Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Τις είδα στην οθόνη του σινεμά, και τίποτε δεν εξατμίστηκε από το πέρασμά τους. Αδελφωμένες σε μία αγκαλιά, που, έως και τ’ αδέλφια, σπάνια άγγιξαν. Αγαπημένες, αλλά τόσο μόνες, σε μία παραλία, που μοναδική τους ελπίδα είναι ο δικός τους Ήλιος. Δύο Ιταλίδες, κυρίως όμως δύο γυναίκες, που συναντήθηκαν – σύμφωνα με το σενάριο – σ’ έναν εναλλακτικό, Ψυχιατρικό ξενώνα, όπου και οι δύο τους οδηγήθηκαν, παρά τη θέληση τους, με τη προσφιλή διαδικασία του ακούσιου εγκλεισμού. Η πρώτη, εξαιτίας της οικογένειας και του άντρα της, η δεύτερη εξαιτίας των κοινωνικών υπηρεσιών, και των διωκτικών μηχανισμών.
Η πρώτη, μία αριστουργηματική στο ρόλο της Βαλλέρια Μπρούνο Τεντέσκι, να υποδύεται με ρεαλιστική δεινότητα, τη γυναίκα που παλινδρομεί στην παλίρροια της διπολικής διαταραχής. Τη δεύτερη υποδύεται η Μικαέλα Ραματσότι, αναπαριστώντας με ισοβαρή εσωστρέφεια, τα ομιχλώδη τοπία της κατάθλιψης, που καταλήγει ενίοτε, μέχρι και σε αυτοκτονικές εμμονές, εξαιτίας της απώλειας στην κηδεμονία του μοναχογιού της, Ελία.
Δύο ζωές που διασταυρώθηκαν, όπως η Ζωή το θέλησε και η Τέχνη το φίλτραρε: οι δύο γυναίκες καταλήγουν μοιραία στο ίδρυμα, που υπηρετεί, υποτίθεται, την ψυχιατρική τους συμμόρφωση, αλλά, τελικά σκηνοθετούν την προσωπική τους επανάσταση… Μοιράζονται τον πόνο, υπερβαίνοντας τα κοινωνικά στεγανά, και μετουσιώνοντάς το ψυχικό τραύμα, σε χώμα υγρό, για να ριζώσει «η Τρελή χαρά». Διότι η ταινία του Πάολο Βίγκλι, αυτό ακριβώς το επίδικο ιχνηλατεί: την ανείπωτη χαρά της Αγάπης, στον παρεξηγημένο πλανήτη της Τρέλας.
Σε όσους αμφισβητούν τις συντεταγμένες και τις θεραπευτικές πρακτικές της κλασσικής Ψυχιατρικής – πόσο μάλλον σε στερεοτυπικές και κλειστοφοβικές κοινωνίες, σαν την Ελληνική – τα ερωτήματα χάσκουν. Πόσο δόκιμη θεωρείται, εν τέλει, η χαρτογράφηση των ψυχικών τοπίων, και ιδίως, ποιοι νομιμοποιούνται να έχουν την εξουσία, ώστε να οριοθετούν τα σύνορα της ορθής, και κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς, βάσει της οποίας σηματοδοτείται, εν συνεχεία, ο σωφρονισμός και η θεραπεία;
Η οποιαδήποτε ατομική ιδιαιτερότητα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο στιγματισμού, διαιωνίζοντας έτσι ρατσιστικές πρακτικές, και ενεργοποιώντας μηχανισμούς εγκλεισμού, που συνθλίβουν το υποκείμενο και το πρωτεϊκό δικαίωμα του να αυτοπροσδιορίζεται; Μήπως οι υφιστάμενες θεραπευτικές πρακτικές αποδεικνύονται, εν τοις πράγμασι, κατά πολύ πιο επώδυνες, έως και τραυματικές για πάμπολλους πάσχοντες, και σε ποιες περιπτώσεις χρειάζεται να υιοθετήσουμε εναλλακτικές μορφές ψυχοθεραπειών, κατά πολύ πιο ήπιων και φιλικών, συγκριτικά με επιλογές, που εμπειρικά έχουν αποδειχθεί επιθετικές, εθιστικές, ακόμη και καθηλωτικές;
Και, σαν επιστέγασμα, υπάρχουν, άραγε, στην ανεξάντλητη ανθρωπο-γεωγραφία περιπτώσεις, κατά τις οποίες, οι συμπεριφορές των ψυχικά νοσούντων αποδεικνύονται πιο ανθρώπινες, και, γιατί όχι, πιο ακίνδυνες, και εγκάρδιες από αντίστοιχες ανθρώπων, αποδεκτών, μεν, από την κοινωνία, πλην όμως εμφανώς πιο «τοξικών» και προβληματικών για την αρμονική συνύπαρξη;
Το Λογικό και το Παράλογο ∙ αυτό το αρχέγονο δίπολο. Οι «πιστοποιημένοι» τρελοί και το ναρκοπέδιο της πολιτικής ορθότητας. Οι κοινωνικές νόρμες και τα όρια της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας. Η ψυχική ασθένεια, το στίγμα και ο ψυχιατρικός εγκλεισμός. Η αποκατάσταση της κλονισμένης υγείας, καθώς και η επιλογή των κατάλληλων θεραπευτικών λύσεων.
Όλα αυτά, καθώς και αναρίθμητα άλλα συνιστούν, λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους, θέματα, που συνθέτουν αναμφίβολα ένα ετερόκλητο πολιτισμικό συνονθύλευμα. Ένα μπερδεμένο κουβάρι, που προϋποθέτει – στη διαχείρισή του – γνώση, νηφαλιότητα, αλλά ταυτοχρόνως ευαισθησία, ανεκτικότητα και σεβασμό προς την ανθρώπινη πολυμορφία.
Εξάλλου, στην καθημερινότητα, η Ζωή πιστοποιεί αδιάψευστα πως η κοινωνικά αποδεκτή Λογική και η Τρέλα συμφύρονται, δηλαδή ανακατώνονται, συγχέονται, κατά τρόπο δυσδιάκριτο στο να καταλήξουμε σε ερμηνείες, ασφαλείς και ωφέλιμες. Και αντιστρόφως, πρόσωπα τραγικά – όπως εδώ, οι ηρωίδες της ταινίας “La pazza Giogia” – μολονότι θεωρούνται, βάσει των σχετικών εγχειριδίων, ψυχωτικά, ενδεχομένως και προβληματικά, εντούτοις, στην πράξη παραδίδουν σπάνια μαθήματα αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς. Υποκείμενα παρεξηγημένα, μεν, από την πλειονότητα, δικαιωμένα όμως στη συνείδησή μας, και σίγουρα στην καρδιά τους.
Εκεί, τουλάχιστον, η μυθομανής, διπολική Μπεατρίτσε, μαζί με τη συντετριμμένη Ντονατέλλα, ανασύρουν την καλύτερη εκδοχή του ανθρώπινου εαυτού… Του παραμελημένου συχνά από τους περισσότερους σώφρονες.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 4.2.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.