Tου Τάσου Κωστόπουλου
«Η επιβίωση του καπιταλισμού απαιτεί κάποιες πολιτικές θυσίες»
Χοσέ-Μαρία Αρέιλζα, Ισπανός ΥΠΕΞ (30/12/1975)
H σκιά του παρελθόντος βαραίνει καθοριστικά τις επιλογές των ανθρώπων –ιδίως όταν αυτή παραπέμπει όχι σε μακρινές εποχές, αλλά σε απτά βιώματα των παιδικών και εφηβικών τους χρόνων.
Το επιβεβαίωσαν, για ακόμη μία φορά, οι πρόσφατες σκηνές γύρω από τα εκλογικά τμήματα της Καταλονίας: εκείνο το αποφασισμένο πλήθος των γκριζομάλληδων μεσηλίκων που έδινε επί ώρες μάχη με τα ΜΑΤ για το δικαίωμά του να ψηφίσει, αψηφώντας κλομπιές και πλαστικές σφαίρες, παρέπεμπε περισσότερο σε τελετουργία αναβίωσης των αγώνων της δεκαετίας του 1970 για δημοκρατία παρά σε κινητοποίηση οπαδών ενός κλασικού εθνικιστικού κινήματος.
Οσες επιφυλάξεις κι αν έχει κανείς απέναντι σ’ ένα αποσχιστικό εγχείρημα, δεν μπορεί λοιπόν παρά να συνυπολογίσει αυτή την παρακαταθήκη αντιαυταρχικών ανακλαστικών που προσέδωσε στην ψηφοφορία της περασμένης Κυριακής τον χαρακτήρα (και) μιας μάχης για τη δημοκρατία.
Γιατί η μακρόσυρτη ισπανική μεταπολίτευση της δεκαετίας του 1970, πολύ λιγότερο προσφιλής ως ιστορική αναφορά απ’ ό,τι το ελληνικό και πορτογαλικό ισοδύναμό της, σημαδεύτηκε από μια θεμελιώδη αντίφαση: ένα συγκλονιστικό μαζικό κίνημα για δημοκρατία, αντιμέτωπο με την αμείλικτη κρατική καταστολή και τις εξίσου θανατηφόρες επιθέσεις μιας πάνοπλης παρακρατικής Ακροδεξιάς, κατέληξε σ’ έναν άδοξο συμβιβασμό με την «εκσυγχρονιστική» πτέρυγα του δικτατορικού καθεστώτος.
Με τελικό αποτέλεσμα ένα κοινοβουλευτικό σύστημα που ενσωμάτωσε ουκ ολίγα κατάλοιπα του φρανκισμού, μεταμφιεσμένα σε «κεντρώες» δυνάμεις που μάχονταν ενάντια στον εθνικό και πολιτικό «εξτρεμισμό».
Μεταρρύθμιση ή επανάσταση
Το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό μέσα στο οποίο δρομολογήθηκε η μετάβαση από τη σαραντάχρονη δικτατορία του Φράνκο σ’ έναν αμοιβαία αποδεκτό κοινοβουλευτισμό καθορίστηκε από τη σωρευτική συνδρομή τεσσάρων παραγόντων:
Στις 30/7/1974 η εξόριστη ηγεσία του τελευταίου συγκρότησε στο Παρίσι μια «Δημοκρατική Συσπείρωση» με προσωπικότητες της αντιδικτατορικής Δεξιάς, με διακηρυγμένο στόχο την οργάνωση γενικής απεργίας και τη συγκρότηση «μεταβατικής κυβέρνησης». Τον θάνατο του Φράνκο (20/11/1975) θ’ ακολουθήσει έτσι μέσα στο πρώτο δίμηνο του 1976 ένα πρωτόγνωρο απεργιακό κύμα –κι εξίσου μαζικές διαδηλώσεις στη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη και τη Χώρα των Βάσκων υπέρ της αμνηστίας.
Αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο μιας μεσοπρόθεσμης κοινωνικής ανατροπής, τα δυναμικότερα τμήματα των επιχειρηματικών κύκλων που ανέδειξε το «οικονομικό θαύμα» των προηγούμενων χρόνων προχώρησαν ήδη μέσα στο 1974 σε επαφές με τη μικροσκοπική αστική αντιπολίτευση, υποδεικνύοντας την ανάγκη πολιτικής φιλελευθεροποίησης προκειμένου ν’ αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας μετωπικής αναμέτρησης.
