Θανάσης Χ. Θεοδώρου*
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΡΟΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
(Συνεργασία του Νόστιμον Ήμαρ με το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης)
Η φιλοσοφία της πρόληψης των εξαρτήσεων επιβάλλει την προσεκτική διερεύνηση πριν από τον σχολιασμό και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Η παρέμβαση εν θερμώ ενέχει κινδύνους, καθώς δεν δίνει τον απαραίτητο χρόνο συναισθηματικής απεμπλοκής και κατ’ επέκταση την απαραίτητη απόσταση για την κατά το δυνατόν αντικειμενικότερη θέαση της πραγματικότητας. Ας μην ξεχνάμε, παράλληλα, ότι η αντικειμενικότητα στο πεδίο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών είναι σχετική και η αλήθεια πολύπλευρη, καθώς συνδέονται με τα εργαλεία και τις μεθόδους που ο/η κοινωνικός-ή επιστήμονας επιλέγει να αξιοποιήσει.
Από την άλλη πλευρά, η καθημερινή εμπλοκή των λειτουργών πρόληψης στο πεδίο μάς φέρνει αντιμέτωπους-ες με την πραγματικότητα και τον αναπτυσσόμενο δημόσιο διάλογο που μας στερεί συχνά από την τεχνοκρατική πολυτέλεια τού να «πάρουμε τις ασφαλείς αποστάσεις μας». Πολύτιμες αντι-εργαλειακές πρακτικές μας, όπως για παράδειγμα η ενσυναίσθηση, είναι άγνωστες στη φαρέτρα του δημόσιου διαλόγου επαγγελματιών πολιτικών, δημοσιογράφων και του πολύ συχνά ανθρωποφάγου κόσμου των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης.
Τις τελευταίες ημέρες για μια ακόμη φορά, όπως για παράδειγμα συνέβη παλαιότερα με το ζήτημα της σχολικής βίας, αναπτύσσεται στη δημόσια σφαίρα και κατ’ επέκταση στην κοινότητα μαθητών, γονιών και εκπαιδευτικών, με τους οποίους εργαζόμαστε καθημερινά, ο ηθικός πανικός(1) της κάνναβης και της χρήσης. Πολιτικοί, πολιτικολογούντες και «δημόσια πρόσωπα» ικανά να προκαλέσουν με την παρουσία τους σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αλλά και σε δημοσιογραφικά πάνελ εκμεταλλεύονται το εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα των εξαρτήσεων και των εξαρτημένων ατόμων χρησιμοποιώντας τα ως εργαλείο εκφοβισμού της κοινωνίας, στιγματισμού των χρηστών και ψυχιατρικοποίησης του δημόσιου λόγου.
Αναπτύσσεται λοιπόν ένας νέος χώρος δημόσιας αντιπαράθεσης όπου η προοδευτικότητα και η αμφισβήτηση εξαντλούνται στον τομέα των ατομικών δικαιωμάτων παραβλέποντας για μια ακόμη φορά το μεγάλο κάδρο του πολυπαραγοντικού και βαθιά κοινωνικού φαινομένου της εξάρτησης. Εντός αυτού του κλίματος οι επαγγελματίες των εξαρτήσεων στερούνται ακόμη και της δυνατότητας άρθρωσης σοβαρής τοποθέτησης απέναντι στο δίπολο ενός συγκεκριμένου νομοσχεδίου που -με βάση τις μέχρι τώρα αναφορές των εκπροσώπων του Υπουργείου Υγείας- αφορά αποκλειστικά και μόνο στη φαρμακευτική κάνναβη, από τη μια, και από την άλλη του ευρύτερου ζήτηματος της ολοένα αυξανόμενης δημοφιλίας της κουλτούρας της χρήσης.
Η… ουσία είναι αλλού
Σε ένα δηλητηριασμένο από υπερβολές και τερατολογίες πεδίο διαλόγου μας διαφεύγει η… ουσία. Αποτελεί γεγονός πως τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από την αξία ή μη των ευεργετικών ιδιοτήτων του φυτού της κάνναβης αλλά και μια ευρύτερη κουβέντα γύρω από τα επιστημονικά μοντέλα και τις πολιτικές αντιμετώπισης των ναρκωτικών ουσιών. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το ότι, τουλάχιστον στη δική μας χώρα, προβάλλονται στη συγχρονία δύο «στρατόπεδα». Από τη μια πλευρά προβάλλει εκείνο του ηθικού πανικού και του τιμωρητικού μοντέλου αντιμετώπισης της χρήσης που τσουβαλιάζει ανθρώπους και διαφορετικής ποιότητας φαινόμενα. Στην αντίπερα όχθη, αντιπαρατίθεται εκείνο της υποτίθεται «προοδευτικής» αντιμετώπισης των ουσιών και της εξάρτησης, που ειδικά στο ζήτημα της κάνναβης ανακαλύπτει ένα νέο πεδίο «ανάπτυξης» μιας ακόμη έκφανσης της καπιταλιστικής αγοράς, τη λεγόμενη «νόμιμη αγορά της ευφορικής κάνναβης», τις υποτιθέμενες θέσεις εργασίας που δυνητικά μπορεί να παράξει αλλά και την «ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής».
Σε στιγμές σαν και αυτές είναι εξαιρετικά σημαντικό να γυρνούμε μέσα μας αναζητώντας τις αξίες και τη φιλοσοφία της πρόληψης ως απάντηση και όχι να παραμένουμε αμέτοχοι. Απέναντι λοιπόν στις πομπώδεις φωνές και την αντιεπιστημονική αντιμετώπιση του ζητήματος των εξαρτήσεων, καλούμαστε να πάρουμε θέση. Και θέση μας δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη της επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου και διαλόγου προτάσσοντας τον επιστημονικά τεκμηριωμένο λόγο και τη συσσωρευμένη εμπειρία στο πεδίο, που επί είκοσι συναπτά έτη παράγει αποτελέσματα, αντικατοπτριζόμενα τόσο στη σχέση των τοπικών κοινωνιών με τα Κέντρα Πρόληψης όσο και στους μετρήσιμους δείκτες του ΕΚΤΕΠΝ.
Έχοντας στη δική μας φαρέτρα τα στοιχεία αυτά, της γνώσης και της εμπειρίας, καλούμαστε να σταθούμε απέναντι τόσο στον ηθικό πανικό και τα τιμωρητικά μοντέλα του εκφοβισμού, που έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν αποτυχαίνοντας οικτρά, όσο και σε μια ατομοκεντρική λογική που αποσυνδέει το σύγχρονο άνθρωπο από το κοινωνικό του περιβάλλον και τον αφήνει έρμαιο στη λογική της αγοράς και της παραγωγής κέρδους με κάθε κόστος. Πιο συγκεκριμένα, στόχος και αίτημά μας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στο βιβλίο του Σωματείου των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, δεν μπορεί να είναι άλλος από την «συμβολή της πρόληψης, μέσα από ένα συνεχές παρεμβάσεων, στην κατά το δυνατόν ολόπλευρη στήριξη των ανθρώπων μέσα από την αδιάρρηκτη δεμένη ενίσχυση της προσωπικής αυτονομίας και της συνοχής στην κοινότητα. Μονάχα έτσι αποκτούν νόημα οι πιο τεχνοκρατικές εκφορές περί συμβολής της πρόληψης στην άμβλυνση των ποικίλων παραγόντων κινδύνου που γεννούν την εκδήλωση της εξάρτησης (βλ. εξατομίκευση, δυσκολία συνεργασίας, άγχος, επιθετικότητα, οικογενειακή ή σχολική βία κ.λπ.) και συστηματικής προσπάθειας ενίσχυσης των παραγόντων προστασίας του ανθρώπου σε επάλληλα επίπεδα»(2).
Είναι αυτοί οι στόχοι ουσίας, μιας ολιστικής αντιμετώπισης του ζητήματος των εξαρτητικών συμπεριφορών και όχι μόνο «των ναρκωτικών», που μας αποστασιοποιούν κριτικά τόσο από τα μοντέλα της δαιμονοποίησης, του στιγματισμού και της ψυχιατρικοποίησης του κοινωνικού φαινομένου της χρήσης όσο και από μια κακώς εννοούμενη «φιλελευθεροποίηση» των μοντέλων αντιμετώπισης των ουσιών.
Ως επαγγελματίες που εργαζόμαστε στο αντικείμενο των εξαρτήσεων, εντός και εκτός πρόληψης, θα πρέπει να καλέσουμε επίσημα την πολιτική ηγεσία της χώρας γενικότερα, αλλά και του Υπουργείου Υγείας πιο συγκεκριμένα, να ανοίξουν επιτέλους τον επιστημονικό διάλογο για ένα νέο μοντέλο αντιμετώπισης των εξαρτήσεων, που θα περιλαμβάνει και θεσμικές τομές ουσίας. Σε ένα τέτοιο διάλογο, δίχως αγκυλώσεις αλλά και με επιστημονική τεκμηρίωση, οι εργαζόμενοι-ες σε όλους τους φορείς που ασχολούνται με το επιστημονικό αντικείμενο των εξαρτήσεων θα πρέπει να καταθέσουμε την πολυετή εμπειρία μας αλλά και να αξιολογήσουμε εφαρμοσμένα και προτεινόμενα μοντέλα με στόχο «τη συμβολή στην υπόθεση της αυτονομίας του ανθρώπου μέσα από την επανασυγκρότηση των κοινοτήτων του»(3).
*Κοινωνιολόγος, εργαζόμενος στο Κέντρο Πρόληψης Π.Ε. Θεσπρωτίας
Παραπομπές:
(1) Για την έννοια του ηθικού πανικού βλέπε στο Έ. Αβδελά, «Φθοροποιοί και ανεξέλεγκτοι απασχολήσεις», Σύγχρονα Θέματα, τ. 90, 2005, σελ. 35.
(2) Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, «Κοινότητα, Πρόληψη των Εξαρτήσεων Κέντρα Πρόληψης. Φιλοσοφία, πρακτική, προβλήματα, προτάσεις», Αθήνα: 2016, e-book, σελ. 26.
(3) Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, ό.π., σελ. 6.