του Μιχάλη Καλούπη
Στην περιοχή Μπέρεν νοτιοδυτικά της Ιρλανδίας, βρίσκει κανείς τους βράχους του Μοχέρ, υψωμένοι σαν επιβλητικοί καστρότοιχοι, ριζωμένοι στις παρυφές του Ατλαντικού ωκεανού όπου φυλάνε τους κατοίκους της ενδοχώρας από τα πνεύματα της θάλασσας και τους δυνατούς ανέμους που κουβαλάνε την ξένη αγριάδα της απέναντι ηπείρου.
Η πρόσοψή τους είναι ντυμένη με πυκνές λειχήνες στα χρώματα της χώρας και λειασμένη σε απαλές ομοιόμορφες καμπύλες που μνημονεύουν μικρές νίκες των αγέρηδων οι οποίοι παλεύουν άδοξα να τους γκρεμίσουν εδώ και αιώνες.
Ο θρύλος θέλει να υπάρχει ένα σημείο στην περιοχή όπου η θάλασσα από κάτω απλώνεται πιο αραιή από το σύνηθες σε έναν σχηματισμό δίνης, μια άπατη μαύρη τρύπα θα λεγε κανείς, κι αυτός που θα πηδήξει από τους βράχους δε θα καταφέρει ποτέ να φτάσει στο νερό, μόνο θα πέφτει για ώρες ωσότου τσακιστεί στο κέντρο της γης και ποιος ξέρει ως που αλλού, ίσως ως τον Κάτω Κόσμο ή την Παράδεισο.
Πάνε χρόνια από τότε που ένας νέος ταξιδιώτης έτυχε να βρίσκεται τυχαία πάνω από το σημείο αυτό.
Καθισμένος ανακούρκουδα, άφηνε το βλέμμα του να χαϊδεύει τα σκούρα νερά ως την άκρη του ορίζοντα κι όταν εκείνος τερμάτιζε , το σκοινομάζευε πίσω απότομα ώς τα πόδια των βράχων και το ξαναμολούσε πάλι όπως ο ψαράς πετά την πετονιά του· σιγόκαιγε ένα τσιγάρο κι έστελνε τη ματιά του να δροσιστεί στα νερά, ν’αλαφρώσει από τις έγνοιες, από τους φόβους, από τις σκοτούρες της αφόρητης ζωής που του φόρτωνε το μυαλό του. Κι ύστερα έκλεινε τα μάτια και βουτούσε να ξεπλυθεί ο ίδιος, αιωρούνταν πάνω απ’τη θάλασσα, γλιστρούσε παράλληλα της επιφάνειας κι έψαχνε να βρει το τέλος, εκεί που μπλέκεται ο ορίζοντας με τον ωκεανό, εκεί που δένει η ραφή τους, να τη σκίσει και να περάσει ανάμεσα, στο άπειρο.
Ενόσω τραμπάλιζε στα γόνατά του, μια ιδέα τρομακτική του τράνταξε το μυαλό, κι ίσως να ήταν η δύναμη της τρύπας που τον καλούσε να κάνει μία πράξη απερίσκεπτη· «πήδα», του είπε, «να πηδήξω», σκέφτηκε αμέσως εκείνος.
Πίεσε τότε τις φτέρνες των ποδιών του και παλάμιασε τους μηρούς του, τα γόνατά του έτριξαν μα τον έφεραν πιστά σε όρθια στάση -ισορρόπησε· τότε όμως γρήγορα και ασυναίσθητα, αντανακλαστικά σχεδόν σε μια προσπάθεια του σώματός του να τον αποτρέψει από κάτι ανόητο που θα τον έθετε σε κίνδυνο, ξαναλύγισε τα γόνατα για να επιστρέψει στην ασφάλεια του εδάφους. Τριγύρω του ο άνεμος χόρευε τα χορτάρια και ο ήλιος σκαρφάλωνε αργά μα σίγουρα προς το ζενίθ τ’ουρανού. Οι θαλασσοκόρακες κι οι γλάροι πεινούσαν και με απότομες βουτιές αντιμάχουνταν ποιος θα πρωτοπρολάβει την καλή πρωινή ψαριά.
