Κάτι πρέπει να αλλάξει
να σταματήσει αυτή η εντρόπεια αγχόνη
να γείρει μια φορά η πλάστιγγα και σ εμάς
να μη σε φοβάμαι
να μην έχουν τα όνειρα σκισμένα εσώρουχα κι αίματα στους τοίχους
να μη ξυπνάω τρομαγμένα 3:45
να μην ακούω όταν σκάει μια χαλασμένη εξάτμιση
γιατί νομίζω πως κάποιον πυροβόλησαν
και πρέπει να βγω στους δρόμους
αλλά είναι καλοκαίρι
η ζωή συνηθίζεται
τα παιδιά έχουν γδαρμένα γόνατα
κι εγώ
ένα σπασμένο παιδικό ποδήλατο στο βλέμμα
οι φίλοι μου πεθαίνουν μαζί με τους ήρωες τους
στη τελευταία προβολή θερινού σινεμά
φορώντας μαύρα γυαλιά
σφίγοντας στα δόντια
ένα σόλο εισιτήριο
έκπτωτοι στα μάτια τους
και στα μάτια των ανθρώπων.
Είδαν τους ποιητές να γυροφέρνουν
όλη μέρα τον θάνατο
κωμικά θλιβεροί
να τον προσμένουν τάχα
υπογράφοντας δήθεν υστερόγραφα
μια αυτοχειρία
που τη κάνανε ανέκδοτο μεταξύ τους
γιατί δεν άκουσαν ποτέ
τα επτά δευτερόλεπτα μιας πτώσης,
αυτό το υπόκωφο τίποτα.
Έτσι τώρα περνάνε οδοντογλυφιδες
στα μάτια
και δεν κοιμούνται
περιμένοντας τον διάβολο
να πουλήσουν τη ψυχή τους.
Πού να’ ξερε ο δόλιος πως είμαστε
η Κόλαση του ;
Ακούω τον Ravachol
να μας σιχτιριζει θλιμμένα
με το κεφάλι του στην άκρη του κόσμου
για τη φράση
που δεν ολοκληρώσαμε ποτέ
“Vive la Re…”
“Vive la Re…”
αμήχανα πια
τη νανουρίζουμε
για να πεθάνει στον ύπνο της
αλλιώς τα θέλαμε, ξέρω
κάπως αλλιώς
μπερδέψαμε τους χρόνους
σαν πρωτάρηδες στη μετάφραση
– “Θα σ αγαπώ”
– “Θα σε είχα αγαπήσει”
γι αυτό με κοιτούσες απορημένη
μη βιάζεσαι, ξέρω
τουλάχιστον δεν ήμασταν συνηθισμένοι
μας πήραμε πολύ στα σοβαρά
εγώ έχω έναν καμβά του Lacombe για φάτσα
κι εσύ είσαι μι αργοπορημένη φάρσα
Δεν μας έμεινε τίποτα
τίποτα σου λέω
δεν ξέρω τί κάνεις εσύ
εδώ
σε αυτή τη μεριά του χρόνου
διάβαζω τα βιβλία που λέγαμε
χαρτογραφώ τα επόμενα ναυάγια
την αντισφυξιογόνο μάσκα που σου φόρεσα τότε
αν ψάξεις καλά, είναι στο πρώτο συρτάρι.
Σε αυτή τη μεριά του χρόνου
έχω έναν αντίλαλο στο μυαλό μου
έναν Έλιοτ να μου τραγουδά
“Oh how we fell
να σταματήσει αυτή η εντρόπεια αγχόνη
να γείρει μια φορά η πλάστιγγα και σ εμάς
να μη σε φοβάμαι
να μην έχουν τα όνειρα σκισμένα εσώρουχα κι αίματα στους τοίχους
να μη ξυπνάω τρομαγμένα 3:45
να μην ακούω όταν σκάει μια χαλασμένη εξάτμιση
γιατί νομίζω πως κάποιον πυροβόλησαν
και πρέπει να βγω στους δρόμους
αλλά είναι καλοκαίρι
η ζωή συνηθίζεται
τα παιδιά έχουν γδαρμένα γόνατα
κι εγώ
ένα σπασμένο παιδικό ποδήλατο στο βλέμμα
οι φίλοι μου πεθαίνουν μαζί με τους ήρωες τους
στη τελευταία προβολή θερινού σινεμά
φορώντας μαύρα γυαλιά
σφίγοντας στα δόντια
ένα σόλο εισιτήριο
έκπτωτοι στα μάτια τους
και στα μάτια των ανθρώπων.
Είδαν τους ποιητές να γυροφέρνουν
όλη μέρα τον θάνατο
κωμικά θλιβεροί
να τον προσμένουν τάχα
υπογράφοντας δήθεν υστερόγραφα
μια αυτοχειρία
που τη κάνανε ανέκδοτο μεταξύ τους
γιατί δεν άκουσαν ποτέ
τα επτά δευτερόλεπτα μιας πτώσης,
αυτό το υπόκωφο τίποτα.
Έτσι τώρα περνάνε οδοντογλυφιδες
στα μάτια
και δεν κοιμούνται
περιμένοντας τον διάβολο
να πουλήσουν τη ψυχή τους.
Πού να’ ξερε ο δόλιος πως είμαστε
η Κόλαση του ;
Ακούω τον Ravachol
να μας σιχτιριζει θλιμμένα
με το κεφάλι του στην άκρη του κόσμου
για τη φράση
που δεν ολοκληρώσαμε ποτέ
“Vive la Re…”
“Vive la Re…”
αμήχανα πια
τη νανουρίζουμε
για να πεθάνει στον ύπνο της
αλλιώς τα θέλαμε, ξέρω
κάπως αλλιώς
μπερδέψαμε τους χρόνους
σαν πρωτάρηδες στη μετάφραση
– “Θα σ αγαπώ”
– “Θα σε είχα αγαπήσει”
γι αυτό με κοιτούσες απορημένη
μη βιάζεσαι, ξέρω
τουλάχιστον δεν ήμασταν συνηθισμένοι
μας πήραμε πολύ στα σοβαρά
εγώ έχω έναν καμβά του Lacombe για φάτσα
κι εσύ είσαι μι αργοπορημένη φάρσα
Δεν μας έμεινε τίποτα
τίποτα σου λέω
δεν ξέρω τί κάνεις εσύ
εδώ
σε αυτή τη μεριά του χρόνου
διάβαζω τα βιβλία που λέγαμε
χαρτογραφώ τα επόμενα ναυάγια
την αντισφυξιογόνο μάσκα που σου φόρεσα τότε
αν ψάξεις καλά, είναι στο πρώτο συρτάρι.
Σε αυτή τη μεριά του χρόνου
έχω έναν αντίλαλο στο μυαλό μου
έναν Έλιοτ να μου τραγουδά
“Oh how we fell
Oh how…we fell”
Nikos Lefou Pierrot Ziakas