Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Η Ελληνική κοινωνία μοιάζει να είναι μια κουρασμένη κοινωνία, εξαντλημένη αφ’ εαυτού της. Μια κουρασμένη κοινωνία σαν αποτέλεσμα της περίσσειας του «εγώ» της. Πρόκειται για μια κόπωση εξ’ αιτίας της ασίγαστης και εξαντλητικής «ορθοπεταλιάς» του «εγώ», μην τυχόν και αφεθεί, ούτε στιγμή, σ’ έναν κόσμο που δεν εμπιστεύεται. Λες και το μητρικό συμβουλευτικό «πρόσεχε!» έγινε ένα καρφί στη σέλα του ποδηλάτου της ζωής. Που να τολμήσει να κάτσει κανείς! Μια αρρωστημένη κούραση φαίνεται να έχει απλωθεί σε όλη τη χώρα, σαν αποτέλεσμα ενός παρανοειδούς τρόπου του σχετίζεσθαι.
Είναι μια κούραση ατομική, με την έννοια πως ο καθείς, σ’ αυτή την ανέραστη ποδηλατάδα, είναι παντελώς μόνος του. Μια έρμη κούραση, δίχως κόσμο… σαν τωρινή συγκέντρωση του Συριζα. Αυτή η κούραση μας έχει καταστρέψει, γιατί κατέστρεψε τη σχέση μας με τον απέναντι Άλλο στην προσδοκία να εκπληρωθεί η ναρκισσιστική προφητεία του καθενός μας. Γι’ αυτό σου λέω, τώρα που φεύγουμε κουρασμένοι από τον παράδεισο, δεν είναι πως μας έδιωξε κάποιος. Ούτε ο Σόϊμπλε, ούτε ο Τσίπρας, ούτε ο Πάγκαλος. Εμείς φύγαμε. Αυτοί απλά έκαναν τη δουλειά τους και μας ξεκλείδωσαν τις επτασφράγιστες θύρες. Εμείς γουστάραμε την πάρτη μας, τόσο πολύ, ώστε αυτοί μας πούλησαν. Πούλησαν τον εαυτό μας στο ίδιο μας το «εγώ». Ή και αντίστροφα.
Για δεκαετίες ολόκληρες το ελληνικό «εγώ», μ’ όλα του τα βάσανα, ήταν ένα πειθαρχικό εγώ. Δεσμευμένο, καταπιεσμένο, σχεδόν υποδουλωμένο, σ’ ένα κυριαρχικό «υπερεγώ» που έχτιζε χρόνια το πρόταγμα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Το παλιό ελληνικό «εγώ» ήταν φορτωμένο με όρια, συνοριακά φυλάκια, απαγορεύσεις και εντολές, σόγια και στερεότυπα.
Ύστερα, ήρθε η κοινωνία της πασοκικής «απελευθέρωσης», που βάλθηκε να ξεφορτωθεί μονομιάς το ζυγό των απαγορεύσεων. Απελευθέρωση από το ζυγό αυτού που «μου τη σπάει ρε μαλάκα μου, αφού!» Κι’ έτσι απαλά, όπως η «καρδιά ενός μαρουλιού», η νεοελληνική συλλογικότητα πέρασε, κυλώντας γλυκά, από το «πρέπει» στο «μπορώ». Το παλιό υπάκουο παιδάκι όρμησε σαν έφηβος στην κατάκτηση των «θέλω» του. Το παλιό «εγώ» άφησε στην άκρη την άρνηση, το φόβο της παράβασης και την απώθηση και αποφάσισε πως «όταν γαμιούνται τα απωθημένα, γεννιούνται μπάσταρδα όνειρα». Οπότε τα απωθημένα δεν θα υπάρχουν πια. Όλα μπορούν να εκπληρώνονται! Πρόκειται για ένα πέρασμα, ένα Πάσχα, από το πειθαρχημένο νήπιο στο νήπιο της ηδονής. «Ανάσταση εδώ και τώρα!» είπαν πολλοί καταπιεσμένοι.
Έτσι, το «απελευθερωμένο» ελληνικό «εγώ», δεν γνώρισε τι σημαίνει άρνηση. Μόνο κατάφαση. Ναι σε όλα, μέσα στο τίποτα. «Ναι σε όλα» ψήφιζαν και οι μεταπολιτευτικοί βουλευτές, διερμηνεύοντας το λαϊκό αίσθημα. Ο προμεταπολιτευτικός Έλληνας που είχε μάθει να καταπνίγει, συχνά, ακόμη και τις κλίσεις του, τα «θέλω» του, υπέρ κάποιας αδιόρατης αρετής ή ενοχής, έστρεψε το εσωτερικό του ραντάρ κατευθύνοντας το προς την επιθυμία. «Οπλίστε τις επιθυμίες σας, πλησιάζει η ώρα των απολαύσεων», όριζε το σύνθημα.
Δεν είχε πλέον κανείς παρά να υπακούει μόνο στον Εαυτό του. Να γίνει ο μάνατζερ των «θέλω» του. Κάτι που ανεπιφύλακτα διαβεβαίωνε και ο ίδιος ο Πάολο Κοέλιο με το συνωμοτικό σύμπαν του, αλλά και συνιστούσαν 29 ψυχαναλυτές-κατασκευαστές συνειδήσεων, που εκείνοι ήξεραν τι καλά που είναι «να είσαι ο Εαυτός σου!»… και σκασίλα σου. Επιτέλους, είχαμε απαλλαγεί από την αρνητικότητα του δεσποτικού Άλλου-ης. Επιτέλους, είχαμε χειραφετηθεί από τον δεσποτικό πατερναλισμό και την χειριστική μητριαρχία. Επιτέλους, είχαμε απελευθερωθεί από τους Άλλους! Επιτέλους, δεν είχαμε ανάγκη «κανένανμπούστη!»
Όμως, εδώ υπήρξε ένα «μικρό» πρόβλημα. Είμασταν μόνοι μας. Κατά μόνας! Μόνοι κατάμονοι, δηλαδή. Ελεύθεροι, αλλά άσχετοι, δίχως σχέση. Και οι απλές συσχετίσεις-συγκρίσεις, που παρίσταναν τις σχέσεις, δεν «έφταναν ούτε για ζήτω». Γιατί δεν νοείται Εαυτός χωρίς την αναγνώριση του από τον Άλλο. Αλλά, αυτή η έλλειψη σχέσης προκάλεσε επίσης μια «κρίση ανταμοιβής», όπως το ορίζει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν στο βιβλίο του «Η Κοινωνία της Κόπωσης». Γιατί ο Εαυτός δεν μπορεί από μόνος του να αναγνωρίσει και να ανταμείψει τον Εαυτό. Δεν γίνεται. Όπως κι αν το κάνεις, στο τέλος, καταλήγεις σε μια αυτοναφορική, καταναγκαστικά επαναλαμβανόμενη, λούπα. Και η λούπα δεν ήταν άλλη από τη λούμπα της επίδοσης. Η παλιά υποχρέωση στους Άλλους, αντικαταστάθηκε από την υποχρέωση να αποδίδεις εσύ στον εαυτό σου. Υποχρέωση απέναντι στον ποδηλάτη εαυτό που κινδύνευε να πέσει, αν σταματούσε έστω και μια στιγμή να αποδίδει-καταναλώνει.
Όπως το λέει ο Sennett «Ο ναρκισσιστής δεν διψά για εμπειρίες, διψά για Εμπειρία».
Πνιγήκαμε στο Εγώ μας. Βυθιστήκαμε στον Εαυτό μας σαν υπεραναπλήρωση μην τυχόν και μας τον κλέψει ο Άλλος. Κι έτσι, τα παλιά κυριαρχικά και καταπιεστικά όρια του πειθαρχημένου ελληνικού Εαυτού θόλωσαν τόσο, ώστε δεν ξέρουμε πια που αρχίζουμε και που τελειώνουμε. Με τις σχέσεις με τους Άλλους διαρρηγμένες ήταν πλέον αδύνατο να σχηματίσουμε μια σταθερή εικόνα του Εαυτού μας. Εδώ ακριβώς, οικοδομήθηκαν δεκάδες εναλλασσόμενοι ψευδείς εαυτοί για να γιατροπορέψουν όπως-όπως το κενό. Μάταια προφανώς.
