Από την Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου
Η Σουρεαλιστική φαντασία που αποδιοργανώνει τις αισθήσεις και φτάνει να ειρωνεύεται την επικρατούσα αρρενωπότητα
To κίνημα του Ντάντα το διαδέχεται το ρεύμα του Σουρεαλισμού. Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει με την επικράτηση των εθνικισμών, και ο κομμουνισμός όπως τον διέδιδε η Γ’ Διεθνής ήταν στραμμένος προς το διεθνισμό και την παγκόσμια επανάσταση. Πλέον η απλή ταύτιση πολιτισμικής καινοτομίας και πολιτικής επανάστασης έπαψε να είναι κανόνας.
Σαν κίνημα ο Σουρεαλισμός είχε την ακολουθία του Dada και παρ’ όλο που κάποιοι μελετητές προσπαθούσαν να τα συνδέσουν, τα δύο αυτά κινήματα έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους, μιας που το Dada σκοπό του είχε να διαλύσει κάτι υπάρχον ενώ ο Σουρεαλισμός ήθελε να δημιουργήσει μια καινούρια τάξη, την «τάξη της αταξίας».
Ο πατέρας του Σουρεαλισμού (Andre Breton) το 1924 εκδίδει το πρώτο του σύγγραμμα που αποτέλεσε και το επίσημο εναρκτήριο ορόσημο του ίδιου του Σουρεαλιστικού κινήματος: «Το Μανιφέστο του Σουρεαλισμού».
Σ’ αυτό αναφέρονται όλα τα στοιχεία εκείνα που καθορίζουν το κίνημα καθώς ο συγγραφέας παραθέτει και μια συγκεκριμένη καθοδήγησή προς τους καλλιτέχνες του κινήματος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για μια σχολή αλλά για έναν πνευματικό προσανατολισμό.
Γίνεται ευρέως γνωστό μέσα από το κυριότερο σύγγραμμα του κινήματος, λοιπόν, πως το μοναδικό πράγμα που αγαπούν οι Σουρεαλιστές είναι η ανεξέλεγκτη φαντασία, διότι ποτέ δεν τους συγχωρεί και αντιτίθενται στον απόλυτο ορθολογισμό, διότι αυτός επιτρέπει στον άνθρωπο να λαμβάνει υπόψη του τα γεγονότα τα οποία είναι άμεσα συνδεδεμένα με την εμπειρία του ατόμου και χωρίς φαντασία. Με την απόχρωση ενός δήθεν πολιτισμού και κάτω από το πρόσχημα της προόδου φθάσαμε να απαγορεύουμε στο νου μας κάθετί που ορθά ή λαθεμένα μπορούσε να θεωρηθεί δεισιδαιμονία ή μύθος. Αντιλαμβάνονται και προωθούν την ιδέα πως ένα έργο τέχνης για να παραμείνει αθάνατο θα πρέπει να ξεπερνάει τα όρια του ανθρώπινου κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την απουσία της λογικής και του νου. Μόνο έτσι θα επικρατήσει το όνειρο και η παιδική σκέψη.
Οι Σουρεαλιστές, λοιπόν, αποδίδουν ευγνωμοσύνη στις ψυχαναλυτικές ανακαλύψεις του S. Freud, διότι οι θεωρίες του αποτέλεσαν μια προσπάθεια ώθησης και ανίχνευσης του ανθρώπινου νου χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματικότητα. Η φαντασία έχει δικαιώματα και τα διεκδικεί μέσω των ονείρων, της αυτόματης γραφής και της εσωτερικής επανάστασης πέρα από τα καθιερωμένα κλισέ της τέχνης και της λογοτεχνίας της μέχρι τότε εποχής. Ο Γαλλικός υπερρεαλισμός εκφράζει μια πολύ διαφορετική σχέση μεταξύ πνεύματος και ύλης για τα ελληνικά δεδομένα. Είναι αδύνατον να αντιληφθεί κανείς με την όραση, διότι αποκαλύπτεται μόνο με τη γλώσσα μέσα στην οποία ενυπάρχει υποστήριζαν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.
Περνώντας, λοιπόν στο κομμάτι της έννοιας και της χρήσης του πραγματικού αντικειμένου στην τέχνη του Σουρεαλισμού παραθέτουμε τον ορισμό του κινήματος σύμφωνα με το Μανιφέστο του κινήματος δοσμένο από τον Αντρέ Μπρετόν: «Σουρεαλισμός, όνομα αρσενικό καθαρός ψυχικός αυτοματισμός μέσω του οποίου προτείνεται να εκφραστεί, είτε προφορικώς είτε γραπτώς είτε με οποιαδήποτε άλλο τρόπο η πραγματική λειτουργία της σκέψεως. Υπαγόρευση της σκέψης, υπό την απουσία κάθε ελέγχου ασκούμενου από τη λογική, χωρίς κανένα αισθητικό ή ηθικό μέλημα.»
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα γίνεται αντιληπτό πως το συμβολικό και το φανταστικό αντικείμενο στην ποίηση και στην ζωγραφική παίζει κυρίαρχο ρόλο. Τα αντικείμενα έχουν πραγματική υπόσταση σ’ ένα έργο αλλά δηλώνουν κάτι διαφορετικό στην ερμηνεία τους, διότι επικρατεί το όνειρο, το υποσυνείδητο και η μη λογική. Άλλωστε πολλοί ιστορικοί και κριτικοί τέχνης υποστήριξαν πως σουρεαλιστική είναι η τέχνη στην οποία η ανθρώπινη ύπαρξη δεν αντικειμενοποιεί την πραγματικότητα αλλά αποτελεί ένα μάτι της. Η τέχνη κατά συνέπεια δεν είναι αναπαράσταση αλλά ζωτική βιο-ψυχική του ατόμου μέσω συμβόλων. Από την άποψη της τεχνικής ο Σουρεαλισμός υιοθετεί την Ντανταϊστική απροκατάληπτη αμέλεια είτε στη χρήση φωτογραφικών μεθόδων είτε στην παραγωγή αντικειμένων με συμβολικό τρόπο λειτουργίας.
Το 1936 η Διεθνής Έκθεση των Σουρεαλιστών στο Λονδίνο προκάλεσε σύγχυση στο κοινό εξαιτίας της πληθώρας των αντικειμένων-έργων τέχνης των συμμετεχόντων. Τα αντικείμενα που συμμετείχαν ήταν φυσικά προϊόντα, επεξεργασμένα φυσικά αντικείμενα, object trouve, ready-mades, αντικείμενα από θάλασσα, εργαλεία κλπ. Τα ready-mades του Duchamp και τα object-trouve του Breton παρουσιάζονται ως ξεχωριστά και ιδιαίτερα κληροδοτήματα. Με την ύπαρξη τους σταμάτησε να αναζητείται κάποια επιστροφή στα παλιά καθιερωμένα δεδομένα της αισθητικής.
Το 1930 ο Andre Breton όρισε το τι είναι object-trouve και δήλωσε πως είναι κατασκευασμένα αντικείμενα επεξεργασμένα τα οποία από τη στιγμή που τα διάλεξε ο καλλιτέχνης αναδείχθηκαν ως αξιοπρεπή έργα τέχνης.
Γέφυρα ανάμεσα στο Dada και το Σουρεαλισμό ήταν ο Max Ernst από την Κολωνία. Από το 1920-1921 που ξεκίνησε η διαμάχη μεταξύ των δύο κινημάτων και των δύο εκφραστών τους πολλοί από το Dada εισχώρησαν στο Σουρεαλισμό. Ο Erst ξεχωρίζει για τον τρόπο και τη λεπτομέρεια που χρησιμοποίησε διεισδύοντας στον μυστήριο των δυνάμεων της φύσης. Τα collage του Σουρεαλισμού (και του Dada) τόνιζαν την αξία της μετατροπής ενός μορφικού ευρήματος (όπως ήθελαν και τα parier colle του κυβισμού) σε εικονογραφική πρόκληση με την έννοια της συμπτωματικής σύγκρουσης λογικά ανεξάρτητων πραγματικοτήτων όπως η ομπρέλα, η ραπτομηχανή και το τραπέζι ανατομίας του Lautreamont. Στο έργο του «Το παταφυσικό δάσος» του 1970 ξεκινά την αισιόδοξη πλευρά των έργων του με ένα κολάζ με κομμάτια από φυσικό ξύλο. Ένα ονειρικό τοπίο με έντονο το μπλε χρώμα με αινιγματικό και συμβολικό περιεχόμενο.
Συνεχίζοντας με τα έργα του Max Ernst δύο χαρακτηριστικά collage της σουρεαλιστικής περιόδου είναι το «Δύο παιδιά απειλούνται από ένα αηδόνι» (1924) που είναι λάδι σε ξύλο με ξύλινες προσθήκες και το «Το καπέλο δεν κάνει τον άνθρωπο». Το έργο αυτό με τα υλικά που έρχονται σε ογκομετρική αντίθεση το ένα με το άλλο αποδεικνύει την αρμονία των υλικών σε μια «συστηματική μετατόπιση». Τα υλικά στη σύνθεση τους δημιουργούν έναν συμβολικό πίνακα που αποκαλεί μνήμες του παιδικού παρελθόντος με την ξύλινη πόρτα να δηλώνει την απελευθέρωση του υποσυνειδήτου με μια ιδιαίτερη παραστατικότητα και ζωντάνια.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα παράδοξης και χιουμοριστικής τοποθέτησης των αντικειμένων είναι το «Αναδρομικό μπούστο» (1933) , το «Τηλέφωνο-αστακός» (1936) το «Σουρεαλιστικό αντικείμενο» του Salvador Dali .Τα έργα με τη χρήση πραγματικών αντικειμένων του Salvador Dali είχαν ήδη γίνει αποδεκτά διότι υπήρχε γόνιμο έδαφος για μια τέτοιου είδους αποδοχή το ’30.
Στην έκθεση του 1936 υπήρχαν πάρα πολλές συμμετοχές από τέτοιου είδους σουρεαλιστικών έργων. Έργα που ξεπερνούσαν τον κόσμο της ηθικής του 19ου αι. και την τετριμμένη έννοια της πρώτη ύλη και προέτρεπαν τους καλλιτέχνες να ανατρέψουν τα μέχρι τότε δεδομένα. Από τη στιγμή που ο υπερρεαλισμός αμφισβητούσε την πραγματικότητα έτσι και ο συνδυασμός των αντικειμένων του καλούσε την ενεργοποίηση του υποσυνείδητου και της ποιοτικής σκέψης αμφισβητώντας το ρεαλιστικό.
Για τη δημιουργία τέτοιων έργων ο Μπρετόν είχε δηλώσει πως το πιο εύκολο πράγμα ήταν να προμηθευτούν τα αντικείμενα από τις αγορές και να τα διαμορφώσουν κάνοντας τα πιο προκλητικά. Η νέα αυτή τακτική κατά τον Μπρετόν ονομαζόταν assemblage και είχε τη δυναμική να σπάσει αυτή τη λεπτή επίστρωση της πραγματικότητας πατώντας στο υποσυνείδητο. «Έπρεπε να βρεθεί η συστηματική αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων και κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να διστάζουμε να ζαλίζουμε τις αισθήσεις» δήλωσε ο Αντρέ Μπρετόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «Object» της Openheim. Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάζει μια αίσθηση στη χρηστική αξία του φλυτζανιού και στην αισθησιακή ευχαρίστηση του δέρματος. Ο συνδυασμός και των δύο δημιουργεί μια γλυκιά επιθετικότητα και καθιστά άχρηστο το αντικείμενο. Σε μια προέκταση αυτού το έργο θα μπορούσε να δηλώνει τη σεξουαλική και πολιτική υποδήλωση που ειρωνεύεται την επικρατούσα αρρενωπότητα.