Ζώντας τις πιο τραγικές στιγμές πολιτικής λιποταξίας, παρατηρούμε τους εαυτούς μας να βυθίζονται στη γενικευμένη απελπισία, όντας ανίκανοι να μετουσιώσουμε την αντίδραση σε μια δημιουργική κατάφαση, σ’ ένα νέο πολιτικό πρόταγμα που θα αποβλέπει στη γενικευμένη αυτοδιεύθυνση της ζωής.
Γινόμαστε μάρτυρες του τέλους μιας εποχής που συνοδεύεται από την αποσύνθεση όλων των παραδοσιακών πολιτικών χώρων, και κυρίως της κοινοβουλευτικής αριστεράς, η οποία εν τοις πράγμασι μοιάζει ανίκανη να καταθέσει έστω και μία πρόταση που ν’ αποτελεί λογική συνέχεια του πρότερου κοινοβουλευτικού της βίου, ενώ όσο πλησιάζει η ώρα των βουλευτικών εκλογών, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται η κενότητα του αριστερού λόγου.
Η κενότητα αυτής της ρητορικής, που πρέσβευε την αλλαγή στην Ευρώπη μετά την ανάληψη της εξουσίας από μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα, κατέστη ορατή ιδίως έπειτα από τη συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα στις διαταγές των πιστωτών.
Στην πραγματικότητα η άτακτη οπισθοχώρηση μετά το δημοψήφισμα φανερώνει τόσο τις εγγενείς αδυναμίες ολόκληρου του αριστερού ιδεολογικού μηχανισμού όσο και την (αυτ)απάτη της (αριστερής) ιδεολογικοποίησης, που στην ουσία αντί να οδηγεί στην περαιτέρω πολιτικοποίηση (η οποία, φυσικά, προϋποθέτει και έμπρακτη δράση) της κοινωνίας, ενισχύει περαιτέρω την αποστασιοποίηση, τη συντήρηση, καθώς και τον εγκλεισμό μας στην ιδιωτική σφαίρα, εκτρέφοντας την ίδια στιγμή μια ψευδή εικόνα πολιτικής συμμετοχής.
Δεν είναι, φυσικά, μόνο η αδυναμία διαύγασης της πραγματικότητας εν γένει από μεριάς των αριστερών που, ούτε λίγο ούτε πολύ, καλλιεργεί μια αδικαιολόγητα εξωπραγματική αισιοδοξία, όπως είχε ειπωθεί σε παλαιότερη ανάρτηση, ή και ο Μαρξιστικός μεσσιανισμός, που μας καλεί να πιστέψουμε ότι οι φτωχοί και οι αδικημένοι (από τα μέτρα λιτότητας) νομοτελειακά θα εξεγερθούν σπάζοντας τις αλυσίδες τους, ενώ την ίδια στιγμή όλοι οι απόκληροι της Ευρώπης θα συστρατευθούν με τη γραμμή των αριστερών στην Ελλάδα, ψηφίζοντας ανάλογες κυβερνήσεις κι έτσι θα τελειώσει η λιτότητα μια για πάντα.
Αυτό που ως επί τω πλείστον συμβάλλει στην πολιτική απραγία είναι και η απουσία αναστοχασμού από την πλευρά των ανθρώπων της αριστεράς, πράγμα που οδηγεί στην αναζήτηση των αιτιών της αποτυχίας όχι στις ιδεολογικές βάσεις των αριστερών προταγμάτων, αλλά σε «μή αριστερούς παράγοντες» που δήθεν αλλοίωσαν το πραγματικό πρόσωπο του ριζοσπαστικού τους προγράμματος.
Έτσι, η άτακτη συνθηκολόγηση και η υπογραφή ενός από τα πιο σκληρά μνημόνια στην ιστορία της χώρας ερμηνεύεται απλά και μόνο ως μια παρέκκλιση του Τσίπρα από τις αρχικές του αξίες, ως «προδοσία» και «αποστασία» ή στη χειρότερη περίπτωση, όχι ως αποτέλεσμα της εν γένει αριστερής θεωρητικής προσέγγισης, αλλά της φιλοευρωπαϊκής της συνιστώσας και μόνο, για την οποία το κοινό νόμισμα κατέστη φετίχ, όπως ξαφνικά επικαλούνται κάποια στελέχη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., τα οποία πλέον αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το πλοίο που βουλιάζει, χτίζοντας το καινούριο τους σπίτι, τη ΛΑ.Ε.
