Επιμέλεια: Χρήστος Διαμάντης
Και το Σάββατο στις 11 Νοέμβρη, θα βρεθούμε εκεί Κοντά σ’ αυτούς που πραγματικά νοιάστηκαν για μας.
Για τα 40 χρόνια “Σπυριδούλα”
O Μήτσος, ο Στράτος, η Ειρήνη κι εγώ, εμείς οι τέσσερις αυτοκόλλητοι, είχαμε τον πειρατικό σταθμό μας μακριά από το κέντρο του χωριού. Ένα βράδυ, εκεί που πίναμε, είδαμε το κορμί ενός άντρα να διαγράφεται, περνώντας έξω από το παράθυρό μας. Περίεργο πράγμα τρεις τα ξημερώματα, έμοιαζε φάρσα. Μετά κι άλλο κορμί κι έγιναν δύο τα κορμιά, αλλά έπαψε να είναι αστείο, όταν το ένα κορμί χτύπησε την πόρτα, φωνάζοντας: ” Μήτσο, Χρήστο ανοίξτε να τελειώνουμε”. Ήταν ο μπάτσος κι ο βοηθόμπατσος του χωριού κι εμείς ήμασταν φτιαγμένοι και με τον δίσκο “Φλου” στο πικάπ να είναι ωραίος. “Τη γαμήσαμε”, γύρισα και είπα στην Ειρήνη.
” Μας καρφώσανε πάλι”. Η Ειρήνη πήγε ως την πόρτα κι έπειτα έτρεξε προς το μπάνιο για να κρυφτεί. Ο Μήτσος με κοίταζε κι ο Αποστόλης έβριζε κάποιον που υποψιαζόταν κι εγώ με τη σειρά μου έγνεψα στον Μήτσο ν’ ανοίξει την πόρτα και συγχρόνως πετάχτηκα σαν ελατήριο. Με δυο άλματα έφτασα στο πικάπ, σήκωσα με τέχνη τη βελόνα, άρπαξα το δίσκο και, χωρίς άλλη επιλογή και δεύτερη σκέψη, σήκωσα το στρώμα του μονού κρεβατιού, που ήταν δίπλα, και τον έχωσα ανάμεσα σ’ αυτό και στα φτηνά σανίδια του.
Ο άνθρωπος που μας κάρφωσε εκείνο το βράδυ είναι (γιατί ζει ακόμα) σαν όλους τους ανθρώπους που βασανίζονται από τους φόβους τους σ’ αυτό τον κόσμο, ματώνοντας να επιβιώσουν. Μα κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι, για την αστυνομία δουλεύουν σ’ αυτή τη χώρα τέλος πάντων ;
Καθόμασταν, πίναμε κι ακούγαμε μελοποιημένη ποίηση, η γη μας γύριζε κι ήταν ωραία. Κι ύστερα ήρθαν τα κορμιά να μας πάρουν και τα μηχανήματα και τους δίσκους μας, που όλοι μας είχαμε τσοντάρει για να αγοράσουμε. Έτσι γινόταν τότε: αγοράζαμε έναν και τον ακούγαμε όλοι μαζί παρέα, να γυρνάει και να μας γυρίζει. Κατασχέθηκαν το ίδιο βράδυ. Κι αυτό το ζήσαμε κι αυτό το περάσαμε μαζί κι αυτό πέρασε, όμως εκείνων δεν τους πέρασε, γιατί εμείς είχαμε κοινό νου κι οι νόμοι τους μας ήταν περιττοί.
Ξέραμε τι δεν θέλαμε και γνωριζόμασταν από ελεύθεροι κι ήμασταν αποφασισμένοι να παραμείνουμε και με ό, τι σώθηκε, που ήταν ο δίσκος “Φλου”. Μ’ αυτό το δίσκο όλοι μαζί ξαναστήσαμε τη δισκοθήκη μας έξυπνα κι αθόρυβα κι είχαμε γίνει συνένοχοι. Έλαχε αυτή η μπάντα, η Σπυριδούλα, και όχι τυχαία, να είναι η αφετηρία μας τότε, τον προηγούμενο αιώνα. Τότε που ζούσαμε τον παραλογισμό των μεγάλων και, κάθε φορά που ανησυχούσαμε για κάτι, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να πηδηχτούμε. Έτσι ξεχνιόμασταν κι ήταν μια κοινωνικοποίηση αυτό, όπως και με τους μπάτσους: Τους τη λέγαμε, μας τη λέγανε, γινόταν κάτι κι όχι όπως τώρα με το φέισμπουκ, δράματα κι αρχίδια κοινωνικοποίηση.
