Thomas Frank – Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος
Από το 2008, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν ολοένα περισσότερο. Γιατί, όσο κι αν η κυβέρνηση Ομπάμα καυχιέται ότι έχει μειώσει την ανεργία, στην πραγματικότητα ενδιαφέρθηκε λιγότερο για τη μοίρα των φτωχών εργαζόμενων και περισσότερο για τη διευκόλυνση των δραστηριοτήτων των «καινοτόμων» της Σίλικον Βάλεϊ.
Το 2011, στον λόγο του για την Κατάσταση της Ένωσης, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα περιέγραφε με μεγάλη ευγλωττία τα τεράστια προβλήματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι της χώρας, οι Αμερικανοί δίχως πτυχίο, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας για όλη τους τη ζωή, ενώ τώρα καλούνται να επωμιστούν ολόκληρο το κόστος του λογαριασμού της αποβιομηχάνισης: πόλεις που καταρρέουν, κατεστραμμένες ζωές και ισχνοί μισθοί.
Λογικά, σε αυτό το σημείο της ομιλίας του, θα περιμέναμε να μας εξηγήσει αναλυτικά τι σκοπεύει να κάνει για την αντιμετώπιση αυτής της τόσο καταστροφικής κατάστασης. Θα δρομολογήσει άραγε ένα πρόγραμμα επιδοτούμενων θέσεων απασχόλησης ή θα δημιουργήσει μηχανισμούς για την καταπολέμηση του φαινομένου της μεταφοράς της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος; Αντί γι’ αυτό, ο πρόεδρος εξήγησε στους εργαζόμενους ότι δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό γι’ αυτούς: «Λοιπόν, ναι, το μοντέλο έχει αλλάξει. Ο ανταγωνισμός για μια θέση απασχόλησης είναι πλέον γεγονός.» Η τύχη που τους επιφυλάσσεται μπορεί να συνοψιστεί στην εξής λέξη: «πραγματικότητα». Και φυσικά, θα ήταν παράλογο να αρνηθεί να συμμορφωθεί κανείς με την πραγματικότητα.
Βέβαια, στον ίδιο λόγο του, λίγο παρακάτω, ο Ομπάμα έθιξε ένα ζήτημα πολύ πιο ευχάριστο. Από τεχνική άποψη, η ύφεση είχε ξεπεραστεί και, συνεπώς, ο πρόεδρος επιθυμούσε να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο οικονομικό πρόγραμμα το οποίο αναμενόταν να σημαδέψει το τέλος της πρώτης του θητείας στον Λευκό Οίκο: την «καινοτομία». Να, λοιπόν, τι χρειαζόταν ο λαός. Πράγματι, όπως εξήγγειλε, «το πρώτο βήμα που οφείλουμε να κάνουμε για να κατακτήσουμε το μέλλον, είναι να ενθαρρύνουμε την αμερικανική καινοτομία». Δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος μοιρολατρίας ή παραίτησης: ζητούμενο είναι να υπάρξει μαζική επιδότηση των καινοτόμων επιχειρηματιών για να «πολλαπλασιαστούν οι επιτυχίες». Καθώς δε όλοι γνωρίζουν ότι η ικανότητα του καινοτομείν συνδέεται με τις σπουδές, ο πρόεδρος καλούσε τους φοιτητές να φανούν πιο φιλόδοξοι, αλλά και τους νέους γενικότερα να αυξήσουν τις προσπάθειές τους για να γίνουν δεκτοί στο πανεπιστήμιο. Έναν μήνα αργότερα, ο Λευκός Οίκος επανήλθε δριμύτερος με μια ανακοίνωσή του: «Η μελλοντική οικονομική μεγέθυνση της Αμερικής και η διεθνής μας ανταγωνιστικότητα εξαρτώνται από την ικανότητά μας να καινοτομήσουμε. Για να κατακτήσουμε το μέλλον, οφείλουμε να καινοτομήσουμε, να εκπαιδεύσουμε και να παράγουμε καλύτερα απ’ ό,τι ο υπόλοιπος κόσμος» (1).