Η ώρα ήταν εννιά παρά· στην κοντινή πολιτεία ο φούρναρης ξεγεννούσε τα τελευταία καρβέλια του και ο μπαρμπέρης γείτονάς του ξεσκόνιζε την καρέκλα του.
Όλα τακτοποιημένα στη ζωή και ήρεμα, καμία προειδοποίηση, κανένας οιωνός που θα προϊδέαζε κάποιον για το τί θα ακολουθήσει εκείνη τη μέρα, όταν τότε ο νέος πάτησε γερά στο χώμα και πήδηξε στον ωκεανό.
Όσο τα πόδια ξεκολλούσαν από τη γη και έδιναν την τελική ώθηση για την απογείωση θα διέκρινε κανείς μία λεπτή, αόρατη σχεδόν γραμμή, πάνω στην οποία ακροβατεί το σώμα, μία αφηρημένη και διάφανη κατάσταση ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Τη στιγμή που η ώθηση γίνεται αρκετή για να μην υπάρχει πια γυρισμός στο έδαφος, η γραμμή αυτή εξαφανίζεται, το σώμα γκρεμοτσακίζεται και όλα σύντομα θα τελειώσουν.
Το ύψος ανάμεσα στον μελλοντικό νεκρό και το νερό δεν ήταν φαινομενικά μεγάλο ή άπειρο· ένας καλός δρομέας θα μπορούσε να διανύσει την απόσταση σε μία νοητή ευθεία σε κάτι λιγότερο από δεκαπέντε δευτερόλεπτα, όμως εκείνος έπεφτε σε μία συνεχώς επιταχυνόμενη κίνηση της τάξεως των 9,8m/s2 οδηγούμενη από την βαρυτική έλξη η οποία τον επιτάχυνε σταθερά και αλύπητα προς την γυάλινη ωκεανική επιφάνεια.
Η κραυγή του έσκιζε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τον αέρα κι έσβηνε πίσω του πριν προλάβει να την ακούσει ο ίδιος και το σώμα του σε μία πλήρη παράλυση πλησίαζε να φιλήσει το νερό ώσπου η δίνη τον ρούφηξε αθόρυβα και προσπέρασε με απορία το σημείο που θα έπρεπε φυσιολογικά να συγκρουστεί με την τεράστια ατλαντική πισίνα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που σκίζει ένα αεροπλάνο τα μπαμπακένια σύννεφα, συνεχίζοντας να πέφτει δίχως την παραμικρή αλλαγή, πέραν της συνεχώς αυξανόμενης ταχύτητας που ανέπτυσσε.
Η επιφάνεια του νερού δεν ήταν το τέλος, όμως κάθε φυσικός νόμος εξακολουθούσε να είναι έτοιμος να διαλύσει το κορμί του στην κατακλυσμιαία σύγκρουση που θα ακολουθούσε την απότομη και βίαια παύση της πτώσης του και ευχήθηκε ο Νεύτωνας να μην είχε ανακαλύψει ποτέ τους νόμους της αδράνειας και της βαρύτητας, μα γρήγορα γέλασε μακάβρια αφού συνειδητοποίησε πως δε θα άλλαζε κάτι στο μάταιο τέλος της διαδρομής του, είτε είχε ονομαστεί είτε όχι το φαινόμενο από τον επιστήμονα.
Κι όσο έπεφτε, θα πίστευε κανείς πως το ουρλιαχτό θα δυνάμωνε, μα στην πραγματικότητα εκείνο έσβηνε παράλληλα με τον φόβο.
Η πτώση προς τη συντριβή εξακολουθούσε να υφίσταται, ήταν όμως πια απλά διαδικαστική.
Κι όσο η εκείνη συνεχιζόνταν ο νέος παρέμενε ζωντανός, μα ταυτοχρόνως δε θα ήταν παράλογο να θεωρείται ήδη νεκρός, αφού όλα ήταν δρομολογημένα ανεπιστρεπτί.