Σε ό,τι αφορά, την πρώτη περίπτωση, παρότι όλοι/ες όσοι/ες σπεύδουν να μιλήσουν για «προδοσία» και καυτηριάζουν τη στροφή 180 μοιρών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., έχουν δίκιο ως ένα βαθμό, την ίδια στιγμή οποιαδήποτε μονομερής απόδοση ευθυνών στον Τσίπρα και τη διαπραγματευτική του ομάδα επισκιάζει μια άλλη πτυχή του ζητήματος, αυτή που μας δείχνει ότι η πανωλεθρία των διαπραγματεύσεων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιδεολογικής γραμμής μιας αριστερής πολιτικής.
Έτσι, αγνοείται το γεγονός πως εδώ και έξι μήνες δεν υπήρξε τίποτα το ουσιώδες ώστε με βεβαιότητα να μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι «προδόθηκε»!
Παρότι διάφοροι υπουργοί της πρώτης περιόδου (πριν τον ανασχηματισμό) είχαν αρχίσει να ξηλώνουν διατάξεις του μνημονίου, ενώ για ένα σύντομο διάστημα, κάποια άτομα της κυβέρνησης σε βασικές θέσεις (κυρίως μέχρι την 20η Φλεβάρη) υπηρετούσαν μια σταθερή γραμμή, στην πορεία ολόκληρη η διακυβέρνηση περιορίστηκε και εγκλωβίστηκε στον αντιμνημονιακό λόγο (έναντι της πράξης) και σε στείρες καταγγελίες αναφορικά με την αδιάλλακτη και απάνθρωπη στάση των θεσμών για την κρίση χρέους και την (βέβαιη) ανευθυνότητά τους σε ότι έχει να κάνει με την κρίση των προσφύγων, εφαρμόζοντας παράλληλα πολιτικές που όχι μόνο έβαζαν στο συρτάρι το περιβόητο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά έρχονταν και σε πλήρη αντίθεση με τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Με το να εξαντλείται, όμως, ολόκληρη η κριτική σε κατηγορίες που μιλούν για «προδοσία» και «αθέτηση υποσχέσεων» επισκιάζεται το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό αρνούμαστε να αποδεχτούμε πως το ναυάγιο της αριστερής πολιτικής κατά βάση αντανακλά και τμήμα της αριστερής ιδεολογίας, πράγμα που μας οδηγεί να στραφούμε στην αναζήτηση κάποιας άλλης αριστεράς, που δεν θα επαναλάβει τα ίδια τραγικά λάθη.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που όλες οι αριστερές ιστοσελίδες ξαφνικά άστραψαν έπειτα από την εκλογή του Jeremy Corbyn στην προεδρία του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας. Είναι, άλλωστε, μια καλή ευκαιρία να ξεχάσουμε την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ και το ξεφούσκωμα των Podemos στην Ισπανία, τη στιγμή που η νέα «ελπίδα» έρχεται αυτή τη φορά από την Βρετανική κεντροαριστερά!
Σε ότι αφορά τη δεύτερη περίπτωση, την ευρωσκεπτικιστική δηλαδή τάση της αριστεράς, τη ΛΑ.Ε καθώς και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρότι η στάση τους ενάντια στους «θεσμούς» είναι αυτή που πραγματικά αρμόζει σε όλους/ες όσους/ες θέλουν να (αυτο)αποκαλούνται εχθροί του νεοφιλελευθερισμού, παρότι μιλούν ξεκάθαρα για έλεγχο του χρέους και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα – αιτήματα που αξίζει να τεθούν προς συζήτηση, είτε μέσα στη βουλή είτε (και κυρίως) έξω από τα κόμματα – την ίδια στιγμή παραβλέπουν ότι μια από τις βασικές θεωρητικές γραμμές της αριστεράς είναι η ίδια η ιδέα της προόδου, ο κοσμοπολιτισμός και η λογική των «ανοιχτών συνόρων», πράγμα που η Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη εγγυάται.
