δυνατότητα να ενισχύσει το οικονομικό και πολιτικό βάρος της στη νότια και ανατολική Ασία. Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον των σινοαμερικανικών σχέσεων αντιπροσωπεύει ίσως τον πλέον δυσεπίλυτο γρίφο μέσα στο ευρύτερο αίνιγμα της εξωτερικής πολιτικής Τραμπ.
Τέλος, ο Αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε την Παρασκευή διάταγμα με το οποίο θα καταστεί εφικτό να διεξάγονται αυστηρότεροι έλεγχοι προκειμένου στη χώρα να μη φτάνουν «ισλαμιστές τρομοκράτες», τονίζοντας ταυτόχρονα ότι θα δοθεί προτεραιότητα στους Σύρους Χριστιανούς για τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα.