Από τον Πάνο Χριστοδούλου
Σκέψεις με αφορμή το περιστατικό με το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων στο Ωραιόκαστρο
Η επίσημη κατάρρευση των αντίπαλων προς το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, καθεστώτων τις αρχές της δεκαετίας του 90 οδήγησε σε μια διευρυμένη εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού. Από πολλούς η περίοδος αυτή ονομάστηκε ως το τέλος των ιδεολογιών. Όμως η απουσία του ψυχρού πολέμου οδήγησε στην αναζήτηση νέων πεδίων κερδοφορίας. Οι χώρες του πρώην υπαρκτού δεν επαρκούσαν για να καλυφθεί το κενό.
Σε αυτό το σημείο εμφανίστηκε η προσοδοφόρα ήπειρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συμπεριφορές και καταστάσεις που εμφανίζονταν ως μειοψηφικές στο κοινωνικό σύνολο, από τα άτομα με ειδικές ανάγκες ως τους μετανάστες και τους ομοφυλόφιλους, άρχισαν να απασχολούν έντονα την πολιτική σκηνή. Οι άνθρωποι αυτοί συνεχιζόταν να τιτλοποιούνται ως μειοψηφία, μόνο που αυτή τη φορά η μειοψηφία αποκτούσε δικαιώματα. Τα δικαιώματα δεν ήταν όμως αδιαμεσολάβητα.
Η επιλογή του χαρακτηρισμού ως μειοψηφία, έστω και ως δέκτη αλληλεγγύης, δεν είναι τυχαία. Ο χαρακτηρισμός αυτός θέτει το άτομο σε κατάσταση ιδιότυπης γκετοποίησης: νιώθει ως διαφορετικό κομμάτι από το κοινωνικό σώμα, η ιδιότητα του το καθιστά δέκτη βοήθειας και άρα εξαρτώμενο, τόσο σε σημειολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, εμφανίσθηκαν πλειάδα οργανισμών, θεσμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων που εξέφραζαν και υπερασπιζόταν τα άτομα αυτά. Με το αζημίωτο βέβαια, καθώς το πεδίο αυτό ίσως αναδείχθηκε σε μια από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες της δεκαετίας.
Μάλιστα η δραστηριότητα αυτή αποδείχθηκε τόσο πετυχημένη που επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς μέσω των κοινωνικών παροχών: επιδόματα σε ανέργους αντί για εργασία, επιδοτήσεις σε αγρότες αντί για παραγωγή. Ο ρόλος των επιδομάτων ερχόταν να επισφραγίσει την κατάσταση ομηρείας των ομάδων αυτών. Αδύναμες να επιλέξουν για τον εαυτό τους, έφταναν στο σημείο να νιώθουν ένοχες για την επιλογή ή την κατάσταση τους, αφού διαχωρίζονταν εντέχνως από το κοινωνικό σύνολο.
Ως αποτέλεσμα στήθηκαν περιουσίες και «φιλανθρωπικά» προφίλ οργανισμών και ανθρώπων που επένδυαν πάνω στην διαφορετικότητα. Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και κάποιοι αριστεροί, στήνοντας οργανώσεις αλληλεγγύης για άλλους, μόνο που αυτή τη φορά οι επαγγελματίες «δικαιωματικοί» λειτουργούσαν σε ανοιχτές συνελεύσεις (ανοιχτές για όλους εκτός από τους δέκτες της υποστήριξής τους), αντί για διοικητικά συμβούλια. Τελικά τα δικαιώματα προσφέρονταν για την απόσπαση κάθε λογής υπεραξίας: οικονομική ανάπτυξη, πολιτικές καριέρες, κοινωνικό status.
Κάποια στιγμή όμως το πεδίο σταμάτησε να αποδίδει, ιδίως με την έλευση της οικονομικής κρίσης. Για λίγο διάστημα οι ευτυχισμένοι (και συνήθως αργόσχολοι) «φιλάνθρωποι» αρκούταν στις φωτογραφίες και το πρεστίζ. Επειδή όμως κατά βάση αυτό δεν αποτελούσε αλληλεγγύη αλλά χόμπι, τα άτομα αυτά δεν είχαν υπερασπιστεί σχεδόν ποτέ τα ίδια τους τα δικαιώματα, δεν είχαν συγκρουστεί ποτέ για τα συμφέροντα της δικιάς τους κατηγορίας, η οικονομική κρίση τους έφερε στην ανάγκη να το κάνουν. Και όλος παραδόξως, αλλά πολύ λογικά, το έκαναν ενάντια στο χωράφι που δεν απέφερε πια καρπούς: τα δικαιώματα.
Οι ιδιαίτερες ομάδες που μας προσέφεραν την προστασία τους στη δεκαετία του 90 είναι ο νέος απόλυτος κίνδυνος για τον δυτικό πολιτισμό την περίοδο του 2010. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, ένας από τους φορείς που ανέλαβε πολλές φορές αυτό τον ρόλο ήταν οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων. Φορέας εν γένει συντηρητικός, αποδέχτηκε το ρόλο να τιτλοποιήσει τα δικαιώματα των παιδιών για πολιτικά συμφέροντα, σε σημείο που να στρέφεται ή να αγνοεί τα δικαιώματα των μαθητών. Όπως αναφέρθηκε, ο φορέας αυτός πριν δε συγκρούστηκε ποτέ με το bullying, το σεξισμό, την ομοφοβία στα σχολεία (αν δε τα συγκάλυπτε κιόλας) άλλα έτρεχε να ψάχνει εκδηλώσεις και φωτογραφίες για ρομά και ΑΜΕΑ.
Όταν τα δικαιώματα έπαψαν να είναι «της μόδας» οι έως τότε φιλάνθρωποι στράφηκαν εναντίον τους. Η περίπτωση του Ωραιοκάστρου δε θα είναι η τελευταία. Όσο η διαφορετικότητα γίνεται πεδίο εκμετάλλευσης, είτε ως αρνητική έννοια είτε ως θετική, τα άτομα αυτά θα παραμένουν πάντα στο περιθώριο. Φυσικά υπήρχαν και αφανείς φορείς αλληλεγγύης που όμως χρειάζεται να συνδεθούν με την κοινωνική και παραγωγική δραστηριότητα. Και κυρίως χρειάζεται οι φορείς της διαφορετικότητας να αποκτήσουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν εντός κοινωνικού συνόλου για τον εαυτό τους χωρίς μεσάζοντες.