Παρόμοιες αντιλήψεις άρχισαν να διαπερνούν και τη νέα γενιά γραφειοκρατών του φαλαγγίτικου κράτους, που ενδιαφερόταν κυρίως για την καριέρα της και λιγότερο για τη μακροβιότητα των μετεμφυλιακών ιδεολογημάτων.
«Η επιβίωση του καπιταλισμού απαιτεί κάποιες πολιτικές θυσίες», σημείωσε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του (30/12/1975) ο υπουργός Εξωτερικών Χοσέ-Μαρία Αρέιλζα, ένας παλαίμαχος φρανκικός διπλωμάτης που διέγνωσε έγκαιρα τις απαιτήσεις των νέων καιρών (Preston 2005, σ.59).
Την ελεγχόμενη μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό ευνοούσαν επίσης οι ΗΠΑ και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΟΚ.
Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, οι πρώτες είχαν εντάξει την Ισπανία στο στρατιωτικό δίκτυο του «ελεύθερου κόσμου» αλλά όχι και στην πολιτική δομή του ΝΑΤΟ.
Οι δεύτερες, παρά τις επωφελείς οικονομικές δοσοληψίες τους με την Ισπανία, έθεταν τον θεσμικό εκδημοκρατισμό της χώρας ως απαραίτητη προϋπόθεση μιας μελλοντικής ένταξης.
Τριφασική «αυτοκτονία»
Πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετάβαση θ’ αναλάβει ο νεαρός βασιλιάς Χουάν Κάρλος, σαρξ εκ σαρκός του καθεστώτος, η παρουσία του οποίου στην κεφαλή του κράτους αμφισβητούνταν όχι μόνο από τους νοσταλγούς της μεσοπολεμικής Δημοκρατίας αλλά κι από μια πλειάδα διεκδικητών του θρόνου –με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο του τον πατέρα, Δον Χουάν, που είχε αρνηθεί να συμπράξει με τον Φράνκο.
Ειδοποιό στοιχείο της ισπανικής μεταπολίτευσης υπήρξε ως εκ τούτου η διασφάλιση μιας τυπικής θεσμικής συνέχειας με το δικτατορικό παρελθόν.
Προτού υποβληθεί σε δημοψήφισμα, το νέο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο θα υποβληθεί λ.χ. για έγκριση στα επίσημα όργανα της «οργανικής δημοκρατίας» του Φράνκο: το Εθνικό Συμβούλιο του Εθνικού Κινήματος των φαλαγγιτών και τη διορισμένη συντεχνιακή «Βουλή».
Τα τελευταία θ’ αυτοκτονήσουν πολιτικά εκχωρώντας τη συναίνεσή τους –αποτέλεσμα μιας ολόκληρης παράδοσης άνευ όρων υποταγής στην ηγεσία, αλλά και της βεβαιότητας πολλών μελών τους ότι θα συνέχιζαν δικαιωματικά την καριέρα τους ως εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του έθνους.
Από τον θάνατο του Φράνκο μέχρι τη θέσπιση του (ισχύοντος ώς σήμερα) Συντάγματος κύλησαν τρία ολόκληρα χρόνια, που από τους ιστορικούς χωρίζονται σε τρεις διαφορετικές φάσεις:
Τυπικό προϊόν της πολιτικής γραφειοκρατίας του φρανκισμού, διευθυντής της ραδιοτηλεόρασης επί Καρέρο Μπλάνκο κι επικεφαλής (με υπουργικό αξίωμα) του Εθνικού Κινήματος το 1975-76, ο 44χρονος Σουάρεθ εξέφρασε τη νέα γενιά φαλαγγιτών της καριέρας, που εν μιά νυκτί μετατράπηκαν από γρανάζια ενός φασιστικού κρατικού κόμματος σε πολιτικά στελέχη μιας «κεντρώας» μεταρρυθμιστικής πλειοψηφίας.
Η μεταρρυθμιστική κυβέρνηση θ’ ανακτήσει την ηγεμονία στο πολιτικό πεδίο, συνδιαλεγόμενη με την αντιπολίτευση αλλά αποφεύγοντας να διαπραγματευτεί μαζί της το περιεχόμενο των αλλαγών και διασφαλίζοντας την ανοχή των ενόπλων δυνάμεων.
Η δεύτερη αυτή φάση ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1977, με τη διενέργεια των πρώτων βουλευτικών εκλογών που ανέδειξαν την Ενωση Δημοκρατικού Κέντρου (UCD) του Σουάρεθ σε πρώτη δύναμη και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) του 35χρονου Φελίπε Γκονσάλες σε αξιωματική αντιπολίτευση, ωθώντας το ΚΚΙ στο περιθώριο με 9,3%.
