Φιλοσοφικοί Περίπατοι με τον Θωμά Γιούργα
Η διήμερη άδεια που χορηγήθηκε στον Δημήτρη Κουφοντίνα έγινε η αφορμή για μια πολύ έντονη συζήτηση σχετικά με τα δικαιώματα των κρατουμένων. Πως πρέπει να μεταχειριζόμαστε τους φυλακισμένους; Ακόμα πιο γενικά, ποιος είναι ο σκοπός της τιμωρίας; Ας προσεγγίσουμε το γενικότερο θέμα μέσα από μια φιλοσοφική ματιά.
Αρχικά, από Καντιανή-δεοντολογική σκοπιά, οι κρατούμενοι δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν μόνο ως «μέσα» για της επιδιώξεις μιας κοινωνίας. Κάθε άνθρωπος, ότι έγκλημα και να έχει διαπράξει, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως «μέσο» παραδειγματισμού. Η τιμωρία ως πραγματισμός είναι μια κλασική προσέγγιση όσον αφορά στην ηθική αιτιολόγηση της τιμωρίας. Όμως, για την Καντιανή δεοντολογία το να χρησιμοποιήσουμε οποιονδήποτε άνθρωπο μονάχα ως εργαλείο για τις επιδιώξεις μας, είναι απολύτως καταδικαστέο -όσο προσοδοφόρες κι αν είναι αυτές. Ο απαρέγκλιτος σεβασμός στα δικαιώματα των κρατουμένων, ανεξάρτητα από τις συνέπειες μιας τέτοιας στάσης, φαίνεται να είναι συμβατός με την κυρίαρχη δεοντολογική προσέγγιση. (Βέβαια, ο Καντ ελέγχεται για την αντιφατική θέση που παίρνει υπέρ της θανατικής ποινής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αδικημάτων).
Από την άλλη, μια Συνεπειοκρατική-Ωφελιμιστική προσέγγιση μπορεί να λάβει διαφορετικές κατευθύνσεις. Με δεδομένο ότι αυτό που καθιστό μια πράξη ηθική είναι το κατά πόσον αυτή αυξάνει το όφελος για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, ο κλασικός ωφελιμιστής θα ζήταγε να ζυγίσουμε τις συνέπειες της στάσης μας ή της πολιτικής μας. Επί της αρχής, όλα μπορεί να είναι επιτρεπτά εντός των ορίων του Ωφελιμισμού, αρκεί να μεγιστοποιούν το όφελος για την κοινωνία. Έτσι, οποιαδήποτε ερμηνεία ή αντίληψη περί τιμωρίας μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή, αρκεί να εξυπηρετεί το ωφελιμιστικό κριτήριο. Για παράδειγμα, η θανατική ποινή, η δια βίου απομόνωση, τα βασανιστήρια, η άρνηση σε οποιαδήποτε άδεια ή επικοινωνία με τον έξω κόσμο μπορεί να είναι ακόμα και ηθικά επιβεβλημένα εντός του ωφελιμιστικού πλαισίου. Άρα μια ωφελιμιστική προσέγγιση βάζει δυνητικά σε κίνδυνο ακόμα και τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Βέβαια, αν, ζυγίζοντας τις συνέπειες της μεταχείρισης των κρατούμενων καταλήξουμε ότι οι παραπάνω πράξεις θα μείωναν το γενικότερο όφελος, τότε θα είχαμε την ηθική υποχρέωση να τις αποφύγουμε. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα προκρίναμε μια τελείως διαφορετική ερμηνεία περί της τιμωρίας. Πιθανότατα, αν αξιολογούσαμε ότι ο σωφρονισμός, η επανένταξη, ο σεβασμός των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πολιτικές που μεγιστοποιούν το κοινωνικό όφελος, θα καταλήγαμε, ως ωφελιμιστές, ότι έχουμε το ηθικό χρέος να τις ακολουθήσουμε. Όμως και πάλι η αντιμετώπιση των κρατουμένων και η ερμηνεία της τιμωρίας θα έπαιρνε ξεκάθαρα εργαλειακά χαρακτηριστικά. Δεν θα γινόταν με γνώμονα και με βαθύτερο κίνητρο τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα, η Καντιανή προσσέγιση (όπως και η Αριστοτελική της αρεταϊκής Ηθικής) φαίνεται να εγκαθιδρύουν σε πολύ πιο γερά ηθικά θεμέλια μια «ανθρώπινη» αντιμετώπιση των κρατούμενων και μια προοδευτική κατανόηση της φύσης και της αιτιολόγησης της τιμωρίας.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 11.11.2017