του Γιαννη Δημογιάννη
Η ψύχωση είναι φρέσκια και ομολογώ πως αδυνατώ να την κατανοήσω, όποια κριτήρια κι αν επικαλεστώ. Πόσο δε μάλλον, αν αναλογιστώ πως έχει προκύψει (και μάλιστα σφοδρή) εν μέσω κρίσης. Η χώρα, με άλλα λόγια, να καίγεται, να παραλύει σε τόσα μεγέθη (οικονομία, λειτουργία του κράτους, κοινωνία, αξίες, κτλ) και – εντελώς αταίριαστα με την ψυχοσύνθεση, την παιδεία και κυρίως την αισθητική του μέσου Νεοέλληνα – να οργανώνονται και κατ’ ανάγκη να διαφημίζονται, πολυδάπανες υπερπαραγωγές κλασσικού μπαλέτου, που φαντάζουν σαν τη μύγα μες το γάλα. Που πρακτικά σημαίνει πως φαντάζει κομματάκι οξύμωρο, έως και αταίριαστο (τολμώ να πω) ένας Νεοέλληνας, που σε φυσιολογικές συνθήκες, θα “μεράκλωνε” με καψουροτράγουδα, άντε πρόσθεσε και τη χορευτική του παιδεία σε ζεϊμπέκικα, είτε ακόμη συνηθέστερα σε παραδοσιακά δημοτικά άσματα, τώρα να καμώνεται ως όψιμος, δήθεν, ειδήμων του κλασσικού μπαλέτου. Ενός τόσο ιδιαίτερου και απαιτητικού στην αφομοίωσή του είδους.
Αταίριαστο, το λιγότερο, για να μην πω ενδεικτικό μίας κυρίαρχης νοοτροπίας κακογουστιάς, ή για να το θέσω απλούστερα, μίας νοοτροπίας κιτς, στην επιεικέστερη εκδοχή της. Γιατί αναρωτιέμαι, ευλόγως προφανώς: πόσοι πια είναι στη γραφική μας ενδοχώρα, αυτοί οι λάτρες – άσε στην άκρη τους ειδικούς ή τους ειδήμονες – που είναι εξοικειωμένοι με το εκλεπτυσμένο είδος του κλασσικού μπαλέτου; Πόσοι είναι μυημένοι, πόσοι έχουν στείλει τα παιδιά τους σε ανάλογες σχολές, πόσοι έχουν τις αισθητικές “υποδοχές” ή και την ευαισθησία, ώστε να παρακολουθήσουν και στην ακόμη καλύτερη περίπτωση, να εκστασιαστούν ανυπόκριτα με παρόμοιες παραγωγές, αλλά πρώτα και κύρια με τους χαρισματικούς πρωταγωνιστές τους, που κυριολεκτικά έχουν λιώσει τα γόνατά τους, στη μακρά και επίπονη μαθητεία τους σ’ ένα τόσο απαιτητικό καλλιτεχνικό είδος; Με δεδομένο πάντα, πως στη γραφική μας επαρχία (πασίγνωστη για τις συνήθειες της) δε διακρινόμαστε και τόσο για παρόμοιες εκλεπτυσμένες, και αναμφίβολα απαιτητικές συνήθειες, ιδίως στην ψυχαγωγία…
Οπότε, τι απομένει σ’ όλους αυτούς τους θεατές, που προσέρχονται σημαιοστολισμένοι με πανάκριβες τουαλέτες, προκειμένου να φωτογραφιστούν και έπειτα να αυτοπροβληθούν στα προσφιλή τους δίκτυα δικτύωσης, για τις συνήθειες και τα σπάνια γούστα τους; Σόλοικα πράγματα – όπως θα έλεγε και ο μακαρίτης ο πατέρας μου – αταίριαστα δηλαδή και ανακόλουθα με τη συνήθη συμπεριφορά, είτε τα γούστα της κοινής γνώμης. Ειδάλλως μίας μάζας, που άκριτα και συχνά μιμητικά υιοθετεί μία συνήθεια ή ενίοτε κι έναν τρόπο ζωής, που δεν ταιριάζει με την καθημερινή εικόνα ενός (μη εκλεπτυσμένου) Νεοέλληνα. Επομένως, λοιπόν, τι απομένει σ’ όλα τούτα τα καινά ήθη και έθιμα, παρά μία μιμητική τάση νεοπλουτισμού, εν είδει πειραματισμού σε πειράματα τύπου Pavlov;
Πολίτες δίχως παιδεία και αισθητική… Δίχως καν τα απαιτητικά εφόδια και τη στοιχειώδη διάκριση, ώστε να διαλέξουν στην ψυχαγωγία τους, εκείνες τις μορφές δημιουργικής έκφρασης, που συνάδουν με τη δικιά τος ψυχοσύνθεση. Άνθρωποι – σε τελική ανάλυση – οι οποίοι στην καθημερινότητά τους δεν κομίζουν την ευγένεια και την καλαισθησία, που αντιπροσωπεύει το εν λόγω είδος. Για να μη μιλήσω βεβαίως για κάτι τύπους, που δε διστάζουν τη μέρα να χλευάσουν – συχνά με προσβλητικούς, έως και ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς – όσα αγόρια επιδίδονται σε παρόμοιες μορφές έκφρασης, ενώ την ίδια κιόλας νύχτα να προσέλθουν ενώπιον της αυλαίας, αρκεί και μόνο να δικαιώσουν το ναρκισσιστικό τους μικροαστισμό.
Αν πάραυτα, θα έπρεπε κι εγώ να διαλέξω μία χορογραφία που να μην είναι τόσο αφύσικη, τόσο προσποιητή, ίσως και άκομψα επιτηδευμένη, αυτή θα ήταν ενδεικτικά η χορογραφία που παραθέτω παρακάτω, σε μουσική επένδυση με μουσική Ennio Morricone, στο γνωστό θέμα του, “Le vent, le cri”. Έτσι, βρε παιδί μου, για να “μερακλώσουμε”, αλλά τουλάχιστον μ’ έναν όχι τόσο αταίριαστο, για να μη πω προκλητικό τρόπο.