Η αντίσταση του «Μπούνκερ»
Απέναντι σ’ αυτό το μεταρρυθμιστικό σχέδιο τα υπολείμματα του παλιού καθεστώτος (γνωστά ως «το Μπούνκερ», όρος που παρέπεμπε στο ύστατο αρχηγείο του Χίτλερ) αντέταξαν μιαν απεγνωσμένη όσο και απρόσφορη άμυνα.
Ανώτεροι στρατιωτικοί παραιτήθηκαν απευθύνοντας μεγαλόστομα εθνικόφρονα διαγγέλματα, θυρωροί και νυχτοφύλακες που διασφάλιζαν την πρωτοβάθμια επιτήρηση του εσωτερικού εχθρού επάνδρωσαν το κόμμα των νοσταλγών (Λαϊκή Συμμαχία), οι γόνοι των ένστολων πύκνωσαν τις τάξεις των ακροδεξιών παρακρατικών ομάδων που από την εποχή του Καρέρο Μπλάνκο χρησιμοποιούνταν ως ανεπίσημη δύναμη κρούσης κατά των αντιφρονούντων.
Μέσα στην επταετία 1975-1981 τα θύματα αυτής της Ακροδεξιάς ανήλθαν σε 77 –τα μισά περίπου στη Χώρα των Βάσκων στο πλαίσιο ενός «βρόμικου πολέμου» κατά του αποσχιστικού κινήματος.
Τελικά η ακροδεξιά τρομοκρατία εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ. Το εντυπωσιακότερο πλήγμα της, η ομαδική δολοφονία πέντε εργατολόγων του ΚΚΙ (24/1/1977), αντί να προβοκάρει την Αριστερά επιτάχυνε την αποδοχή της από το πολιτικό σύστημα.
Η αυτοσυγκράτηση των κομμουνιστών, εξηγεί ένας ιστορικός που πολιτεύτηκε με την UCD, «έδειξε πως το ΚΚΙ ήταν ικανό να ελέγξει τις μάζες του και να ενεργήσει τόσο υπεύθυνα, ώστε κάθε απόπειρα των στρατιωτικών να παρέμβουν με δικαιολογία τη δημόσια τάξη θα στερούνταν κάθε επίφαση νομιμότητας» (Tusell 2007, σ.287).
Εξίσου άκαρπες αποδείχτηκαν οι συνωμοτικές κινήσεις στο στράτευμα, παρά την πρωτοφανή ανοχή που επέδειξε απέναντί τους η κυβέρνηση Σουάρεθ.
Για τους περισσότερους στρατιωτικούς η νομιμοφροσύνη προς τη μοναρχία αποδείχτηκε τελικά επαρκές κίνητρο (ή δικαιολογία) για την αποφυγή εμπλοκής σε απόπειρες εκτροπής.
Κάποιοι αμετανόητοι συνελήφθησαν το 1978, μία μέρα προτού απαγάγουν την κυβέρνηση και συστήσουν «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας»· ο επικεφαλής τους, συνταγματάρχης Αντόνιο Τεχέρο, τιμωρήθηκε με επτάμηνη φυλάκιση και… παρέμεινε εν ενεργεία στην Εθνοφρουρά.
Στις 23/2/1981 θα καταλάβει με τους άντρες του (και το πιστόλι στο χέρι) τη Βουλή, κρατώντας επί ώρες ομήρους το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας, ως αιχμή του δόρατος ενός πραξικοπήματος ανώτατων αξιωματικών με ανταγωνιστικές φιλοδοξίες. Οπερετικό κίνημα που τελικά κατέρρευσε χάρη στην αντίθεση του βασιλιά και την ασυνεννοησία των ηγετών του.
Από τη «ρήξη» στο «σύμφωνο»
↪ Στιγμιότυπα μιας μετάβασης. Το απεργιακό κύμα των αρχών του 1976 (πάνω αριστερά) άνοιξε τον δρόμο για την έγκριση της μεταρρύθμισης από τη διορισμένη «Βουλή» του Φράνκο (18/11/1976, δεξιά), τη νομιμοποίηση του ΚΚΙ (9/4/1977 κάτω αριστερά) και τις βουλευτικές εκλογές της 15ης Ιουνίου 1977 (δεξιά, το πρωθυπουργικό ζεύγος Σουάρεθ στην κάλπη)
Καθώς σχεδόν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, από τους σοσιαλδημοκράτες ώς τους μαοϊκούς, αποδέχονταν μια «αστικοδημοκρατική λύση» ως αναγκαίο πρώτο στάδιο ή ως μοναδική ορατή διέξοδο, το διακύβευμα της παρέμβασής της αφορούσε κυρίως την έκταση της συμβολής της στην τελική σύνθεση που, ήδη από την άνοιξη του 1976, περιγραφόταν ως «συμφωνημένη ρήξη» (ruptura pactada).