Δεσμοί του προέδρου που πυροδοτούν μικρότερη πολεμική απ’ όσο εκείνοι με τη Γουόλ Στριτ
Η Σίλικον Βάλεϊ αρχίζει σιγά-σιγά να καταλαμβάνει στο φαντασιακό των Δημοκρατικών τη θέση που κατείχε στο παρελθόν ο χρηματοοικονομικός τομέας. Πράγματι, οι νέες τεχνολογίες είναι ένας «δημιουργικός τομέας» με κέρδη δισεκατομμυρίων δολαρίων, πολλά από τα οποία προορίζονται για να διοχετευθούν σε προεκλογικές εκστρατείες. Η τάση για αναπροσανατολισμό της οικονομίας συνοδεύτηκε και από αλλαγές στο περιβάλλον του προέδρου. Το 2014, ο Ντέιβιντ Πλουφ, αρχιτέκτονας της εντυπωσιακής πρώτης προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα, έθετε το ταλέντο του ως μάγος της πολιτικής στην υπηρεσία της εταιρείας Uber. Την ίδια χρονιά, ο Τζέι Κάρνεϊ, εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, εγκατέλειψε τη θέση του για να εργαστεί στο CNN και, στη συνέχεια, να ακολουθήσει μια λαμπρή καριέρα στην Amazon, ως αντιπρόεδρος με αρμοδιότητα τις σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης και τον χώρο της πολιτικής. Την ίδια ακριβώς περίοδο, ο πρόεδρος Ομπάμα δημιούργησε –με τη βοήθεια εξειδικευμένων τεχνικών και «μισθοφόρων» της Σίλικον Βάλεϊ– μια ομοσπονδιακή υπηρεσία επιφορτισμένη με την βελτιστοποίηση της παρουσίας της κυβέρνησης στο Ίντερνετ. Οι δημοσιογράφοι που ειδικεύονται στις νέες τεχνολογίες παρουσίασαν αμέσως την πρωτοβουλία ως την «κρυφή start–upτου Ομπάμα» (2). Όμως, οι στενές σχέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης με τη Σίλικον Βάλεϊ δεν πυροδότησαν ποτέ μια πολεμική παρόμοια με εκείνη που είχε προκαλέσει στο παρελθόν η συνενοχή με τη Γουόλ Στριτ αλλά και, γενικότερα, ούτε καν μια κριτική στοιχειωδώς άξια λόγου. Σάμπως τα μεγαθήρια των νέων τεχνολογιών να αποτελούσαν εξ ορισμού αφοσιωμένους υπηρέτες της δημοκρατίας, οτιδήποτε κι αν επιχειρήσουν στην πραγματική ζωή. Από όλα αυτά, δημιουργείται η εντύπωση ότι μια αύρα ανέμελης νεανικότητας περιβάλλει συνεχώς τις σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στον Λευκό οίκο και στους κυρίαρχους του Διαδικτύου.
Στο στρατόπεδο των κερδισμένων του σύγχρονου κόσμου
Σήμερα, η αδιανόητη ευημερία της Σίλικον Βάλεϊ εμφανίζεται ως η κορυφαία απόδειξη της αξίας της προοδευτικής φιλελεύθερης τάξης. Η μεταβιομηχανική κοινωνία επέφερε την κοινωνική άνοδο των πιο μορφωμένων, των πιο δημιουργικών, των επιστημόνων και των μηχανικών των Πολυτεχνικών Σχολών και τους χάρισε απολαβές που ξεπερνούν τη φαντασία του μέσου ανθρώπου. Η ετυμηγορία της Ιστορίας εξύψωσε τους τομείς των νέων τεχνολογιών πολύ υψηλότερα από όλους τους υπόλοιπους και, μαζί με αυτούς, τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι εδώ και πολύ καιρό έχουν πάρει θέση στο στρατόπεδο των κερδισμένων του σύγχρονου κόσμου.
