Από την Νεφέλη Λουίζου*
Η βουλιμία είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη μοντέρνα Ψυχολογία, αλλά μέχρι σήμερα έχει γίνει αντιληπτή μόνο υπό το ατομοκεντρικό πρίσμα και όχι σαν μια ασθένεια του πολιτισμού, του καπιταλιστικού συστήματος και της πατριαρχικής δομής του. Τα υποκείμενα του 21ου αιώνα μεγαλώνουν σε μια καπιταλιστική κοινωνία, της οποίας οι αρχές έχουν ενσωματωθεί, είτε ολοκληρωτικά, είτε σε κάποιο βαθμό στην ψυχοσύνθεση τους. Άμεση, αλλά συχνά αμελητέα συνέπεια αυτού είναι οι άνθρωποι να καταλήγουν να εφαρμόζουν τις πρακτικές του παρόντος συστήματος στη συμπεριφορά τους, η οποία έχει ως βασικούς άξονες την υπερκατανάλωση και το συνεχόμενα ακόρεστο συναίσθημα.
Πιο συγκεκριμένα, η έννοια του φαγητού έχει εξυψωθεί ως μια «υπεραπόλαυση», η οποία πολλές φορές δεν παίρνει ποιοτικές αλλά ποσοτικές διαστάσεις. Δεν τρώμε για να απολαύσουμε ένα ευχάριστο και λιτό γεύμα, αλλά τρώμε μέχρι να σκάσουμε, καταναλώνουμε μέχρι να μην θέλουμε να καταναλώσουμε άλλο, αλλά όχι λόγω της φυσιολογικής έννοιας του κορεσμού, αλλά λόγω της σιχαμάρας που νιώθουμε. Και φυσικά αυτό επαναλαμβάνεται κυκλικά, διότι ο κορεσμός δεν έρχεται ποτέ – έρχεται μόνο στιγμιαία και μετά η ανάγκη για κατανάλωση ξαναεμφανίζεται.
Η κατανάλωση του φαγητού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια κατασταλτική διαδικασία που έχει ως σκοπό να καταπιέσει το άγχος που βιώνουμε σαν άνθρωποι, το οποίο πάλι είναι απόρροια του κοινωνικού-ατομικού δίπτυχου. Ειδικότερα, άλλοι άνθρωποι, ανάλογα με την ευαισθησία που δείχνουν σε ορισμένες συμπεριφορές υποδεικνύουν μια ακόρεστη συμπεριφορά και μια υπερβολή προς αυτές. Εν τη προκειμένη, παράδειγμα αποτελεί η υπερφαγία, η οποία έχει τις ρίζες της και στο οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο επίσης είναι απόρροια της κοινωνίας καθώς καθρεπτίζει στη φύση του όλες τις σχέσεις εξουσίας αλλά και νόρμες που έχουν εσωτερικεύσει τα υποκείμενα από το κοινωνικό παρόν το οποίο βιώνουν, Αυτό το γεγονός από μόνο του, δίχως τον παράγοντα της πατριαρχίας, θα οδηγούσε – και οδηγεί, αλλά όχι καθολικά, σε μια κοινωνία παχυσαρκίας, μια κοινωνία όπου τα υποκείμενα της έχουν ως υπεραξία το φαγητό και συγκεκριμένα την υπερβολική κατανάλωση του, μια κοινωνία που επωφελείται οικονομικά από αυτήν την τάση, που έχει δημιουργήσει ολόκληρες αγορές βάσει αυτής.
