Ολοκληρώθηκε η διαδικασία για την ψήφο εμπιστοσύνης που ζήτησε η κυβέρνηση. Και ολοκληρώθηκε χωρίς εκπλήξεις. Τόσο όσον αφορά τις ψήφους των βουλευτών, όσο και τις αγορεύσεις. Όλα όσα είδαμε και ακούσαμε ήταν αναμενόμενα. Εκτός από ένα: την αναφορά του πρωθυπουργού στον Πρετεντέρη.
Δεν θυμάμαι άλλη φορά, πρωθυπουργός, να υπερασπίζεται από το βήμα της βουλής ένα δημοσιογράφο. Αλλά, από την άλλη, μήπως αυτό είναι το μοναδικό παράδοξο στις ημέρες της μνημονιακής διακυβέρνησης; Μήπως δεν είδαμε πλήθος παράδοξων να μας σερβίρονται μεταμφιεσμένα σε «κοινή λογική»;
Μολονότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το λόγο που ο πρωθυπουργός επέλεξε να αναφερθεί στον Πρετεντέρη, το πιο πιθανό σενάριο λέει ότι το έκανε για δηλώσει την υποστήριξή του προ το Mega και τους ιδιοκτήτες του, οι οποίοι, σύμφωνα με φήμες που κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά, δεν είναι και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν τον στήριξαν ή δεν θα συνεχίζουν να τον στηρίζουν. Σημαίνει όμως επίσης, ότι δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα, εάν οι συνθήκες το επέβαλλαν, να υποστηρίξουν κάποιον άλλον για πρωθυπουργό.
Διότι οι ιδιοκτήτες του Mega, και του κάθε Mega, έχουν μάθει να υποστηρίζουν πριν και πάνω απ’ όλα τον εαυτό τους. Και αν διαπιστώσουν ότι ο Σαμαράς δεν βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση, δεν θα έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα να του πριονίσουν τα πόδια της καρέκλας που κάθεται. Άλλωστε, ούτε η πρώτη φορά θα είναι ούτε η τελευταία.
Ένα ακόμη από τα λίγα αξιοσημείωτα της χθεσινής συνεδρίασης είναι ότι η αντιπολίτευση συγκέντρωσε 131 ψήφους. Τόσες όσες χρειάζονται για να μην εκλεγεί πρόεδρος της δημοκρατίας. Οι ψήφοι που λείπουν στην κυβέρνηση είναι πολλές. Ακόμη κι αν συγκεντρώσει όλους τους υπόλοιπους θα πρέπει, απαραίτητα, να πειστούν και κάποιοι από τους 131. Δύσκολο, εάν όχι ακατόρθωτο.
Η κυβέρνηση έπαιξε όλα της τα χαρτιά. Δεν έχει να κρύψει τίποτα. Οι αιφνιδιασμοί, που τόσο πολύ αγαπά ο πρωθυπουργός, τους τελείωσαν. Τώρα το μόνο που τους απομένει είναι να προσπαθήσουν να αντιστρέψουν το κλίμα με την πολιτική. Αλλά, και θεωρώντας ως δεδομένο ότι η πολιτική που ασκούν τους υπαγορεύεται και δεν είναι δικής τους έμπνευσης, και αυτό το σενάριο μοιάζει απίθανο. Βάσει ποιας λογικής θα αποφασίσουν να εφαρμόσουν δική τους πολιτική και να συγκρουστούν με τους εντολείς τους; Και δεν θέλουν και δεν μπορούν.
Μολονότι το κλίμα είναι ρευστό και κανείς δεν μπορεί να προδικάσει με βεβαιότητα τα μελλούμενα, η πεποίθησή μου είναι πως δεν θα αντέξουν μέχρι το Φεβρουάριο. Για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι κάθε μέρα που περνά θα μετρούν απώλειες. Σίγουρα σε ψήφους, ίσως και σε βουλευτές. Οι δημοσκοπήσεις η μια μετά την άλλη δίνουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ όλο και μεγαλύτερα. Η φθορά της κυβέρνησης έχει αρχίσει να παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας.
Μόνο τυχαία δεν είναι η προσπάθεια ορισμένων βουλευτών να εγείρουν ζήτημα αντικατάστασης του πρωθυπουργού. Κι εφόσον με αυτόν τον τρόπο φαγώθηκε ο Γ.Α.Π., που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν πρωθυπουργός με πανίσχυρη πλειοψηφία και όχι πρόεδρος ενός κόμματος που έχει πάρει λιγότερο από 30%, κι αυτό το σενάριο δεν θα πρέπει να μας φαντάζει απίθανο. Ίσως έτσι, κι αν δουν ότι το πράγμα έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, να προσπαθήσουν να κερδίσουν λίγο χρόνο, αλλά και να κερδίσουν τις ψήφους κάποιων ανεξάρτητων βουλευτών που θέλουν μεν να στηρίξουν την κυβέρνηση, αλλά η ακροδεξιά ρητορική του πρωθυπουργού τους αποτρέπει.
Όπως και να ‘χει, όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση πνέει τα λοίσθια. Πολύ δύσκολα θα καταφέρει να βγάλει τον μνημονιακό βρόχο που η ίδια επέλεξε να περάσει στο λαιμό της. Και ο οποίος βρόχος μέρα με τη μέρα θα γίνεται όλο και πιο ασφυκτικός, θα της στερεί όλο και περισσότερο οξυγόνο. Μέχρι που, και εάν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, θα την πνίξει. Διότι είναι απολύτως δεδομένο, παρά τα διάφορα παραμύθια που μας ταΐζουν χρόνια τώρα, ότι αυτή η πολιτική είναι αδιέξοδη.
Κι αυτό το αποδεικνύουν οι αριθμοί, που οι οπαδοί του μνημονίου τόσο αγαπούν. Όλοι οι δείκτες, από την ύφεση και την ανεργία, μέχρι τα κόκκινα δάνεια και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία, δείχνουν ότι τα πράγματα επιδεινώνονται με μαθηματική ακρίβεια. Κι όσο κι αν προσπαθούν να κάνουν την τρίχα τριχιά και να πιαστούν από ασήμαντες λεπτομέρειες που, υποτίθεται, δείχνουν ότι το κλίμα αλλάζει, η γενική εικόνα μένει ίδια κι απαράλλαχτη: φτώχεια, εξαθλίωση, αβεβαιότητα.
Τα success story, τα δυόμιση εκατομμύρια τουρίστες, ο τάφος της Αμφίπολης καθώς και διάφορα τέτοια τερτίπια δεν έχουν πια πέραση. Για να αποκτήσει ελπίδες επιβίωσης η κυβέρνηση θα πρέπει να παραγάγει έργο, πραγματικό έργο και όχι επικοινωνιακές σαπουνόφουσκες.
Όλα δείχνουν ότι εχθές παρακολουθήσαμε την τελευταία πράξη του δράματος. Ενός δράματος που κράτησε πέντε χρόνια, που στοίχισε ανθρώπινες ζωές, που βύθισε στην εξαθλίωση εκατομμύρια συμπολίτες μας, που άφησε πίσω της μια χώρα κατεστραμμένη. Και το κερασάκι στην τούρτα όλων αυτών ήταν η τελευταία κυβέρνηση, ίσως η πιο ακροδεξιά από τη μεταπολίτευση και μετά. Δεδηλωμένοι εθνικιστές, συγκεκαλυμμένοι ρατσιστές, ομοφοβικοί, γραφικοί, σε αγαστή συνεργασία με εξαρτημένους της εξουσίας (βλέπε Λοβέρδος) ανέλαβαν να μας μετατρέψουν σε Ευρώπη. Τελικά, η Ευρώπη μας προέκυψε Ασία. Ίσως και Αφρική.
Για κλάματα. Και μόνο.