Όπως επισημαίνει ο ίδιος συντηρητικός ιστορικός, τελικά «ο ρόλος της Αριστεράς κατά τη μετάβαση ήταν να εξουδετερώσει άλλες, επαναστατικότερες επιλογές» (Tusell 2007, σ.272).
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ενώ βρισκόταν ακόμη στην παρανομία (10/12/1976), ο γ.γ. του ΚΚΙ, Σαντιάγο Καρίγιο, πρότεινε ως αντάλλαγμα για τη νομιμοποίηση του κόμματος την εκ μέρους του αποδοχή ενός «κοινωνικού συμβολαίου» για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η αστυνομία τον συνέλαβε τις επόμενες εβδομάδες, για ν’ αφεθεί ελεύθερος μέσα σε λίγες μέρες από μια αμήχανη κυβέρνηση.
Το Κ.Κ. νομιμοποιήθηκε την Κυριακή του Πάσχα προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις και πέντε μέρες αργότερα αποδέχτηκε επίσημα τη μοναρχία και τη δίχρωμη σημαία που είχε επιβάλει ο Φράνκο αντί για την τρίχρωμη της Ισπανικής Δημοκρατίας.
Το PSOE πάλι, ενώ υιοθέτησε έναν έντονα ριζοσπαστικό ρόλο, διατηρούσε υπόγειες επαφές με την αμερικανική διπλωματία και το συνδικάτο του ενισχύθηκε χρηματικά από τις ΗΠΑ για ν’ ανταγωνιστεί τις κομμουνιστικές «Εργατικές Επιτροπές».
Μετά το 1979 θα βάλει οριστικά πλώρη για την εξουσία, εκκαθαρίζοντας τις γραμμές του από παλιούς αγωνιστές και ριζοσπάστες νέους.
Στη διάρκεια των εκλογών του 1977 τόσο το ΚΚΙ όσο και το PSOE εστίασαν επίσης την πολεμική τους αποκλειστικά και μόνο στην ακροδεξιά Λαϊκή Συμμαχία, αφήνοντας την κυβερνητική UCD στο απυρόβλητο.
Η συνθηκολόγηση θα επισφραγιστεί με το «σύμφωνο της Μονκλόα» που υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 1977 απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα.
Για το περιεχόμενο και τα αποτελέσματά του συμφωνούν απόλυτα όλοι οι ιστορικοί, ανεξαρτήτως αποχρώσεων.
Χαρακτηριστικό δείγμα από τη μονογραφία του Πολ Πρέστον:
«Η Αριστερά αποδέχτηκε πλαφόν 20-22% στις αυξήσεις μισθών, τη στιγμή που ο πληθωρισμός ήταν 29%, μαζί με μια σειρά μονεταριστικών μέτρων για τον περιορισμό των πιστώσεων και των δημόσιων δαπανών. Σε αντάλλαγμα η κυβέρνηση υποσχέθηκε μείζονες δομικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως στη γεωργία και το φορολογικό σύστημα, ανέλαβε ν’ αναδιοργανώσει την αστυνομία κι εγγυήθηκε την επιστροφή της περιουσίας των συνδικάτων που είχαν κατασχέσει οι φρανκικοί μετά τον εμφύλιο. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση εκπλήρωσε λίγες από τις υποσχέσεις της και κατά συνέπεια η ισπανική εργατική τάξη σήκωσε το κύριο βάρος της οικονομικής κρίσης. Μέσα στην επόμενη τριετία ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 15%, η δε ανεργία εκτινάχθηκε από το 7% σε σχεδόν 13%» (Preston 2005, σ.102).
Για την ανατροπή του ταξικού συσχετισμού εξίσου εύγλωττη είναι η λακωνική επισήμανση ενός σύγχρονου παρατηρητή (Aramberri 1979, σ.202-3):
«Ως ποσοστό του ΑΕΠ, το μερίδιο των μισθών μειώθηκε το 1977-78 για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια».
