Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρόλος και η θέση των συνταγματολόγων σε περιόδους συνταγματικής κρίσης. Σε τέτοιες περιόδους η σιωπή , η ουδετερότητα , η απόσταση από τα πράγματα ισοδυναμεί με συνενοχή , με ανοχή, με σιωπηρή νομιμοποίηση, και για το Αρ.Μάνεση ως έναν εκ φύσεως ελευθερόφρονα επιστήμονα , πολίτη και ακαδημαϊκό αυτό δεν ήταν συνάδον με τον αξιακό του κώδικα.
Ως γνήσιο πνευματικό παιδί , αλλά και φυσικός διάδοχος του Α.Σβώλου, συνέχισε τη προοδευτική, φιλελεύθερη συνταγματική παράδοση, και τις κρίσιμες ώρες δεν επέλεξε τη σιωπή και την απάθεια όπως έκαναν αρκετοί ομότεχνοι του, αλλά συγκρούστηκε ανοιχτά με τις αντιδημοκρατικές δυνάμεις, ήδη από το 1965 όταν και κατήγγειλε τα “Ιουλιανά” ως συνταγματική εκτροπή, ενώ ο ομόλογος του στην Αθήνα δεν έκρινε επιλήψιμη την εξώθηση σε παραίτηση του Γεώργιου Παπανδρέου.
Ο Αρ. Μάνεσης μέχρι και τη τελευταία στιγμή πριν τη καθαίρεση του, αλλά και μετά όταν γοητεύτηκε από τις αρχές του “δυτικού Μαρξισμού” , υπήρξε ο θεωρητικός εκφραστής του αντιδικτατορικού αγώνα μέσα από τις συγκλονιστικές παραδόσεις του ως καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου (όσο μπορώ θα διδάσκω το Συνταγματικό Δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτικής ελευθερίας), μέσα από τις οποίες στην πραγματικότητα απονομιμοποιούσε (απο-συνταγματοποιούσε) το δικτατορικό καθεστώς. Η δράση του αποτέλεσε τη πνευματική προμετωπίδα του φοιτητικού κινήματος που εκδηλώθηκε κυρίως μέσα στους “ανοιχτούς κόλπους” της Νομικής . Κίνημα το οποίο χάραξε τη νέα συντακτική και ιδεολογικοπολιτική που ακολούθησε η χώρα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Μετά τη καρατόμηση του από το καθεστώς , ο Αρ.Μάνεσης βρέθηκε στο Παρίσι στις αρχές του 1970. Είναι έντονα τα σημάδια που άφησε αυτό το πέρασμα στη νομικοπολιτική και ηθικοπολιτική σκέψη του Αρ.Μάνεση αφού τότε ήρθε σε επαφή με το ρεύμα του “ευρωκομμουνισμού ή του δυτικού μαρξισμού”, το οποίο φιλοδοξούσε να δώσει μια διέξοδο στο πνεύμα αμφισβήτησης που γέννησε ο Μάης του 68’. Ο Αρ.Μάνεσης όπως και ο J.Habermas, γοητεύτηκαν σα νομικοί , από το πνεύμα του “ευρωκομμουνισμού’’ , κυρίως επειδή υπήρξε απαλλαγμένο από τα μαρξιστικά στίγματα της λενινιστικής αντίληψης , και ενταγμένο σε μια καθαρά δυτική μαρξιστική άποψη , αυθεντικά ευρωπαϊκή.
Ο μαρξισμός του Αρ.Μάνεση έκδηλος στα ύστερα έργα του, ίσως μας χάρισε το μεγαλύτερο θεμέλιο του νομικού μας πολιτισμού. Η προσέγγιση του Συντάγματος ως κοινωνικού φαινομένου και η επικράτηση ενός νομικού θετικισμού. Αυτό αναδεικνύεται στο πρώτο από τα κείμενα του δεύτερου τόμου της Συνταγματικής θεωρίας και πράξης, δηλαδή στο 1ο κεφάλαιο του ημιτελούς Συνταγματικού δικαίου (1980) : “ Το δίκαιο είναι σύστημα καταναγκαστικών κανόνων , που εκφράζουν και ρυθμίζουν δεδομένες κοινωνικές σχέσεις, κατά τρόπο ανταποκρινόμενο βασικά στο συμφέρον της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης και που την τήρηση της επιβάλλει και εξασφαλίζει με κυρώσεις η κρατική εξουσία”.
Η ταξική αναφορά ως συνθετικό στοιχείο του κανόνα δικαίου, αποτέλεσε και τη θεωρητική βάση του νομικού θετικισμού του Αρ.Μάνεση, ο οποίος απέρριπτε κάθε μορφή φυσικού δικαίου, θεωρώντας όμως ότι πολλές φορές οι κανόνες αυτονομούνται από το αρχικό τους συντάκτη.
Βαθύτατα συγκινημένος, ως τρίτης γενιάς νομικός μετά το θάνατο του Αρ.Μάνεση, σας παραθέτω ένα απόσπασμα από το τελευταίο μάθημα του Αρ.Μάνεση το 1968 πριν συλληφθεί το καθεστώς (όπως παρατίθεται στο Συνταγματική Θεωρία και Πράξη):
[..] “Θα μιλήσω χωρίς περιστροφές για την ηθικοπολιτική πλευρά του ζητήματος. Κάτω από τις συνθήκες που ζούμε η σιωπή δεν είναι «χρυσός»• είναι «λίβανος και σμύρνα». Διότι η σιωπή μπορεί να ερμηνευθεί σαν αποδοχή ή συναίνεση: «ο σιωπών δοκεί συναινείν», qui tacet consentire videtur (όπoιoς σιωπά φαίνεται ότι συναινεί), κατά το ρωμαϊκό δίκαιο. Δεν έχω λοιπόν το δικαίωμα να σιωπήσω, αφού σωπαίνοντας θα εμφανιζόμουν ως αποδεχόμενος ή ανεχόμενος τα όσα γίνονται. Υπάρχουν στη ζωή, την ατομική και την κοινωνική, στιγμές που πρέπει κανείς να πει το μεγάλο «ναι» ή το μεγάλο «όχι».