Ως εκ τούτου, ο φιλοευρωπαϊσμός αποτελεί τμήμα της αριστερής ιδεολογίας, ανεξαρτήτως και αν αυτή επιθυμεί να προβληθεί ως γραμμή ρήξης με τις συνταγές του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Όπως ακριβώς και η άκρα δεξιά – της γραμμής του Φαράτζ, της Λεπέν και των ΑΝΕΛ – που συνεχώς επικαλείται και ευαγγελίζεται τον αντι-ευρωπαϊσμό, την ίδια στιγμή δεν αμφισβητεί τις πολιτικές laissez faire, τις ιδιωτικοποιήσεις, την εμμονή στην καταστολή και τη νομιμότητα (law and order) και τον κοινωνικό δαρβινισμό, στοιχεία που φυσικά αποτελούν βασικές ιδεολογικές πτυχές του φιλοευρωπαϊκού ακραίου κέντρου, έτσι και η ευρωσκεπτικιστική αριστερά βρίσκει κοινό τόπο με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, την πολιτική ορθότητα και τον ιδεολογικοποιημένο αντι-εθνικισμό που το ακραίο κέντρο επικαλείται.
Αυτό που, ως επί τω πλείστον, συνεπώς διαπιστώνουμε, είναι όχι μόνο η ανυπαρξία κάποιου ολιστικού πολιτικού προτάγματος ενάντια στην φιλελεύθερη ηγεμονία, αλλά πολύ περισσότερο (αυτό που δηλαδή μας αφορά πιο πολύ, στην περίπτωση της Ελλάδας) η αδυναμία της αριστεράς να αποτελέσει την κατεξοχήν «εναλλακτική» οδό.
Ως εκ τούτου, οι κορώνες διαφόρων της Αριστερής Πλατφόρμας ή των εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων, του τύπου «τα λέγαμε εμείς», παρότι εκφράζουν μια αλήθεια σε ότι έχει να κάνει με τις πιθανότητες εφαρμογής ριζοσπαστικών πολιτικών μέσα στο ευρώ, ταυτόχρονα λειτουργούν φετιχιστικά και με τρόπο που σιγοντάρουν την πεποίθηση ότι θα μπορούσε στο άμεσο μέλλον να υπάρξει μια πραγματική αριστερά που θα έρθει «για δεύτερη φορά» με στόχο να διορθώσει και να μην επαναλάβει τα λάθη της παρεκκλίνουσας «πρώτης φοράς αριστεράς».
Έτσι μένει άθικτος ολόκληρος ο αριστερός ιδεολογικός πυρήνας, που βασίζεται ακράδαντα στον οικονομισμό, εξιδανικεύει την αντιπροσώπευση και σιγοντάρει την πίστη στις γραφειοκρατίες, και στην «ελπίδα» ότι η αλλαγή της εξουσίας θα σημάνει de facto και αλλαγή της ίδιας της κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό είναι η δήλωση του πρώην μέλους της 17Ν Δημήτρη Κουφοντίνα:
Δεν ηττήθηκε, δεν απέτυχε η Αριστερά. Επειδή η Αριστερά δεν είναι μία –ποτέ δεν ήταν μία–, πάντοτε όφειλε να έχει τον προσδιορισμό της. Αυτή που ηττήθηκε και απέτυχε, αυτή που υπέγραψε σε μια νύχτα την κατάργηση όλων των δικαιωμάτων που κατέκτησε η αγωνιζόμενη Αριστερά σε έναν αιώνα, αυτή είναι η ρεφορμιστική, η καθεστωτική, η φοβισμένη Αριστερά.
Δεν ηττήθηκε λοιπόν η αριστερά, μας λέει ο Κουφοντίνας, αλλά μια συγκεκριμένη αριστερά. Με βάση λοιπόν αυτό το σκεπτικό, υπάρχει «μια καλή» και «μια κακή αριστερά». Αλλά, αυτό που αφήνεται να εννοηθεί εδώ είναι πως κατά βάση δεν υπάρχει καμία απολύτως συγγένεια μεταξύ των δύο αυτών τάσεων, πως η δεύτερη, που είναι φοβισμένη και ρεφοσμιστική, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την αριστερά εν γένει! Ήταν, όμως, ο ίδιος ο Μαρξ ή όχι που μας δίδαξε ότι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής δεν μπορεί να αποκοπεί από την θεωρητική του βάση;
Συνεπώς, όλη αυτή η ρητορική περί «παρεκκλίσεων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από το πραγματικό πρόταγμα» δεν εξυπηρετεί τίποτα πέρα από την επιθυμία μας να αναζητούμε μια ιδεολογική στέγη ώστε να μπορούμε να βρίσκουμε απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που μας αφορούν (κι εδώ, βλέπουμε πώς ο πολιτικός στοχασμός αποκτά υπαρξιακού τύπου σημασία, παρά κοινωνικο-πολιτικό πρόσημο).