Αυτή η πραγματικότητα υπάρχει, αλλά βλέποντας την σε συνδυασμό με το πατριαρχικό σύστημα που επιβάλλει με βία στις συνειδήσεις των ανθρώπων τις αρχές του, καταλήγουμε σε μία συνθήκη όπου τα γυναικεία σώματα είναι πλήρως ελεγχόμενα από την κοινωνία, όπου δεν υπάρχει η δυνατότητα της αυτοδιάθεσης. Τα γυναικεία σώματα βρίσκονται πάντα υπό την κρίση του ανδρικού – και γυναικείου, συνακόλουθος – βλέμματος. Η πατριαρχεία αναγκάζει τα σώματα να υποταχθούν στα προβαλλόμενα πρότυπα ομορφιάς, και οποιαδήποτε απόκλιση από αυτά, δεν υποδηλώνει μόνο ένα πλήγμα στην αισθητική, σύμφωνα με τις προσταγές της κοινωνίας, αλλά και ένα ηθικό και αξιακό έλλειμμα. Οποιαδήποτε απόκλιση από τα άρρωστα και μη υγιή πρότυπα κάνει το υποκείμενο να χαρακτηρίζεται στην κοινή συνείδηση ως «ανάξιο», καθώς η αυταξία της γυναίκας δεν προκύπτει από τα ατομικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, αλλά από την ικανότητα της να μοιάζει με τα όμορφα και καλλίγραμμα μοντέλα, από την ικανότητα της να προσφέρει ικανοποίηση στους άνδρες και να μην τους προσβάλει με την εμφάνιση του. Δεν υπάρχει αυτοδιάθεση σώματος και δεν υπάρχει αξία στη γυναίκα, της οποίας το σώμα δεν γίνεται αποδεκτό από το άγρυπνο πατριαρχικό «πανοπτικό», μια φυλακή η οποία όμως έχει ενσωματωθεί στις συνειδήσεις μας, επιβάλλοντας κάθε φορά τον αυτοέλεγχο.
Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε σε μια σύγκρουση των δύο φαινομενικά αντίθετων ροπών, της καπιταλιστικής ορμής της υπερκατανάλωσης και της ανάγκης, πλέον, της συμμόρφωσης με τα πρότυπα ομορφιάς, η οποία, φυσικά, καταλήγει στις διατροφικές διαταραχές, στην ανορεξία, τη βουλιμία και φυσικά στη δημιουργία ενός ανασφαλούς υποκειμένου που πασχίζει να ισορροπήσει μέσα σε αυτό το δίπολο, που με κάθε αποτυχία του βιώνει την υποτίμηση, κοινωνική και προσωπική, καθώς και την ενοχή. Ενοχή που υπέκυψε στο φαγητό, ενοχή που με αυτή τη συμπεριφορά του κάνει τον εαυτό του να απομακρυνθεί από την αυτοπραγμάτωση του, η οποία προέρχεται μόνο από την επιφανειακή υποταγή στην αισθητική της κοινωνίας μας. Είναι ένα πολύ καλά οργανωμένο σύστημα, το οποίο καταλήγει να κάνει και την «ομορφιά» οικονομικό αγαθό, βγάζοντας εκατομμύρια από τη μια από την πανίσχυρη βιομηχανία του φαγητού και από την άλλη από τις φαρμακοβιομηχανίες που πουλάνε φάρμακα για το αδυνάτισμα, από τους διατροφολόγους, τα media και τις δίαιτες.
Ίσως το σημαντικότερο πράγμα που θα μπορούσαμε να κάνουμε ως υποκείμενα που υπαγόμαστε σε αυτήν την κοινωνία είναι να απαλλάξουμε τους συνανθρώπους μας από το κοινωνικό στίγμα που έρχεται με αυτή την αποκαλούμενη «διαταραχή». Ο/ή βουλιμικός/ή δεν είναι ένα «προβληματισμένο» άτομο που βιώνει μια ψυχολογική διαταραχή, είναι ένα άτομο που βιώνει και την καταπίεση της κοινωνίας και της πατριαρχίας και που εσωτερικεύει σχεδόν ασυνείδητα τις εξουσιαστικές σχέσεις που αυτή επιβάλει πάνω στο ίδιο του το σώμα. Αποδίδοντας σε ατομοκεντρικούς παράγοντες το στίγμα της διάγνωσης, όπως προτάσσει σε γενικές γραμμές η σύγχρονη ψυχολογία, δημιουργούμε μια καθολική συνείδηση όπου το άτομο είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για την εμφάνιση αυτής της «διαταραχής», δημιουργώντας έτσι παραπάνω ενοχές για την συμπεριφορά του, την οποία, όμως, γέννησε μια κοινωνία μια κοινωνία που νοσεί και, δυστυχώς, υιοθετήσαμε άκριτα όλοι εμείς.
*Φοιτήτρια Ψυχολογίας