Στην μπάρα. Στη μια άκρη εγώ, λίγο παραπέρα αυτή. Μπύρες μπροστά μας. Τα χέρια της. Όλος ο κόσμος της, όλη η ζωή της βρίσκεται εκεί. Σπασμένος μέσος. Δεν τον έφτιαξε ποτέ. Κάποτε το κόκαλο χωρίστηκε, πόνεσε. Ακόμη πονάει. Δυο δρόμοι κάτω απ’ το δέρμα της, δυο σκληροί δρόμοι ανοίγουν την αθέατη σάρκα ως την άκρη της αφής της. Πώς χαϊδεύει; Πώς θα με χάιδευε με αυτό το δάχτυλο;
(Ζούσα τις νύχτες. Τώρα τρέμω και μόνο που δύει ο ήλιος. Έχει αλλάξει ο κόσμος μου. Δεν είναι φίλος μου πια το σκοτάδι. Δε βγαίνω, με κουράζουν τα κορίτσια που γνωρίζω το βράδυ. Με τρομάζουν οι άντρες που μου μιλάν. Χειρότερα είναι στο σπίτι όμως. Οι τοίχοι κλείνουν, το ταβάνι χαμηλώνει, το πάτωμα ανοίγει και με τραβάει σε μιαν άβυσσο άγχους και σπασμών στο στομάχι. Τα μολύβια μου δεν ξύνονται, οι μύτες τους σπασμένες εδώ και μήνες. Τα cd σκόρπια και χαραγμένα. Μόνο έτσι εξασφαλίζω τη βεβαιότητα του κάστρου μου, μόνο έτσι μπορώ να αμυνθώ σε στίχους και στοχευμένες νότες.)
Ένα βραχιόλι στο δεξί καρπό. Ασημένιο. Δε με κοιτάζει, παίζει με την μπύρα της. Το αγγίζω ελαφρά να μη με καταλάβει. Ναι, όπως το φαντάστηκα. Είναι μίθριλ. Ασημένιο ατσάλι. Ελαφρύτερο κι απ’ τα δύο, ανθεκτικότερο κι απ’ τα δύο. Την κοιτάζω απ’ το πλάι. Ξέρει άλλος σε ετούτον τον πλανήτη ότι έχεις πάει στη Μόρια; Ξέρει άλλος ότι κατέβηκες στα έγκατα της γης, ότι σε υποδέχτηκαν οι νάνοι στο βασίλειό τους, ότι σε ερωτεύτηκαν, ότι σε φίλεψαν με το πολυτιμότερο των μετάλλων τους;
Μίθριλ. Αυτό θα την σώσει, βάζοντάς το μπροστά απ’ την καρδιά της, όταν βέλη που άλλους θα τρυπούσαν χωρίς αντίσταση, θα κατευθύνονται προς τα εκεί. Όταν άλλοι -ήδη τρυπημένοι- θα κλαιν, θα χτυπιούνται, θα σφαδάζουν, όταν άλλοι θα γράφουν γράμματα, θα αφιερώνουν θάλασσες, θα φυσάν ανέμους, αυτή θα συνεχίζει ψυχρά προστατευμένη. Ξέρω, θέλει δύναμη ετούτος ο κόσμος για να τον ζήσεις. Στις επιλογές είναι και οι εικονικοί θάνατοι πρώην αγαπημένων. Σχεδόν σε όλων τις επιλογές. Αυτό το “σχεδόν” όμως το είχαν υπολογίσει οι νάνοι όταν της έδιναν το μίθριλ; Τη γενετήσια παρόρμησή της να κάνει τα πάντα για εκείνον, με εκείνον, την είχαν υπολογίσει;
(Δεν ήμουν ποτέ έτσι. Εγωιστής και βέβαιος για το πολύ μου, άφηνα τις φτέρνες μου ακάλυπτες, τους τένοντές μου αφύλαχτους. Δε φοβόμουν κανέναν γιατί ήξερα ότι κάθε σπαθί θα μάγκωνε μπροστά σε όσα μπορούσα να δώσω, μπροστά στη σύγκριση με του καθενός τον πάγκο. Εκεί ξεγελάστηκα. Στην απόσταση του ίδιου ρήματος που ένωνε ως γέφυρα το “μπορούσα”. Τι έδινα όμως; Κάποιος ξεθηκάρωσε και με μάτωσε. Κομμένοι και οι δυο μου τένοντες πια. Τώρα σέρνομαι. Έχω χάσει; Όχι. Αλλά δε φτάνει να θέλω να σηκωθώ. Χρειάζεται και χέρι που να θέλει να με τραβήξει.)