Ο καλός, ο κακός και ο άσχετος
Tην επαύριο του «συμφώνου της Μονκλόα», οι ηγέτες των δυο κομμάτων της ισπανικής Αριστεράς επισκέφτηκαν τις ΗΠΑ: ο μεν σοσιαλιστής Γκονσάλες επίσημα, ο δε κομμουνιστής Καρίγιο για ομιλίες σε Πανεπιστήμια (Γέιλ, Χάρβαρντ κ.ά.) κι επαφές με το πανίσχυρο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.
Για τον χειρισμό των δυο πολιτικών αποκαλυπτικές είναι οι σχετικές οδηγίες του Αμερικανού πρέσβη στη Μαδρίτη, Ουέλς Στάμπλερ.
Ο φέρελπις νέος
Για τον Γκονσάλες ο πρέσβης είναι σχεδόν ενθουσιώδης. Η επίσκεψή του στις ΗΠΑ, εξηγεί, προσφέρει μιαν «εξαιρετική ευκαιρία να πάρουμε τα μέτρα ενός νέου ανθρώπου που θα μπορούσε να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός της Ισπανίας και να τον επηρεάσουμε. […] Μας δίνει την ευκαιρία να επηρεάσουμε ένα νεαρό Ευρωπαίο σοσιαλιστή ηγέτη, η πολιτική σκέψη του οποίου ακόμη αποκρυσταλλώνεται. […] Εχω γνωρίσει καλά τον Γκονσάλες και τον βρίσκω πάντοτε πραγματιστή, πολιτικά οξυδερκή, σπιρτόζο, σχεδόν ευθύ και με μια ευχάριστη αίσθηση του χιούμορ. Είναι βαθιά στρατευμένος στη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Εχω διαπιστώσει επίσης ότι κρατά τον λόγο του. Μολονότι θεωρεί τον εαυτό του μαρξιστή, ο μαρξισμός του λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης, όχι ως ζουρλομανδύας των αντιλήψεών του. Διαφωνούμε σε μια σειρά ζητήματα, όπως η συμμετοχή της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ και τα δικαιώματα των ΗΠΑ στις βάσεις τους στην Ισπανία. Πιστεύω πως υπάρχουν περιθώρια για ειλικρινή διάλογο και σταδιακή εκπαίδευση σε τομείς στους οποίους ο Γκονσάλες δεν έχει ιδιαίτερα εντρυφήσει» (11/11/1977, αρ. 8617).
Στην ίδια έκθεσή του ο Στάμπλερ προειδοποιεί για τις παρενέργειες μιας ενδεχόμενης πίεσης: «Δεν θα ’πρεπε να τον επιπλήξουμε σφοδρά για το θέμα του ΝΑΤΟ. Καλύτερα αυτό να το αφήσουμε στους συμμάχους μας, ιδίως τους Γερμανούς».
Τελική εκτίμηση του πρέσβη, μετά την επάνοδο του Γκονσάλες και σχετική συζήτηση με τον γραμματέα διεθνών σχέσεων του PSOE, Λουίς Γιάνες, ήταν ότι «το ταξίδι, δίχως να καταλήξει σε κανέναν απότομο προσηλυτισμό, τουλάχιστον άφησε θετικές εγχαράξεις» (23/11/1977, αρ. 9325).
Το λενινιστικό στίγμα
Εντελώς διαφορετικές οδηγίες συνόδευαν τον Καρίγιο, τον πρώτο κομμουνιστή ηγέτη δυτικής χώρας που επισκέφτηκε ποτέ τις ΗΠΑ.
«Φαίνεται πως έχει βαθιά επηρεαστεί από το τραύμα του εμφυλίου πολέμου και τη μακροχρόνια εξορία του [και] φαίνεται πεισμένος πως οι συνθήκες στην Ισπανία και τη Δυτική Ευρώπη δεν ευνοούν γενικά μια επαναστατική προσέγγιση», επισημαίνει ο Στάμπλερ (14/11/1977, αρ. 8876).
Προκειμένου δε να σταθεροποιηθεί ο εκδημοκρατισμός της χώρας και να καθησυχαστούν οι ΗΠΑ, ο γ.γ. του ΚΚΙ αποδέχεται ακόμη και την «αναβολή όσων αποτελούν βασικά κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα για τους κομμουνιστές».