Όταν αρχίζουν οι ύμνοι στον τομέα των νέων τεχνολογιών, έρχεται αναπόφευκτα η στιγμή της αναφοράς στην Google: στο βιβλίο του «Τολμώ να ελπίζω» (2006), ο Ομπάμα διηγείται με ενθουσιασμό το προσκύνημά του στην έδρα της εταιρείας όταν ήταν γερουσιαστής (3). Όμως, και ως πρόεδρος, εξακολούθησε να αναφέρει την Google στους μισούς από τους λόγους του για την κατάσταση της Ένωσης. Υπάλληλοι της εταιρείας περιλαμβάνονται στην τριάδα των πλέον γενναιόδωρων δωρητών της προεκλογικής εκστρατείας του το 2012. Ο δε Ερικ Σμιτ, πρώην διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και νυν πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της Google (4), αποτελεί εξέχουσα μορφή του σύγχρονου σοσιαλφιλελευθερισμού. Για παράδειγμα, υπήρξε μέλος του Transition Economic Advisory Board (ΤΕΑΒ) του προέδρου Ομπάμα και, τρεις ημέρες μετά την εκλογική νίκη τού 2008, στεκόταν μαζί του στην εξέδρα δίπλα στους κυριότερους οικονομικούς του συμβούλους. Το 2012, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ήταν εκείνος που συμβούλευσε τον υποψήφιο Ομπάμα για την εκλογική στρατηγική την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσει όσον αφορά την εκμετάλλευση των μαζικών δεδομένων που προκύπτουν από τις μηχανές αναζήτησης. Και ποιος βρέθηκε το 2015 επικεφαλής μιας «start–up πολιτικής τεχνολογίας», η οποία δημιουργήθηκε για να προσφέρει στην υποψήφια Χίλαρι Κλίντον τις πλέον εξελιγμένες τεχνολογίες στόχευσης και εξατομικευμένης προσέγγισης των ψηφοφόρων; Φυσικά, ο Σμιτ (5). Ο 137ος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο –σύμφωνα με την κατάταξη του περιοδικού Forbes– και ο αγαπημένος δισεκατομμυριούχος της αμερικανικής κεντροαριστεράς.
Μάλιστα, όταν το 2014 ο Σμιτ προσκλήθηκε στο φεστιβάλ διαδραστικών μέσων ενημέρωσης South by Southwest, προσέφερε στον εαυτό του την πολυτέλεια να εκφράσει τη λύπη του για τις αβυσσαλέες ανισότητες που ολοένα εντείνονται σε πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο, όπου το κόστος ζωής αυξάνεται και ξεπερνάει ολοένα και περισσότερο τις δυνατότητες της πλειονότητας του πληθυσμού (6). Χωρίς να ξεφύγει από τις απόψεις που προωθεί συνήθως, η λύση που πρότεινε δεν εστιαζόταν στον περιορισμό των ανισοτήτων αλλά «στη δημιουργία περισσότερων start–up (νεοφυών επιχειρήσεων του τομέα των νέων τεχνολογιών) που θα αναπτύσσονται ταχύτατα», δεδομένου ότι η καινοτομία αποτελεί το μοναδικό φάρμακο για όλα τα δεινά. Όπως διακηρύσσει διαρκώς, καθένας από εμάς οφείλει να αγωνιστεί «για περισσότερη εκπαίδευση, περισσότερη μετανάστευση (7), μεγαλύτερη δημιουργία κεφαλαίου, περισσότερους δημιουργικούς χώρους, περισσότερους χώρους όπου η νομοθεσία θα επιτρέπει την απορρύθμιση, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται εκεί η άνθηση των νεοφυών επιχειρήσεων, η οποία θα μας επιτρέψει να τα καταφέρουμε».
Όσο για τον Πλουφ, τον μυθικό πρώην διευθυντή της προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα, έχει αφιερωθεί στο εξής στην πώληση και στην προώθηση της εφαρμογής Uber, με τον ίδιο τρόπο που προωθούσε τον Δημοκρατικό υποψήφιο: ως λύση για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Όπως δήλωσε το 2015, στον λόγο που εκφώνησε σε ένα «εκκολαπτήριο νέων επιχειρήσεων» στην Ουάσιγκτον, «εξακολουθούν να υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν επωφεληθεί ακόμα από την ανάκαμψη της οικονομίας, πάρα πολλοί άνθρωποι που ψάχνουν δουλειά». Έτσι, δεδομένου ότι η Uber επιτρέπει στον καθένα να κερδίσει τα προς το ζην στο τιμόνι του αυτοκινήτου του, «μας προσφέρει ένα ολοένα σημαντικότερο πλεονέκτημα απέναντι στην πρόκληση της στασιμότητας των μισθών και της υποαπασχόλησης» (8).
Ένα από τα χειρότερα μοντέλα εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού
Όμως, ορισμένες από τις επιχειρηματικές καινοτομίες που υμνούνται ομόφωνα, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από εργαλεία που έχουν επινοηθεί για να παρακαμφθούν οι οικονομικοί και οι κοινωνικοί κανόνες των κοινωνιών μας. Η Uber αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα: το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της δεν προέρχεται από την τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει στον τομέα της ενοικίασης οχημάτων με οδηγό, αλλά στον τρόπο με τον οποίο κατορθώνει να αποφεύγει τη συμμόρφωσή της με την ομοσπονδιακή και την τοπική νομοθεσία που ισχύει για τον κλάδο των ταξί, κυρίως όσον αφορά τα ζητήματα ασφάλειας και κοινωνικής ασφάλισης. Και –όπως η Airbnb επιτρέπει στους παρόχους της και στους πελάτες της να αγνοούν τους νόμους που διέπουν τον συμβατικό ξενοδοχειακό τομέα– η Amazon επιτρέπει στην πλειονότητα των πελατών της να αποφεύγουν την πληρωμή ΦΠΑ. Εξάλλου, ο γίγαντας των διαδικτυακών πωλήσεων έχει εκμεταλλευτεί τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει στην αγορά του βιβλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες για να υπαγορεύσει τους όρους του στους εκδότες και για να προβεί σε αντίποινα σε όσους αρνούνται να υποταχθούν στους κανόνες που θεσπίζει. Και η θεωρητικά αψεγάδιαστη Google φέρεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στους διαφημιστές. Η πρακτική της οδήγησε την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (Federal Trade Commission, FTC) να διεξαγάγει έρευνα, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πρακτικές της «ζημίωναν όντως το καταναλωτικό κοινό και την καινοτομία στην αγορά των διαδικτυακών αναζητήσεων και διαφημίσεων». Ωστόσο, μέχρι σήμερα, ούτε η Google ούτε η Amazon έχουν πληρώσει το παραμικρό πρόστιμο.
Η φαρμακευτική βιομηχανία, για τις καινοτομίες της οποίας ακούγονται πολλά κολακευτικά λόγια, μας προτείνει μια παραλλαγή στο ίδιο θέμα. Πράγματι, δεν παύει να διεκδικεί το δικαίωμά της να ασκεί οποιαδήποτε εξουσία θεωρεί ότι εξυπηρετεί την επιθυμία της να πουλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα προϊόντα. Όπως υποστηρίζει, σε διαφορετική περίπτωση δεν θα είναι πλέον σε θέση να καινοτομήσει. Γι’ αυτήν, δεν υπάρχει καινοτομία δίχως μονοπώλιο. Συνεπώς, η αμφισβήτηση ακόμα και του πλέον ασήμαντου προνομίου της θα την αναγκάσει να κλείσει τα εργοστάσιά της.
Από την άλλη πλευρά, αλλόκοτη είναι και η ονομασία που επέλεξε η Amazon για να περιγράψει τη δεξαμενή των περιστασιακών και επισφαλών θέσεων εργασίας που προσφέρει: «Μηχανικός Τούρκος» (9). Όταν μια εργασία δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί από υπολογιστές, ανατίθεται σε έναν ολόκληρο εφεδρικό στρατό που βρίσκεται σε αναμονή για να αμειφθεί με μερικά ψίχουλα. Δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί κάποιος καλύτερη μύηση στη «συμμετοχική οικονομία», η οποία ονομάστηκε έτσι επειδή ο εργαζόμενος χρησιμοποιεί το δικό του αυτοκίνητο, τη δική του κατοικία, τον δικό του υπολογιστή κ.ο.κ., προς μεγάλο όφελος του εργοδότη του (10). Αυτή η οικονομία εξασφάλισε μία από τις σημαντικότερες πηγές θέσεων εργασίας της περιόδου Ομπάμα. Η επιτυχία της συνταγής οφείλεται στην ευκολία με την οποία οποιοσδήποτε μπορεί να εγγραφεί σε μία από τις επιχειρήσεις της αυτοαποκαλούμενης «συμμετοχικής» οικονομίας και να μετατραπεί σε προσωρινά εργαζόμενο δίχως το παραμικρό εργασιακό δικαίωμα, με ένα απλούστατο λογισμικό να διασφαλίζει τη σύνδεση του πελάτη με τον εργοδότη. Από όλα αυτά προκύπτει μια επιχειρηματική δραστηριότητα όσο το δυνατόν πιο ψηφιοποιημένη, πιο καινοτόμα και πιο προσοδοφόρα. Εντούτοις, από οποιαδήποτε άλλη πλευρά και να την εξετάσει κανείς, πρόκειται για ένα μοντέλο εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πλέον βλαβερά και ασύμμετρα που έχουν κάνει την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Στην περίπτωση της Uber, όλα τα κόστη και οι κίνδυνοι που συνεπάγεται η δραστηριότητα (απόκτηση του οχήματος, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, απουσία από την εργασία λόγω ασθενείας, εισφορές σε φορέα της κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.) βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον εργαζόμενο, ενώ η «καινοτόμος» επιχείρηση από την Καλιφόρνια που σχεδίασε το λογισμικό με το οποίο λειτουργεί το σύστημα λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη που προκύπτουν. Έτσι, το «ο καθένας για την πάρτη του» ανάγεται σε εθνική στρατηγική για την απασχόληση.
Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμμετοχικής χρηματοδότησης Crowd Flower μας παρουσιάζει τη συνταγή-θαύμα: «Πριν από το Διαδίκτυο, θα ήταν δύσκολο να βρεις κάποιον πρόθυμο να δουλέψει για σένα επί δέκα λεπτά κι αμέσως μόλις περάσει το δεκάλεπτο να τον απολύσεις. Ωστόσο, χάρη στην τεχνολογία, μπορείς όντως να βρεις τέτοιο άτομο, να το πληρώσεις με ένα μικροποσό και στη συνέχεια να το ξεφορτωθείς όταν πλέον δεν το χρειάζεσαι» (11). Δεν εκπλησσόμαστε διόλου μαθαίνοντας ότι ο διευθύνων σύμβουλος που ξεστόμισε αυτά τα λόγια –ένας νεαρός τζέντλεμαν ονόματι Λούκας Μπίβαλντ– είναι ένας από τους δωρητές της προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα.
Αν και καμία από τις προαναφερθείσες καινοτομίες δεν αξίζει ιδιαίτερους επαίνους, θα πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι επίσης καμία από αυτές δεν ήταν και αναπόφευκτη. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε προλάβει τον τρόπο με τον οποίο καθεμία τους εξελίχθηκε, ή έστω να είχε περιορίσει τις αρνητικές της επιπτώσεις. Όλα έγιναν με τη σύμφωνη γνώμη της ομοσπονδιακής πολιτικής εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, αν όχι μέσα στους ίδιους τους κόλπους αυτής της εξουσίας. Και όταν το υπουργείο Δικαιοσύνης το 2010 ανακάλυψε ένα σχέδιο αθέμιτων πρακτικών που αποσκοπούσε στον περιορισμό των μισθών των εργαζόμενων στις νέες τεχνολογίες, αντέδρασε λίγο-πολύ με τον ίδιο τρόπο που το 2008 είχε αντιμετωπίσει τους «υπερβολικά σημαντικούς ώστε να ριχτούν στη φυλακή» τραπεζίτες: άσκησε αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια και απόσπασε από τις εν λόγω επιχειρήσεις… την υπόσχεση ότι δεν θα επαναλάβουν το παράπτωμά τους κατά την επόμενη πενταετία (12).