Ένα γλάρος στον αριστερό της καρπό. Ένα στίγμα μελάνης που ξεδιψάει απ’ τις ρέουσες φλέβες που περνάν από εκεί. Το χαϊδεύει στην αμηχανία της. Το “περπατάει” στη νευρικότητά της. Ένα από μνήμης περίγραμμα ελευθερίας.
Είχα δει ένα όνειρο κάποτε. Το ίδιο τατουάζ σε χιλιάδες χέρια. Ένα δυστοπικό μέλλον και μια εξουσία που κυνηγούσε όσους με τον συγκεκριμένο γλάρο δήλωναν αντίσταση υμνώντας την ελευθερία. Πάντα ο αέρας, πάντα τα πουλιά της θάλασσας θα είναι αντικαθρεφτίσματα του “φεύγω”, του “δεν φυλακίζομαι”. Έτρεχαν οι άνθρωποι, κρύβονταν, καμάρωναν για την επιλογή τους να πουν όχι στο όμοιο, στην υποταγή. Όποιος συλλαμβανόταν έχανε το χέρι του. Στρατιές ολόκληρες με κομμένα χέρια κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Ήταν οι “στιγματισμένοι των γλάρων”. Ήταν η κατά παράδειγμα τιμωρία των λυμένων κορδονιών και των σχισμένων σουτιέν. Της κάθε ελευθερίας του μυαλού και του σώματος. Τρελαινόταν η εξουσία. Έψαχναν να βρουν ποιος χάραζε τα τατού, πώς στρατολογούνταν οι πολίτες στο κίνημα των γλάρων, γιατί ρίσκαραν την αρτιμέλειά τους για ένα “όχι”.
Θες να σου πω το όνειρό μου; Σε ενδιαφέρει ή θα με βαρεθείς; Σου λένε άλλοι καλύτερες ιστορίες; Θες να σου πω για κόσμους που τα όχι ματώνουν τα χείλη στα φιλιά; Γύρνα κοίτα με στα μάτια. Σε ξέρω από παλιά. Δεν είναι η πρώτη φορά που κάθομαι δίπλα σου. Διαλέγω δύσκολα ώμους να ακουμπήσω τους ψιθύρους μου, λαιμούς να φτιάξω χάρτες. Ελευθερία είναι να είσαι θαλασσοπούλι, να μην αντισταθμίζεις με λογική τις συνέπειες των όχι που έρχονται απ’ την ψυχή σου, απ’ τα ανερεύνητα βάθη σου. Ελευθερία δεν είναι οι υπολογισμένοι δρόμοι, δεν είναι δυο ρόδες που γυρίζεις τον κόσμο. Ελευθερία είναι να είσαι εσύ που εξαιτίας σου γυρίζει ο κόσμος και καθετί που βρίσκεται πάνω του. Έχεις το τατού. Θες στους επόμενους αιώνες, σε ετούτη την μπάρα, όπου κόσμου, να σου λέω γι’ αυτό;
-Τελείωσαν οι μπύρες. Να κεράσω μία ακόμη;
*Ο πίνακας είναι σχέδιο της Μαΐτας Χατζηιωαννίδου πάνω στο κείμενο. Είναι κομμάτι απ’ τα σωθικά του.