Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν ο κοσμικός χρόνος είναι κάτι το σχετικό, διαπίστωση που σημαίνει πρακτικά πως δεν ρέει με την ίδια ταχύτητα και ομοιόμορφα σε όλα τα σημεία του κολοσσιαίου συμπαντικού οικοπέδου, αλλά αντιθέτως η ροή του εξαρτάται από ορισμένες αντικειμενικές παραμέτρους, όπως είναι η πυκνότητα της υλοενέργειας και ο βαθμός που αυτή καμπυλώνει αλληλοεπιδρώντας με κάποια από τις θεμελιώδεις κοσμικές δυνάμεις, βλέπε βαρύτητα, στο πλαίσιο του συμπαντικού πλαισίου.
- του Μάκη Γεφυρόπουλου
Την ίδια στιγμή όμως γνωρίζουμε ότι ο κοσμικός χρόνος δεν καταμερίζεται σε χρονικές περιόδους και επομένως παρελθόν, παρόν και μέλλον δεν είναι παρά ένα άτμητο κουβάρι, χρονικών στιγμών που «πέρασαν, βιώνονται και θα καταφτάσουν», αλλά ποτέ δε θα σβήσουν πραγματικά, μιας και το αποτύπωμά τους εξακολουθεί να υπάρχει σε κάποιο ορισμένο κοσμικό επίπεδο.
Όμως, εμείς οι άνθρωποι, οι επιβήτορες και γητευτές του μικροσκοπικού πλανήτη που ονομάζεται Γη, πώς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο; Με ποιους τρόπους είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι μαζί του και γιατί εναποθέτουμε την ίδια τη ζωή μας στους προκαθορισμένους ρυθμούς της περιστροφής των δεικτών ενός συνηθισμένου ρολογιού;
Η κατάτμηση του χρόνου με τρόπο που να εξυπηρετεί την εφήμερη επίγεια περιπλάνηση του ανθρώπου, δεν είναι παρά μία αυθαίρετη και μάλλον αυθάδικη προσπάθεια εκ μέρους του να εναρμονίσει το άπειρο με το θνητό, με τρόπο όμως καθαρά εγωιστικό, μιας και το μικροσκοπικό κομμάτι ποτέ δε θα μπορέσει να αφομοιώσει το μεγαλύτερο, συγκρατώντας έτσι το όλον.
Το αντίθετο φυσικά και συμβαίνει. Είναι το «αιώνιο» που εμπεριέχει το ελάχιστο, είναι οι ουρανοί που φιλοξενούν στην αγκάλη τους, τη θνητότητα. Υπό αυτή την έννοια και η σχετικότητα του θείου Αλβέρτου αποτελεί απλά μία ανθρωποκεντρική επινόηση που συμπληρώνει τις λογικές των Νεύτωνα και Λομπατσέφσκι, στο συλλογικό «απονενοημένο» εγχείρημα της ανθρώπινης εμπειρίας να ερμηνεύσει το αχανές περιβάλλον της.
Το ρολόι χειρός, όπως κι αυτό των κινητών τηλεφώνων αποτελούν μερικές λιλιπούτιες υπενθυμίσεις της ασημαντότητάς μας, ασημαντότητας που κινείται με αργούς, αλλά σταθερούς ρυθμούς προς την αναπόφευκτη κατάληξή της. Εξάλλου ο ανθρώπινος πολιτισμός από τα σπάργανα της εμφάνισης του στην επιφάνεια του πλανήτη, μέχρι και τη μελλοντική του εξέλιξη δεν έχει και δε θα διαρκέσει περισσότερο από το δεύτερο ενός κοσμικού δευτερολέπτου.
Ο χρόνος για εμάς είναι συνήθως μία οδυνηρή εμπειρία, ένας ατέρμονος συνειδητός εφιάλτης που σηματοδοτεί την αρχή του τέλους μας και είναι η συγκεκριμένη επίγνωση που κινητοποιεί όλες τις πτυχές της ύπαρξής μας σε μία ύστατη προσπάθεια να αποφύγουμε το μοιραίο.
Ο νους μας είναι το καταφύγιο εκείνο στο οποίο καταφεύγουμε κάθε φορά που τρομοκρατούμαστε και μόνο στην ιδέα ότι το ποτάμι του χρόνου θα συνεχίσει να κυλάει στον άγνωστο προορισμό του, ακόμη κι αν εμείς δε θα βρισκόμαστε κοντά του για να το παρακολουθήσουμε να ρέει.
Αναλωνόμαστε σε ανούσιες πρακτικές και συχνά εξαπατούμε τους ίδιους τους εαυτούς μας επιχειρώντας να ανακαλύψουμε την κατάλληλη ποσότητα παρηγοριάς που θα νοηματοδοτήσει τη πεζή ζωή μας.
Δεν είναι λίγες φορές επίσης που επιλέγουμε εκούσια να περιπλανηθούμε στους δαιδαλώδεις ατραπούς της ονειροφαντασίας μας, απεμπολώντας μάλιστα την ελεύθερη βούλησή μας στο όνομα μίας ψευδεπίγραφης μεταθανάτιας διαιώνισης της τραγικότητάς μας.
Παράδεισος και κόλαση, δύο όψεις του ίδιου κραυγαλέου μυθεύματος που πηγάζει από τα μύχια της σπαραξικάρδιας και ευάλωτης ψυχοσύνθεσης μας. Βέβαια είναι φυσικό να είμαστε τρομοκρατημένοι, καθώς είμαστε εφήμερες αναμνήσεις που γεννιούνται και σβήνουν ξανά και ξανά και πάλι από την αρχή αφήνοντας πίσω μας κληρονομιά μερικές ακόμα εφήμερες θύμησες που αδυνατούν να μεταβάλλουν ριζικά το περιβάλλον τους.
Μέχρι ενός σημείου είναι εύλογη η υπεκφυγή στη μεταφυσική και η ηθελημένη κατρακύλα στις εσχατιές του υποσυνείδητου φόβου πάνω στη φούρια να πιαστούμε από το κλαδί της ζωής.
Είναι όμως εντελώς εξωφρενικό όταν η μεταφυσική απόγνωση δεσπόζει και καταλύει κάθε είδους ανθρωπιάς στο βωμό ενός άτεγκτου και χρησιμοθηρικού δόγματος, οποιαδήποτε θρησκευτική απόχρωση και αν έχει αυτό.
Η θρησκοληπτική προσκόλληση είναι ένα φαινόμενο της καθημερινότητας και παίρνει τη μορφή της μέγιστης αβελτηρίας, όπως αυτή εκφράζεται με τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και την ανάδυση του κτηνώδους νεοφασισμού. Η ανοησία είναι πράγματι ανίκητη, όμως όταν υπερβαίνει τη «χαριτωμένη» γραφικότητα, μετατρέπεται αυτομάτως σε μία θανάσιμη απειλή με οδυνηρά αποτελέσματα.
Είναι λυπηρό να καταθέτουμε τις ελευθερίες και τα ιδανικά μας στα αρπακτικά και επιδέξια χέρια των επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ. Είναι κρίμα να θυσιάζουμε το έτσι και αλλιώς βραχυπρόθεσμο, μα αναφαίρετο δικαίωμα που έχουμε όλοι μας, ανεξαιρέτως των όποιων διαφορετικών ταξικών και εθνοτικών καταβολών μας, στο βωμό ενός διεστραμμένου παιχνιδιού εξουσίας που παίζεται εδώ και αιώνες πίσω από τις κουρτίνες, στο θέατρο σκιών των ματαιόδοξων φιλοδοξιών.
Είμαστε προικισμένοι με την ικανότητα να αποκωδικοποιούμε την πραγματικότητα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και την οπτική με την οποία παρατηρούμε τη ζωή. Επιμηκύνουμε τον χρόνο όταν νιώθουμε αγαλλίαση και ευτυχία, ενώ κάθε φορά που είμαστε υποχρεωμένοι να έρθουμε αντιμέτωποι με μία εφιαλτική κατάσταση παρακαλούμε τους θεούς των ρολογιών να σταματήσουν να κινούνται αμείλικτοι ως άλλοι υπαρξιακοί αρχιβασανιστές.
Η κόλαση είναι ένας παρατεταμένος εφιάλτης που λαμβάνει χώρα στην ευαίσθητη περιοχή του μυαλού μας και όντως μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποκρουστικός. Ωστόσο, πολλές φορές επαφίεται στη δύναμη της θέλησής μας για το αν θα καταφέρουμε να υπερβούμε τους σκοπέλους που μπαίνουν ανάμεσα σε εμάς και της ευτυχίας.
Οι επαναστάσεις που σημάδεψαν, και θα συνεχίσουν να το κάνουν, την ιστορία, ξεκίνησαν ως μικρές σπίθες που σαγήνευσαν το νου των ανθρώπων που τις οραματίστηκαν και γιγαντώθηκαν επίσης στην ασίγαστη επιθυμία εκείνων που δε δείλιασαν στιγμή να υλοποιήσουν τη δίψα τους για ζωή, δίνοντάς της το σχήμα του αγώνα.
Η ίδια η ζωή άλλωστε είναι μία σχετική κατάσταση που κινείται διαρκώς ανάμεσα στο γήινο και το υπερβατό. Ανάμεσα στην υποταγή και τη χειραφέτηση. Η αληθινή ελευθερία σε αντίθεση με τον χρόνο δεν τανύζεται κατά το δοκούν, ούτε περιορίζεται σε δυστοπικές κοινωνίες που φυλακίζουν τον έρωτα και καταστρατηγούν το χάδι και την αγκαλιά.
Η ζωή είναι μία έξη που ενώνει τη ζωή με τον θάνατο σε μία διαλεκτική σχέση αμέριστης κατανόησης και βιώνεται στο έπακρο μονάχα από γενναία πνεύματα που έχουν μάθει να αναπνέουν στους ρυθμούς της ουτοπικής ονειροφαντασίας και να δρουν με τον ρεαλισμό της αδάμαστης αποφασιστικότητας.
Η ερωτοαγάπη απελευθερώνει από όλες τις συμβατικές αγκυλώσεις του πεισματάρη Χρόνου. Με την γόνιμη αξιοποίησή της κερδίζουμε την αθανασία του επίγειου παράδεισου απολαμβάνοντας τη μαγεία του παρόντος και δίχως να περιμένουμε τα απατηλά λόγια του αύριο.