Αυτές οι επιχειρήσεις είναι το μέλλον –και δεν κάνει να τσακώνεσαι με το μέλλον
Για πολλούς Δημοκρατικούς είναι αδιανόητο να δυσαρεστήσουν τους «καινοτόμους». Άλλωστε, αυτοί δεν είναι που διευθύνουν καθαρές και ενάρετες επιχειρήσεις, επιχειρήσεις της γνώσης, οι οποίες επιπλέον είναι εγκατεστημένες σε πολιτείες όπου πλειοψηφούν οι Δημοκρατικοί; Οι επιχειρηματίες αυτοί εκπροσωπούν την καλλιεργημένη τάξη, τη δημιουργική τάξη. Είναι το μέλλον –και δεν κάνει να τσακώνεσαι με το μέλλον.
Όπως παρατηρεί και ο πρώην υπουργός Εργασίας Ρόμπερτ Ράιχ, οι εξελίξεις αυτές αποτελούν «το κορυφαίο σημείο μιας διαδικασίας η οποία δρομολογήθηκε πριν από τριάντα χρόνια, όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις άρχισαν να μετατρέπουν τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης σε επισφαλείς εργαζόμενους, σε υπεργολάβους, σε αυτοαπασχολούμενους ή σε εξωτερικούς σύμβουλους» (13). Πρόκειται για εξελίξεις που έχουν να κάνουν με τον αταβισμό και όχι με την καινοτομία. Δεν αντέστρεψαν τις τάσεις των τελευταίων δεκαετιών: αντιθέτως, τις επιτάχυναν.
- «A strategy for American innovation. Securing our economic growth and prosperity», Λευκός Οίκος, Ουάσιγκτον, Φεβρουάριος 2011.
- «John Gertner, Inside Obama’s stealth startup», 15 Ιουνίου 2015, fastcompany.com
- Μπαράκ Ομπάμα, «Τολμώ να ελπίζω: Σκέψεις για την ανάκτηση του αμερικανικού ονείρου», Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007.
- (Σ.τ.Μ.) Σε πολλές μεγάλες αμερικανικές και ευρωπαϊκές ανώνυμες εταιρείες, το «εποπτικό συμβούλιο» αποτελεί ένα σημαντικό εκτελεστικό όργανο, παράλληλα με το διοικητικό συμβούλιο.
- «Hillary Clinton leans on Eric Schmidt’s startup for campaign technology», Quartz, 16 Οκτωβρίου 2015, qz.com
- (Σ.τ.Μ.) Βλέπε «Η τεχνολογία του αποκλεισμού», Σχεδία, Μάιος 2016, τεύχος 37.
- (Σ.τ.Μ.) Εξαιρετικά μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων στις νέες τεχνολογίες, όπως και πλήθος εξαιρετικά δυναμικών επιχειρήσεων, έχουν δημιουργηθεί από ξένους που εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μάλιστα, κύκλοι της αμερικανικής ελίτ ανησυχούν, θεωρώντας ότι τα εμπόδια που θεσπίστηκαν επί κυβερνήσεων Μπους στη μετανάστευση και η αντιμεταναστευτική υστερία που διακατέχει ορισμένους Ρεπουμπλικάνους ενδέχεται να έχουν ολέθριες συνέπειες στον δυναμισμό της αμερικανικής οικονομίας τις επόμενες δεκαετίες.
- Λόγος στο DC Tech Incubator 1776, Ουάσιγκτον, 3 Νοεμβρίου 2015.
- Βλέπε Pierre Lazuly, «Télétravail à prix bradés sur Internet», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2006.
- Βλέπε Evgeny Morozov, «De l’utopie numérique au choc social» και «Résister à l’uberisation du monde», «Le Monde diplomatique», αντίστοιχα Αύγουστος 2014 και Σεπτέμβριος 2015.
- Αναφέρεται στο Moshe Z. Marvit, «How crowdworkers became the ghosts in the digital machine», The Nation, 5 Φεβρουαρίου 2014.
- «Justice Department requires six high tech companies to stop entering into anticompetitive employee solicitation agreements», υπουργείο Δικαιοσύνης, Ουάσιγκτον, 24 Σεπτεμβρίου 2010.
- Robert Reich, «The share-the-scraps economy», 2 Φεβρουαρίου 2015, https://robertreich.org