Παρ’ όλα αυτά κάτι δεν πήγε καλά εδώ, σύμφωνα με τον κυρίαρχο μετανεωτερικό πρόταγμα. Η βία που αρκετοί περίμεναν ότι θα ασκούσαμε στον ίδιο τον εαυτό μας, λαμβάνοντας ως ανακουφιστικό γλυκαντικό την «ελευθερία των θέλω», δεν πέρασε στην εργατική πιάτσα. Το παραμύθιασμα ότι «ελεύθεροι» από την πειθαρχία στον καταπιεστή Άλλο, θα αυτοκαταπιεζόματαν αυτοεκμεταλλευόμενοι τον Εαυτό μας, βρήκε σοβαρές αντιστάσεις σε κάποια πυρηνικά-ταυτοτικά, ίσως και μη συνειδητά, χαρακτηριστικά του λαού μας. Και ο εκσυγχρονισμός δεν «έκαστε», παρά το νεοφιλελέ, «μεταρυθμιστικό», μαστίγωμα ή «καρότιασμα».
Κι΄ όταν αίφνης τα Μνημόνια μπήκαν στη ζωή μας, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη ήταν η απαίτηση των κυρίαρχων ντόπιων και ξένων ελίτ να επιστρέψει ο παλιός πειθαρχικός Εαυτός στα όρια εκείνου του Εαυτού που εξυπηρετούσαν τις επιδιώξεις τους. Η διασύνδεση μάλιστα των επιδιώξεων αυτών μιας νέας Εαυτότητας με την «επίδοση» και πάλι δεν ήταν καθόλου τυχαία. Κλαθμοί και οδυρμοί για την περιορισμένη νεοελληνική «επιδοτικότητα». Οιμωγές και αλίμονο για την νεοελληνική αναποτελεσματικότητα. Απορία γιατί η νεοελληνική συλλογικότητα δεν υιοθέτησε πλήρως και συνολικά το πρόταγμα του «μπορώ». Καταγγελίες και απειλές για την πλημμελή απορρόφηση της «θετικής ενέργειας». Οργή γιατί δεν εμβολιαστήκαμε εγκαίρως στον εσωτερικό καταναγκασμό του Citius, Altius, Fortius. Κι αφού δεν θέλουμε με το χαζοχαρούμενο καλό, θα γίνει με το μνημονιακό στανιό. Θα μας δείξουν τώρα αυτοί πως να αυτοεκμεταλλευόμαστε τον Εαυτό μας, πως να απολαμβάνουμε την «ελευθερία» της αυτοεκμετάλλευσης, αυτής της πιο αποτελεσματικής και αποδοτικής ιδέας του καπιταλισμού που οδηγεί εκατομμύρια ανθρώπους στην πλήρη αυτοανάλωση του burn-out και της κατάθλιψης. Αφού δεν θέλουμε να ασκήσουμε βία απέναντι στο Εαυτό μας, για να γίνει εφάμμιλος τον ευρωπαϊκών επιδόσεων, θα ασκήσουν αυτοί.
Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία που μέσα σε μισό αιώνα κινήθηκε με όλη τη μεταπολιτευτική της ορμή, από τις απαγορεύσεις των «πρέπει» στην αποτυχημένη εσωτερίκευση του καταναγκασμού του «μπορώ», από την πειθαρχία στην επίδοση, μέσα σ’ ένα απίθανό εκρεμμές, και τώρα κουρασμένη παρατηρεί την παραίτηση της.
Εκτός αν αυτή η «κόπωση» της είναι μια άλλη κόπωση, μια κόπωση όπου το Εγώ αφήνεται στον κόσμο, «μια κόπωση σαν κάτι περισσότερο από το λιγότερο Εγώ, μια υγιής κόπωση που εναποθέτει την εμπιστοσύνη της στον κόσμο» (Peter Handke), πολύ πιο κοντά στο ταυτοτικό-ελληνικό και Αριστοτέλειο «ἀσχολούμεθα γὰρ ἵνα σχολάζωμεν» και όχι αντίστροφα. Η σχολή υπάρχει για λογαριασμό της σχόλης και όχι ανάποδα, δηλαδή.
Συμπερασματικά, από μια κοινωνία που δεν «τσίμπησε» μαζικά στο μοντελάκι της καταναγκαστικής «αυτοπραγμάτωσης», όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς. Ίσως και να πρέπει κιόλας!