Σάμπως ξέρω κι εγώ τι λέω; Μάλλον μεγάλωσα…
Και ναι, ναι πηδιόμασταν! Το κάναμε πολύ και – ευτυχώς για μένα – με ποιότητα. Άλλωστε οι ποιητές, οι διανοούμενοι και οι μουσικοί, μέσα από τα τραγούδια τους, μας είχαν πει πως η γη ήταν γεμάτη από ανθρώπους σαν εμάς, που ονειρευόμασταν και γαμιόμασταν, και δεν είχαμε ιδέα για το τι θα ερχόταν. Κάθε τόσο μας ρουφιάνευε και κάποιος από το χωριό κι από το παραδίπλα χωριό ή από την πόλη κι όσο για μας, κάπου θα βρίσκαμε λεφτά: Μια φορά από τον παππού μου, που μας είχε και αδυναμία, μια άλλη φορά από καθυστερούμενα ταμένα, κάτι σαν στοίχημα σα να λέμε , αν έπιανα μέσο όρο τριμήνου στο σχολείο πάνω από δεκαεπτά π.χ. κι έπιανα δεκαοκτώ κι έτσι κέρδιζα κανένα ψιλό για τους δίσκους μας. Μια μέρα βρήκα στο τότε σουβλατζίδικο του Ασημάκη ένα χιλιάρικο και άλλα δυο χιλιάρικα σε κατοστάρικα και τρία πεντακοσάρικα. Τι σήμαινε αυτό και ποιος το έκανε δεν ήξερα, έσκυψα κι άρχισα να τα χώνω στις κωλότσεπες του μπλουτζίν μου και ανασαίνοντας κανονικά πήρα το σουβλάκι μου, πλήρωσα κι έφυγα και κανείς δεν με σταμάτησε να μου πει τίποτα. Θέλω να πω πως, όταν είσαι αποφασισμένος, τότε είσαι και τυχερός, ακόμη κι αν συνήθως υπήρξες άτυχος.
Τελικά κάτι ποιήματα και το ροκ εν ρολ μας έσωσαν σ’ αυτή τη ζωή.
Δυο χιλιάδες δέκα επτά και ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ 40 χρόνια ALive! at Gagarin 205, Σάββατο 11 Νοεμβρίου, στις 9.00μμ κι είναι σαν να μην άλλαξε τίποτε για μας τους τέσσερις φίλους κι ας άλλαξαν πολλά από τότε. Μοιάζουμε σαν τους “Απόντες” του Γραμματικού πλέον, μόνο που αυτοί ήταν πιο πολλοί κι ο καλύτερός τους αυτοκτόνησε.
Κι ο χαρακτήρας μας, που δεν πίστευε σε τίποτα, ζει ακόμα κι δίσκος μας κι ο μύθος της ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑΣ ζει κι ακόμα κι εμείς, που ανήκουμε στην περήφανη γενιά που “έβγαλε” τις “ΤΡΥΠΕΣ” και τον Γιάννη Αγγελάκα γουστάρουμε που θα τους δούμε μαζί στη σκηνή του Γκαγκάριν. Μαζί τους κι ο αρχηγός των Ατάκτων Δημήτρης (ΜΗΤσ.ο.ς) Πουλικάκος, που εμπνέει ακόμα, κι εκείνος ο τύπος ο Alex K, που στα όνειρά του μόνο είχε φανταστεί να περιοδεύει με τ΄αδέρφια του, τους Last Drive, παρέα με τους -πασίγνωστους τότε ανά τον πλανήτη – Dead Moon (όνειρο να στα περιγράφει).
Και όλη η υπόλοιπη συμμορία, τι συμμορία (;) η γλυκιά συμμορία: Αυτό το ξέρουμε όλοι, όπως και το ότι ζούμε σε μια υπέροχη χώρα, με θαυμάσιο σκηνικό κι άθλια παράσταση, που έλεγε κι ο Τσαρούχης. Το βλέπουμε στα ερημωμένα υπέροχα μέρη και τα δυόμισι χιλιάδες νησιά, ενώ επτά εκατομμύρια βουλιάζουν πλέον σε μια λεκάνη, την Αττική! Άνθρωποι νευρωτικοί, πρεζάκια που αρέσκονται να πληρώνουν περιουσίες στους ψυχολόγους και να κλείνουν τα μπαρ κι αυτό δεν είναι σωστό κι ο γιατρός έχει δίκιο.
Κι εγώ πάντα προτιμούσα αυτούς που γνωρίζουν απ’ αυτούς που πιστεύουν κι εμείς, όλοι μαζί οι Άτακτοι, το Σάββατο στις 11 Νοέμβρη, θα βρεθούμε εκεί: Κοντά σ’ αυτούς που πραγματικά νοιάστηκαν για μας.