«Η Τρίτη Κατηγορία»
Της Μαργαρίτας Θάνου*
Ξέρεις, είναι πολύ δυνατή η παρουσία κάποιων ανθρώπων στη ζωή μας. Τους αγαπάμε, τους στηρίζουμε, τους φροντίζουμε αυτόματα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς πρότερη διανοητική επεξεργασία, η καρδιά κινεί το χέρι, το θυμικό προκαλεί το χαμόγελο. Είναι ο χρόνος που έχουμε περάσει μαζί τους, είναι το μοίρασμα, οι κοινές στιγμές, τα κοινά μυστικά. Έχουν ταυτότητα, υπόσταση ξεχωριστή και διακριτή, μας ανήκουν και τους ανήκουμε.
Την ίδια στιγμή, υπάρχουν και όλοι οι άλλοι. Οι τριγύρω. Οι ξένοι. Οι τρίτοι. Δεν τους συναναστρεφόμαστε, δεν ξέρουμε τα ονόματά τους, δεν επιδιώκουμε να τους μάθουμε. Πώς θα μπορούσαμε, άλλωστε; Είναι τόσο ασθματικοί οι ρυθμοί της ζωής μας, ώστε αποτρέπουν και από τις πολυπόθητες συναντήσεις με τους αγαπημένους, με τους άγνωρους θα μιλούμε τώρα; Στρέφουμε το βλέμμα με ενδιαφέρον (στην καλύτερη περίπτωση) ή διάθεση προς ευτελή σχολιασμό (στη χειρότερη), όταν απασχολούν τη δημοσιότητα με κάτι το συγκλονιστικό που τους συνέβηκε είτε στο διπλανό τετράγωνο είτε στο άλλο ημισφαίριο. Καλώς καμωμένα αναντίρρητα…
Όμως, πέρα από τις δυο αυτές σαφείς και διαχωρισμένες στην ψυχή και το νου μας κατηγορίες, υπάρχει και μια τρίτη. Την αποτελεί ο τύπος με το καπελάκι και την ποδιά στην αλυσίδα των καταστημάτων απ’ όπου παίρνουμε το πρωί τον καφέ μας, η κοπέλα που έρχεται να μας πάρει παραγγελία, ο κύριος στα διόδια με το εκνευριστικά μεγάλο χαρτάκι της απόδειξης, το παιδί στο βενζινάδικο, η καθαρίστρια στη δουλειά (αργά το βράδυ, όταν οι προθεσμίες τρέχουν και ξενυχτάς, την έχεις δει, η κυρία με την σπασμένη προφορά που αθόρυβα τακτοποιεί όσα επιμελώς έχουν παρατηθεί με εφησυχασμό, γιατί θα έρθει εκείνη και είναι «δουλειά της»), ο πιτσιρικάς στα φανάρια που μοιράζει φυλλάδια, ο παρκαδόρος, ο ταμίας, η πωλήτρια.
Τους βλέπουμε πάντα εκεί, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του «κάθε μέρα» μας, χαμογελούν-ενίοτε τυπικά-μας καλημερίζουν, μας καληνυχτίζουν, μας χαιρετούν. Δε μας αφορούν. Λογικό-θα μου πεις. Όμως, δεν είναι αυτή η αποστασιοποίηση που με ενοχλεί, δεν είναι αυτό το τυπικό που αντιτίθεται στην εγγενή, μεσογειακή τάση της οικειότητας. Είναι η αδιαφορία που επιδεικνύεται, η-σχεδόν-εχθρότητα που εκδηλώνεται ως αυθόρμητη στάση έναντί τους. Δεν είναι που είναι αόρατοι, είναι που μας είναι «λίγοι», αναλώσιμοι και εκεί, για να κάνουν «τη δουλειά τους».
Παρατάμε το πλαστικό ποτήρι που άδειασε στο τραπέζι της self-service καφετέριας, ξεδιπλώνουμε και ανακατεύουμε ρούχα που ούτε να δοκιμάσουμε μας ενδιαφέρει, δεν πλένουμε την κούπα μας στην εταιρεία, με απότοκο να σωρεύονται αναρίθμητες στο τέλος της ημέρας για την περί ης ο ως άνω λόγος καθαρίστρια, εντελλόμαστε το σερβιτόρο, εκνευριζόμαστε με την ταμία, απαξιούμε να πάρουμε το δωρεάν φυλλάδιο στα φανάρια.
Είναι αυτή η «τρίτη κατηγορία» που με στοιχειώνει, η ενδιάμεση, η αφανής. Είναι αυτή που με προβληματίζει, γιατί η συμπεριφορά μας προς αυτήν αντανακλά το υπόβαθρό μας, το ποιοι είμαστε στον πυρήνα μας, το τι θέλουμε να είμαστε και ποιο πρόσωπο επιλέγουμε να δείξουμε σε αυτόν που έχουμε την ψευδαίσθηση πως δεν έχουμε ανάγκη. Είναι αυτή που υπάρχει εκεί, αθόρυβη, αδιάλειπτα παρούσα και τόσο θορυβωδώς απούσα.
Δε χρειάζονται πολλά και κραυγαλέα, για να αλλάξουμε την καθημερινότητα κάποιου και κατ’ επέκταση τη δική μας. Μικρή, απλή διευκόλυνση στη δουλειά του είναι η αδήριτη ανάγκη και ένα αβίαστο χαμόγελο ως ένδειξη κατανόησης. Γιατί κατανόησης; Περιττή απορία. Βλέπεις, «ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια και αν είναι η ερώτηση».
*Η Μαργαρίτα Θάνου είναι Δικηγόρος