Σε τέτοιες στιγμές, σαν τις τωρινές, το ουσιώδες είναι, πιστέψτε με, να προστατεύσει κανείς τον εαυτό του, όχι από τη δίωξη, αλλά από τον εξευτελισμό. Να περισώσει την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου, ως πολίτη, ως επιστήμονα. Και έτσι να περιφρουρήσει, επίσης, το κύρος της πανεπιστημιακής έδρας που έχει την τιμή να κατέχει, η οποία, ως έδρα της πολιτικής ελευθερίας, είναι φυσικό, εφόσον βρίσκεται στο ύψος της, να δέρνεται από τις πολιτικές καταιγίδες …
Φαίνεται ότι ήδη έφτασε η ώρα να εφαρμοσθούν οι υποθήκες που έχουν εξαγγελθεί. Σε ό,τι με αφορά, το ξαναδηλώνω: όσο θα μπορώ να διδάσκω το μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου, θα το διδάσκω σαν μάθημα της πολιτικής ελευθερίας. Αν δε το αποψινό μου μάθημα συμβεί να είναι το τελευταίο, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να κρατήσετε από τη διδασκαλία μου την ουσία της: τη σημασία της πολιτικής ελευθερίας, ως ιστορικής κατακτήσεως για την παραπέρα εξέλιξη του κοινωνικού βίου και ως προϋποθέσεως για τη γενικότερη απελευθέρωση και καταξίωση του ανθρώπου. Και επειδή θεωρία και πράξη είναι αλληλένδετες, το ουσιώδες είναι να μείνει κανείς ελεύθερος, όρθιος και αλύγιστος απέναντι στους καταναγκαστικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς των κρατούντων.
Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν. Διατηρήστε, μέσα στους ζοφερούς και άρρωστους καιρούς, άγρυπνη και ανυπόταχτη τη σκέψη σας, περιφρουρήστε την άγια υγεία και ρωμαλεότητα της ψυχής σας, κρατήστε στητό και αγέρωχο το ωραίο ανάστημά σας. Και αν η Εξουσία, που την συμφέρει να έχει παθητικούς και πολιτικά αδιάφορους υπηκόους, σας πει ότι, έτσι κάνοντας, δεν είστε φρόνιμοι και νομοταγείς πολίτες, αποδείξτε της ότι καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός και υπεύθυνος πολίτης. Και θυμίστε της ότι ο Περικλής είχε πει στον «Επιτάφιο»: όποιος αδιαφορεί για τα πολιτικά πράγματα του τόπου του είναι, όχι Φιλήσυχος, αλλ’ άχρηστος, «αχρείος» πολίτης. Και μη ξεχνάτε, στις σημερινές δύσκολες για την Πατρίδα μας και το Λαό μας περιστάσεις, τα λόγια του ποιητή – και θέλω μ’ αυτά να σας αποχαιρετήσω:
«Όσοι το χάλκεον χέρι // βαρύ του φόβου αισθάνονται, // ζυγόν δουλείας ας έχωσι• // Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία»
Το απόσπασμα αυτό από το τελευταίο μάθημα του Αρ. Μάνεση, αποδεικνύει πως η αξία των θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας αναδεικνύεται όταν αυτοί εκλείψουν. Η διεκδίκηση επομένως μιας δικαιοκρατούμενης Πολιτείας, οι αγώνες για περισσότερες θεμελιώδεις ελευθερίες, αποτελούν μια διαρκή θεσμική σύγκρουση, μια συνεχή επανεπιβεβαίωση των θεμελιωδών αρχών που συνέχουν την συνταγματική μας τάξη. Η διατήρηση και η περιφρούρηση τους ή αντίθετα η κατάπνιξη και η συρρίκνωση τους βαραίνει τον Λαό, ο οποίος αυτός και μόνο παρέχει την γνήσια και αυθεντική νομιμοποίηση και θεσμοποίηση της εξουσίας, μέσω της αυτοθέσμισης και του πολιτειακού αυτοκαθορισμού του.
Η ουσία και η σπουδαιότητα του Συντάγματος μπορεί να είναι η ίδια η κανονιστικότητα του, αλλά έχει και ηθικοπολιτικό θεμέλιο που ενισχύει την αυταξία του. Κάνοντας μια ιστορικοπολιτική σύνδεση με την Επέτειο του Πολυτεχνείου, μπορούμε να πούμε με την ασφάλεια της ιστορικής απόστασης, ότι το Πολυτεχνείο υπήρξε πράξη συνταγματικού πατριωτισμού. Του λησμονημένου και ατροφικού στα μετεμφυλιακά χρόνια δικαιώματος και υποχρέωσης αντίστασης σε κάθε μορφή τυραννίας ( όπως είχε πρωτοθεσπισθεί στο 1ο Σύνταγμα της Εθνεγερσίας του 1822)
Αυτό άλλωστε αναδεικνύει την ανυπέρβλητη σημασία του δημοκρατικού πολιτεύματος, το γεγονός δηλαδή ότι είναι το πολίτευμα της πολιτικής ισότητας και ελευθερίας.
Όταν επικρατούν δηλαδή συνθήκες πολιτικής ελευθερίας ανάμεσα σε πολιτικά ίσα υποκείμενα (η αρχή της ίσης και της αναλογικής ψήφου, δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι).