Ο Νίκος Βράντσης, υποψήφιος διδάκτορας κοινωνικής γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, και υπότροφος του Alfred Landecker Democracy Fellowship γράφει για τον ελευθεριακό ψηφιακό τόπο Αυτολεξεί για την έμφυλη βία, τις γυναίκες που αποφασίζουν να διακόψουν τη συμμετοχή τους σε σχέσεις βίας — ψυχολογικής, σωματικής, λεκτικής — αντιμετωπίζοντας πολλά, συχνά αξεπέραστα προβλήματα και την ανάγκη της κοινωνικής ανατροπής.
Η κοινωνική γέννηση των αισθημάτων
Δεν μου ήρθε στο μυαλό, ούτε όταν αποφάσισα τον προορισμό των καλοκαιρινών μου διακοπών, ούτε όταν κοίταξα από το παράθυρο του αεροπλάνου, ούτε και όταν προσγειώθηκα και διέσχισα οδικώς τους στενούς δρόμους ανάμεσα σε βράχια, φραγκοσυκιές, ανενεργές ανεμογεννήτριες και τσιμέντο. Μόνο δυο μέρες μετά, αφού βρέθηκα στο παραδοσιακό χωριό της Ολύμπου και είδα τις γυναίκες, να κυκλοφορούν φορώντας τις παραδοσιακές τους φορεσιές, θυμήθηκα τη μονογραφία ενός ανθρωπολόγου, του Bernard Vernier για την Κάρπαθο.
Είναι πολλά χρόνια που διάβασα το βιβλίο, και θυμάμαι με τρόπο θολό τα επιχειρήματα, αλλά συγκράτησα τη σχέση που δημιουργεί o Vernier ανάμεσα στην μικρή έκταση της ιδιοκτησίας και στη δημιουργία του θεσμού των «κανακάρηδων».
Σε αυτό το ξερό νησί, με τις περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οικογένειες ευνοούσαν απολύτως τα πρωτότοκα τέκνα τους εις βάρος των επόμενων παιδιών. Η ιδιοκτησία δε μοιραζόταν. Η μητέρα μεταβίβαζε ολόκληρη την περιουσία στην πρωτότοκη κόρη, ενώ αντίστοιχα ο πατέρας μεταβίβαζε τη δική του περιουσία αδιάσπαστη στον πρωτότοκο υιό. Οι δευτερότοκοι/ες υποβιβάζοντο σε άμισθο υπηρετικό προσωπικό υπό την προστασία των αδερφών τους, οι οποίοι/ες ως αδιαμφισβήτητοι/ες κληρονόμοι είχαν καθήκον να μην αφήσουν τα άκληρα αδέρφια τους να πεθάνουν.
Ντυμένη με την παραδοσιακή στολή της Ολύμπου, η κα. Δήμητρα που πουλάει ταξιδιωτικά ενθύμια στους τουρίστες που φτάνουν σε αυτό το απόμερο χωριό, έχει μια απάντηση που είναι ταυτόχρονα απολογητική και επικριτική: «Ήταν άδικο… Μπορώ να σου πω φριχτές ιστορίες… Αλλά η Κάρπαθος είναι ξερονήσι, όταν μιλάμε για περιουσία μιλάμε για δέκα δέντρα ελιές, αν τη μοίραζαν θα πέθαιναν της πείνας όλα τα παιδιά».
Στην Κάρπαθο, η ξερή γη, η μικρή έκταση της ιδιοκτησίας γέννησαν συγκρούσεις, ανισότητες, συναισθήματα, εξού και ο τίτλος που επέλεξε να δώσει ο Vernier στον τόμο του: «Η κοινωνική γέννηση των αισθημάτων». Η μορφή της ιδιοκτησίας υπήρξε ο καθοριστικός παράγοντας που διαμόρφωσε ένα σύστημα ενδο-οικογενειακής δουλείας. Αλλά σήμερα είναι οι απόηχοι αυτού του κοινωνικού συστήματος που διαμορφώνουν την όψη του νησιού.
Πολλά από τα τσιμεντένια κτίρια, άλλα ολοκληρωμένα, άλλα μισοτελειωμένα, άλλα στο ξεκίνημα της κατασκευής τους ως σκελετοί μελλοντικών ξενοδοχειακών μονάδων, έχουν στην πρόσοψή τους, σημαίες αμερικάνικες. Είναι τα σημάδια της επιστροφής, της εκδίκησης. Οι φριχτές ιστορίες της κα. Δήμητρας σχετίζονται κυρίως με την κατάχρηση και τη βία που ασκούσαν γονείς και πρωτότοκοι πάνω στο σώμα, τη ψυχή και το πεπρωμένο των ύστερων. Όσοι/ες δεν άντεξαν το κοινωνικό πεπρωμένο τους, προτίμησαν τη μετανάστευση, που αποτελούσε έναν τρόπο διαφυγής μακρυά από αυτή τη σχέση απόλυτης επιβολής που εκδηλωνόταν ως διπλός μηχανισμός ελέγχου-προστασίας. Και μετανάστευσαν κυρίως στη γη της επαγγελίας. Τώρα αυτοί ή τα τέκνα τους, μεγαλωμένα με τις ιστορίες των γονιών τους, επιστρέφουν και κάνουν με επιδεικτικό τρόπο, τα δολάρια τους μπετά, ξενοδοχεία, στη θέα των οποίων οι «παλιοί» Καρπάσσιοι ξεσπούν σε περιφρονητικά σχόλια.
Η στεγαστική πίεση των γυναικών
Στο στενό πεζόδρομο που φέρει το όνομα «Σολωμού», στο κέντρο της μικρής πόλης της Νάουσας, είναι μερικά χρόνια τώρα, που τα προηγουμένως άδεια ισόγεια των λιγοστών κτιρίων, έχουν αλλάξει χρήση, έγιναν καφετέριες, με την ευγενική χορηγία ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων. «Όλοι ανοίγουν καφέ και γυράδικα. Αν είναι να βγαίνει τίποτα να ανοίξω και εγώ ένα», μου λέει η Κατερίνα[1] σχολιάζοντας έμμεσα την οικονομική της κατάσταση, παρότι δίνει την εντύπωση ότι ανήκει σε μια κατηγορία ανθρώπων που θεωρεί τη συμμετοχή σε αυτή την ομάδα μικρο-επιχειρηματιών, κοινωνικά υποβιβαστική.
Παρότι κάθεται ακριβώς απέναντί μου και τα προσεκτικά διαλεγμένα λόγια δείχνουν ότι είναι συγκεντρωμένη στον διάλογό μας, συμμετέχει χωρίς να με κοιτάζει, έχοντας το βλέμμα της στραμμένο στον τετράχρονο γιο της που παίζει με μια μπάλα στον πεζόδρομο. Ανάμεσα στα ανήσυχα βλέμματα προς το αγόρι και τις διαρκείς υπενθυμίσεις που του απευθύνει για να προσέχει τα μηχανοκίνητα, μου εξομολογείται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στο σπίτι της.
Η Κατερίνα υπήρξε μια από τις λίγες γυναίκες που απάντησαν στο ανώνυμο ερωτηματολόγιο που η ερευνητική μας ομάδα διένειμε ηλεκτρονικά στον μικρό δήμο της Νάουσας για να εντοπίσει τα στεγαστικά προβλήματα των γυναικών. Υπήρξε η μοναδική που απάντησε οικειοθελώς στο ερώτημα, με το οποίο ζητούσαμε τα προσωπικά στοιχεία των ερωτηθεισών, σε περίπτωση που ήθελαν να συζητήσουν το ζήτημα που αντιμετωπίζουν.
Η ιστορία της είναι ενδεικτική. Παρά τις επιτυχημένες προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές της στα οικονομικά, αποφάσισε να επιστρέψει στην πόλη της Νάουσας όταν αυτές ολοκληρώθηκαν, προκειμένου να είναι κοντά στον σύντροφό της, ενώ παράλληλα αναζητούσε εργασία. Η προσπάθειά της δεν έφερε τους αναμενόμενους καρπούς. Σήμερα, στα τριάντα πέντε της, δουλεύει σε μια τοπική επιχείρηση, για πολλές ώρες και ελάχιστα χρήματα. Η οικονομική συνδρομή του συντρόφου της, για την κάλυψη των εξόδων της οικογένειάς τους, σταδιακά έδωσε τη μαγιά για να γεννηθεί βία, κυρίως λεκτική που εκδηλώνεται μέσα από τις διαρκείς επικρίσεις που εισπράττει η Κατερίνα για την ανεπάρκειά της ως σύζυγο και μητέρα: «Μέσα στην πανδημία αυτό επιδεινώθηκε. Επινε, με έβριζε, έγινε ακόμα πιο τοξικό το περιβάλλον. Θέλω να φύγω».
Ο πυρήνας της πυρηνικής οικογένειας κλονίζεται
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή τυπολογία ETHOS (European Typology of Homelessness and Housing Exclusion) της FEANTSA, άτομα που ζουν σε επισφαλή κατοικία ή υπό την απειλή βίας, είναι άτομα που αντιμετωπίζουν έλλειψη στέγης. Γυναίκες που ζουν σε φαινομενικά ασφαλή σπίτια, μπορεί να υφίστανται μια αόρατη πίεση και βία, μια διαρκή επισφάλεια που τις καθιστά εν δυνάμει άστεγες.
Ιστορίες σαν αυτή της Κατερίνας είναι δυστυχώς αρκετά κοινές και παραμένουν αδημοσιοποίητες γιατί η καταπίεση των γυναικών θεωρείται πολύ γνώριμη, σχεδόν φυσική, ενώ πολλές είναι οι γυναίκες που εσωτερικεύουν την «κατωτερότητά» τους. Προσπαθώντας να καταγράψουμε τις στεγαστικές συνθήκες στις φτωχότερες γειτονιές της Νάουσας, η ερευνητική ομάδα μας συνάντησε γυναίκες, οι οποίες συχνά κρυβόντουσαν, απέφευγαν να μας μιλήσουν, μας παρέπεμπαν στους άνδρες τους, και όταν αυτοί απουσίαζαν απλά δεν παίρναμε απαντήσεις σε ερωτήματα απλά, όπως: «πως είναι οι συνθήκες στο σπίτι σας;», «πως ζεσταίνεστε τον χειμώνα;», «ποια προβλήματα αντιμετωπίζετε;». Αλλά και όταν προσπαθούν να μιλήσουν, δε βρίσκουν ασφαλή δρόμο.
Στην πόλη της Νάουσας, όπως και σε τόπους σε ολόκληρη τη χώρα, μπορεί να μην υπάρχει η «κανακαριά» ως ενεργός θεσμός, αλλά υπάρχουν χαρακτηριστικά κοινά με αυτά που περιγράφει ο Vernier. Κυρίως, υπάρχει ένα ανθρώπινο σύνολο που σε πολλά νοικοκυριά και σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια, θεωρείται «φυσικά» κατώτερο, που μετατρέπεται σε αντικείμενο προς κατοχή και ιδιοκτησία: οι γυναίκες.
Ωστόσο σύμφωνα με τα απογραφικά δεδομένα του 2011, σε αυτή πόλη του ελληνικού βορρά, που αποτελεί ενδεικτική περίπτωση τάσεων που παρατηρούνται σε όλη τη χώρα, καταγράφεται μια μεγάλη αλλαγή. Τα μονομελή νοικοκυριά αυξήθηκαν κατά 45% σε σχέση με το 2001, τα διμελή νοικοκυριά αυξήθηκαν κατα 14%, ενώ μειώθηκαν σημαντικά τα τετραμελή νοικοκυριά και όλα τα νοικοκυριά με περισσότερα μέλη. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται (i) στο ότι οι νέοι της πόλης έφυγαν και επέλεξαν να μην επιστρέψουν, (ii) στο ότι τα νέα ζευγάρια επιλέγουν να μη κάνουν παιδιά αλλά και (iii) στην αύξηση των γυναικών οι οποίες αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο από τους συντρόφους τους. Όπως η μετανάστευση των υστερότοκων της Καρπάθου υπήρξε ο δρόμος της ελευθερίας τους από το κοινωνικό τους πεπρωμένο, έτσι η νομική φυγή των γυναικών γίνεται τρόπος διαφυγής από σχέσεις επώδυνες.