Συνάμα, τούτος ο στρουθοκαμηλισμός (εφόσον δεν μιλάμε για αναστοχασμό πάνω στις αριστερές αξίες και το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, αλλά για την καλλιέργεια μιας πολιτικής ορθοδοξίας, μιας δηλαδή απόλυτης αλήθειας που δε σφάλει ποτέ και πουθενά) αποτελεί και δείγμα ασυνέπειας ως προς τις αρχές της επαναστατικής θεωρίας που υποτίθεται η αριστερά ακολουθεί πιστά.
Φυσικά, εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: οι υπόλοιποι «επαναστατικοί» χώροι σε τί διαφέρουν και τί παραπάνω έχουν να μας πουν; Στην πραγματικότητα άλλοι χώροι δεν φαίνεται να υπάρχουν αυτή τη στιγμή, ιδίως μετά την κινηματική οπισθοχώρηση του 2013. Οι αναρχικές αυτιστικές σέχτες επιδίδονται εξίσου στον ίδιο ιδεολογισμό, εντός του οποίου ταμπουρώνονται με στόχο να προσδώσουν στον εαυτό τους ένα νόημα μέσα στο χάος, αναπαράγοντας ελιτίστικες Χομπσιανής κοπής κραυγές (του τύπου η κοινωνία είναι ένας «ρατσιστικός βόθρος», «γεμάτο σεξιστές μικροαστούς») οι οποίες λειτουργούν ως μόνιμες δικαιολογίες για την αποστασιοποίησή τους από την πολιτική δράση.
Άλλωστε στην Ελλάδα ο αναρχικός χώρος σε πολύ λίγες περιπτώσεις έχει αναδειχθεί ως πολιτικό ρεύμα (όπως το αντίθετο συμβαίνει με τον αναρχοσυνδικαλισμό στην Ισπανία, που οι ρίζες του είναι αιωνόβιες και προέρχεται από το εργατικό κίνημα). Αντιθέτως πρόκειται για μια νεανική κουλτούρα η οποία, ως τέτοια, αυτοπροσδιορίζεται κυρίως πολιτιστικά (και, ως εκ τούτου, ταυτοτικά) και μόνο δευτερευόντως πολιτικά. Αυτό επιβεβαιώνεται εξάλλου και από τις συνεχόμενες κινητοποιήσεις των αναρχικών αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αναφορικά με την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ (παρά την εξαγγελία του υπουργού ότι το νομοσχέδιο βρίσκονταν ήδη στα σκαριά).
Αυτό που, εν ολίγοις, προσπάθησαν οι αναρχικοί να πετύχουν τις μέρες εκείνες δεν ήταν η διεκδίκηση κάποιου δίκαιου αιτήματος, αλλά απεναντίας ένα ξεκαθάρισμα ταυτότητας: προσπάθησαν, με άλλα λόγια, να δείξουν στην υπόλοιπη κοινωνία πως «οι ίδιοι δεν είναι αριστεροί», πράγμα που επισημαίνει και ο Ciccariello-Maher στο βιβλίο του We Created Chavez (2013, Duke University Press) αναφορικά με τη στάση των αναρχικών στη Βενεζουέλα κατά την προεδρία του Τσάβεζ. Μήπως, όμως, στην τελική δεν θα πρέπει να θεωρούμε αναγκαία την ύπαρξη κάποιου Χ χώρου, που θα πρεσβεύει αυστηρά συγκεκριμένες Υ αξίες, ώστε να κινητοποιηθεί η κοινωνία;
Άλλωστε, η ιδέα που εκλαμβάνει την ανάδυση ενός πολιτικού χώρου ως μια απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική μεταστροφή αντανακλά τις ελιτίστικες καταβολές του αναρχισμού και της αριστεράς, βάσει των οποίων η κοινωνία χρειάζεται πάντοτε την καθοδήγηση κάποιων στρατευμένων ομάδων για να κινηθεί προς τα εμπρός, πράγμα που, ωστόσο, αποδείχθηκε τρανή απάτη, τόσο στην περίπτωση του 2008 αλλά και του 2011, όπου χιλιάδες πολιτών κατέκλυσαν τους δρόμους και τις κεντρικές πλατείες της χώρας, δίχως να ζητήσουν την άδεια κανενός πολιτικού χώρου.