Σε αντίθεση όμως με τον «μαρξισμό» του νεαρού Γκονσάλες, προειδοποιεί ο πρέσβης, εδώ τα πράγματα δεν επιδέχονται ιδιαίτερες παρεμβάσεις:
«Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πρέπει να συσκοτίσει το γεγονός πως ο “Ευρωκομμουνισμός” λίγο διαφέρει από ένα λεπτό επίχρισμα όσον αφορά το ΚΚΙ ως σύνολο, και πως η συμπεριφορά του κόμματος μετά τον Καρίγιο παραμένει ανοιχτό ζήτημα». Ακόμη και ο τελευταίος άλλωστε «ενώ επανερμηνεύει τον λενινισμό, εξακολουθεί να ασπάζεται τον Λένιν, το δε ΚΚΙ εξακολουθεί να λειτουργεί εσωτερικά βάσει του λενινιστικού μοντέλου –του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, που αρμόζει περισσότερο σ’ ένα επαναστατικό κόμμα πρωτοπορίας παρά σ’ ένα δημοκρατικό».
Μάθημα γεωγραφίας
Η επίσημη επίσκεψη του Χουάν Κάρλος στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 1976 θεωρείται καθοριστική στιγμή της ισπανικής μεταπολίτευσης, καθώς αμέσως μετά την επιστροφή του στη Μαδρίτη απέπεμψε τον πρωθυπουργό Αρίας Ναβάρο και διόρισε στη θέση του τον Αντόνιο Σουάρεθ.
Στα προσπελάσιμα αμερικανικά αρχεία τα περισσότερα έγγραφα που αφορούν την προετοιμασία και διεξαγωγή του βασιλικού ταξιδιού παραμένουν απόρρητα.
Εξαίρεση αποτελούν τα πρακτικά της σύντομης συνάντησης του βασιλιά με τον πρόεδρο Φορντ και τον Χένρι Κίσινγκερ στον Λευκό Οίκο το πρωί της 2/6/1976.
Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμά τους που αφορά την Ισπανία:
«ΦΟΡΝΤ: Θα ήθελα πολύ ν’ακούσω για τις εξελίξεις στην Ισπανία αφότου ήρθατε στην εξουσία.
ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ: Ολες οι πολιτικές ομάδες δεν ήθελαν απότομη αλλαγή, οπότε γίνεται αργά αλλά ομαλά. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να πάμε κάπως γρηγορότερα, αλλά προχωρά. Είχαμε κάμποσους μπελάδες –τον περασμένο Φεβρουάριο λόγου χάρη. Και ο Τύπος δεν βοηθά.
ΦΟΡΝΤ: Ποτέ δεν βοηθά.
ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ: Εχουμε πάνω από 150 πολιτικές μικροομάδες. Τους λέμε ότι πρέπει να συνασπιστούν. Θα έχουμε εθνικές εκλογές πριν από τις δημοτικές. [Το αντίστροφο] ήταν ένα λάθος που έκανε ο παππούς μου το 1931. Θα γίνουν το φθινόπωρο και οι δημοτικές την ερχόμενη άνοιξη.
ΦΟΡΝΤ: Χαιρόμαστε να βλέπουμε την πρόοδο που έχετε κάνει. Οπως ξέρετε, σταθερή θέση μας είναι πως η Ισπανία πρέπει να επανενταχθεί στην Ευρώπη. Ξέρετε τη στάση που κράτησα τον περασμένο Μάιο στο ΝΑΤΟ. Αισθανόμαστε πως υπάρχει κάποια πρόοδος.
ΑΡΕΪΛΖΑ (Ισπανός ΥΠΕΞ): Ναι. Ο γ.γ. Λουνς και ο στρατηγός Χέιγκ είπαν ότι θα δεχτούν Ισπανούς παρατηρητές στους οργανισμούς του ΝΑΤΟ.
ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ: Κι ύστερα θ’ αρχίσουμε συνομιλίες με τους Εννέα [την ΕΟΚ].
ΑΡΕΪΛΖΑ: Ολοι οι Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται για τις πολιτικές προόδους που έχουμε κάνει. Ελπίζουμε ν’ αρχίσουμε συνομιλίες για πλήρη ένταξη στην Κοινή Αγορά, αλλά θα πάρει χρόνια.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Οι Ολλανδοί θα σας δημιουργήσουν προβλήματα.
ΑΡΕΪΛΖΑ: Δεν είναι και τόσο κακοί.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Ο υπουργός Εξωτερικών τους είναι εντάξει, αλλά ο πρωθυπουργός δεν είναι.
ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ: Ο Σουηδοί δεν είναι πολύ φιλικοί. Ο Πάλμε.
ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ: Δεν ανήκουν όμως στην ΕΟΚ».