Η πτώση πάντα κάπου σταματά.
Ένας σωστός ζωντανός νεκρός.
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε και αποδέχθηκε τον θάνατό του, ενόσω ήταν ακόμη ζωντανός.
Και όχι, δεν τον κυρίευσε πανικός παρά μονάχα για ένα δευτερόλεπτο.
Έπειτα ο νέος σκέφτηκε γελώντας τον Νεύτωνα και τους νόμους της αδράνειας μα δε φοβόταν πια, ακριβώς επειδή ο φόβος βασίζεται στο απρόσμενο, στο αναπάντεχο, στην τρομακτική πιθανότητα, στο θηριώδες «κι αν;», ενώ εκείνος ήταν πια σίγουρα νεκρός και το ήξερε.
Και το είχε αποδεχθεί. Κανένας λόγος για να φοβάται το δεδομένο.
Τότε, θυμήθηκε με τα μάτια κλειστά την πρώτη φορά που έκανε έρωτα· ζωγράφισε πεντακάθαρα το πρόσωπο της κοπέλας και έτριψε το δικό του πάνω στο δικό της· έπειτα το πρόσωπό της μετασχηματίστηκε σε όλες τις γυναίκες που δώθηκε και τις φίλησε όλες τρυφερά, για μια τελευταία φορά. Μετά σκέφτηκε τους γονείς του και τις παιδικές του διακοπές, πεθύμησε τη γιαγιά να ταΐζει με ξύλα το τζάκι όσο ο παππούς ξεφύλλιζε την εφημερίδα κουρνιασμένος στην πολυθρόνα πλάι της, αναπόλησε με χαρά όλα τα σκυλιά που πέρασαν από τη ζωή του και όλες τις βόλτες τους, όλους τους φίλους και τα ταξίδια, όσα πήρε κι όσα έδωσε, όσα πρόλαβε κι όσα δεν πρόλαβε, χωρίς καμία ενοχή και κανένα άγχος.
Έζησε ξανά πράγματα που είχε αφήσει να ξεχαστούν, αφού όσο διαρκεί η πτώση δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει, παρά μόνο να στοχαστεί και να θυμηθεί όσα είχε σβήσει.
Μοναχά η πτώση.
Οι πιο συνειδητές και διαυγείς στιγμές της ζωής του αποκαλύφθηκαν τις στιγμές που εκείνη τελείωνε, όταν αποδέχθηκε τη μοίρα του και ελευθερώθηκε από τον φόβο.
Κι έπειτα άνοιξε τα μάτια του.
Τα γόνατά του είχαν μουδιάσει, τα χέρια του είχαν γίνει δυο κρύσταλλα, το αίμα του είχε πάψει να κινείται. Το τσιγάρο στο στόμα του είχε γίνει στάχτη έως τη γόπα. Είχε πέσει αλήθεια, η ψυχή του ήταν που βούτηξε στην τρύπα, έφτασε ως το κέντρο της γης, πέρα από το κενό του διαστήματος, πέρα από το άπειρο, για να ολοκληρώσει τον κύκλο της και να γκρεμοτσακιστεί από το μπαλκόνι του Ιρλανδέζικου ουρανού πίσω στο κορμί του.
Βλεφαροχαιρέτησε γνέφοντας προς τον ωκεανό, σηκώθηκε, άναψε ένα τσιγάρο ακόμα και γύρισε να φύγει σκυφτός και ήρεμος, αφήνοντας πίσω του την θάλασσα ήρεμη και ξασπρισμένη από τον ήλιο που όλο και ανέβαινε.
Ήδη από τα πρώτα βήματα έβλεπε καθαρά: πάτος του βυθού ο θάνατος και η φαινομενικά ατελείωτη μα στην πραγματικότητα σύντομη πτώση, η ζωή του.
Κι ο νέος έζησε την υπόλοιπη ζωή του όπως βίωσε την αναπόφευκτη πτώση·
χωρίς φόβο και χωρίς ελπίδα.
Νεκρός ήδη, μα γι’αυτό και πιο ζωντανός από ποτέ.