Εν κατακλείδι, αν υπάρχει κάτι που στην ουσία ενισχύει όσο τίποτα όλη αυτή την πολιτική άπνοια, τη συντήρηση και την πολιτική λιποταξία, αυτό δεν είναι άλλο παρά η ιδεολογικοποίηση, τουτέστιν το ταμπούρωμα στη «δική μας αδιαπραγμάτευτη αλήθεια»[1]. Άλλωστε, υπάρχει σήμερα κάποιος/α αριστερός/ή που θα έβγαινε να παραδεχτεί ότι το πρόβλημα δεν είναι ο καπιταλισμός ο ίδιος αλλά απλώς μια παρέκβαση του ίδιου του συστήματος; Υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί το γεγονός ότι το δόγμα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) είναι στην ουσία αντανάκλαση μιας από τις πιο ιδεολογικοποιημένες εκφάνσεις του οικονομικού φιλελευθερισμού;
Αν μη τι άλλο ο ορισμός και μόνο του «δεν υπάρχει εναλλακτική» υποδηλώνει ακριβώς την ίδια ορθοδοξία της «απόλυτης αλήθειας», του ενός και μοναδικού θεού (των αγορών) που πέρα από αυτά υπάρχει μόνο το χάος! Θα τολμούσαμε, επίσης, να ισχυριστούμε ότι οι ναζιστικές θηριωδίες, οι κτηνωδίες των φασιστικών καθεστώτων και τα αποικιοκρατικά καθεστώτα είναι απλά ιδεολογικοί εκτροχιασμοί, ενώ υπάρχει στ’ αλήθεια πραγματικός ναζισμός και πραγματικός φασισμός που δεν θα έχει καμία σχέση με όλη αυτή την ύβρη;
Γιατί τότε να αποδεχόμαστε τις αριστερές ορθοδοξίες τόσο άκριτα; Η απάντηση ήδη δόθηκε πιο πάνω. Γιατί αυτό εξυπηρετεί περισσότερο τον υπαρξιακό μας επαναστατισμό, παρά την αναζήτηση συλλογικών απαντήσεων στα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας. Τέλος, σαφέστατα και αναγνωρίζουμε ότι η εξίσωση όλων των ιδεολογιών και ο μηδενισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια μεταμοντέρνα τερατωδία.
Παρότι, λοιπόν, δεν μπορεί να συγκριθεί ποιοτικά το περιεχόμενο του σοσιαλισμού και η ηθική διάσταση του αναρχισμού πάνω στο ζήτημα της ανθρωπινότητας και της αλληλεγγύης (όσο και αν αυτές οι ιδεολογίες αντανακλούν πτυχές του αστικού πολιτισμού) με τις φυλετικές θεωρίες μίσους και απομονωτισμού, όσο απαράδεκτη φαντάζει η εργαλειακή τους εξομοίωση, άλλο τόσο προβληματική είναι και η άρνηση αναστοχασμού και διαύγασης, που μας ωθεί να μείνουμε εγκλωβισμένοι για πάντα στο αριστερό ιδεολογικό μας κλουβί.
Έτσι, μένουμε απομακρυσμένοι από το δημόσιο πεδίο, από το μόνο πεδίο που αντί να περιορίζει την κοινωνική και πολιτική δράση σε έτοιμες και δοτές «λύσεις» που όλο το πολιτικό σώμα θα πρέπει ομόφωνα να ασπάζεται, το ωθεί απεναντίας στη συνδιαμόρφωση και την αναζήτηση από κοινού συλλογικών προτάσεων και απαντήσεων.
[1] Φυσικά, η πολιτική θεωρία και ο στοχασμός, όπως πολύ σωστά είχε πει και ο Yavor Tarinski σε παλαιότερη ανάρτηση, δεν πρέπει να συγχέονται με την ιδεολογία και την ορθοδοξία.