Όλο και συχνότερα, γυναίκες επιλέγουν να αποχωρήσουν από τον, πολλές φορές, ασφυκτικό κλοιό του νοικοκυριού τους. Συχνά αυτό οφείλεται στο ότι οι άνδρες παρότι επιμένουν να θεωρούν τις γυναίκες τους ιδιοκτησία τους, δε μπορούν να εκπληρώσουν το ίδιο εύκολα με το παρελθόν, τους δικούς τους κοινωνικούς ρόλους, των παρόχων προστασίας, λόγω της συρρίκνωσης των εισοδημάτων τους και της αυξημένης ανεργίας. Οι επιτελέσεις των παραδοσιακών έμφυλων ρόλων δυσκολεύονται να αναπαραχθούν. Επίσης οφείλεται και στο ότι όταν οι άνδρες παρέχουν αυτή την προστασία που «συμπεριλαμβάνεται» ως καθήκον στον ρόλο τους, ζητούν ως αντάλλαγμα τον πλήρη έλεγχο, την πλήρη υπακοή, την οποία οι γυναίκες αρνούνται να παραχωρήσουν, προτιμώντας την οικονομική επισφάλεια αντί για τη ψυχολογική καταστροφή τους.[2]
Ωστόσο όταν οι γυναίκες αποφασίζουν να διακόψουν τη συμμετοχή τους σε σχέσεις βίας — ψυχολογικής, σωματικής, λεκτικής — αντιμετωπίζουν πολλά, συχνά αξεπέραστα προβλήματα.
Πανδημία και βία κατά των γυναικών
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας καταγράφηκε μια έκρηξη των περιστατικών βίας σε βάρος των γυναικών. Τα απότοκα του lockdown — περιορισμός μετακινήσεων, οικονομική επισφάλεια, διάχυτος φόβος μόλυνσης και θανάτου, αύξηση της κατανάλωσης αλκοόλ και ναρκωτικών — δημιούργησαν τις ιδανικές συνθήκες για την αύξηση και ενίσχυση της κακοποίησης των γυναικών. Πολλά σπίτια μετατράπηκαν σε χώρους βασανισμού.
Οι γυναικοκτονίες που έχουν αρχίσει με καθυστέρηση να ονομάζονται και να καταγράφονται ως τέτοιες, οι διαδοχικές δολοφονίες γυναικών, η συγκλονιστική κοινοτοπία τους, δείχνει πόσο εμπεδωμένη και κοινωνική διαπεραστική στην ελληνική κοινωνία είναι η πατριαρχία, πόσο «φυσικός» είναι ο φόνος ως λύση που δίνεται από άνδρες οι οποίοι θεωρούν ότι εξασκούν τα «φυσικά» τους δικαιώματα στην ιδιοκτησία τους. Χιλιάδες είναι οι άνδρες, οι οποίοι νιώθουν ότι έχουν κάθε δικαίωμα να ελέγχουν, να καταπιέζουν, να κακοποιούν και ενίοτε να σκοτώνουν τις γυναίκες τους, τις φίλες τους, τα παιδιά τους, για λόγους «μη-συμμόρφωσης».
Το τι έχει δημιουργήσει αυτή την ιδέα, μπορεί να αναζητηθεί στην ιστορία της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους, στη διάχυτη μικρο-ιδιοκτησία που ευνόησε της άνισες ενδο-οικογενειακές σχέσεις, στον ρόλο του κράτους που κυβέρνησε κυρίως μέσα από τη διαχείριση του μικρό-νοικοκυριού που περιστρέφεται γύρω από τον άρρενα «νοικοκυραίο» και το οποίο κανονικοποίησε την αόρατη εκμετάλλευση των γυναικών.
Αντικρουόμενες κατευθύνσεις
Μέσα στη πανδημία, η έκρηξη των περιστατικών ενδοικογενειακής βίας, οδήγησε τη κυβέρνηση να δημιούργησει τμήματα στήριξης των θυμάτων, μέσα σε αστυνομικά τμήματα. Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει ότι απλά προστέθηκε ένας ακόμα τηλεφωνικός αριθμός στους καταλόγους των αστυνομικών διευθύνσεων. Αλλά η γυναικεία χειραφέτηση στο ελληνικό συγκείμενο δε μπορεί να έλθει μέσω κλήσεων προς την αστυνομία. Απαιτεί συστημικές αποκρίσεις που θα ενισχύουν τις γυναίκες, όπως και κάθε άνθρωπο σε επισφάλεια, ώστε η απόφαση τους να αποχωρήσουν από το περιβάλλον της βίας να μην ενέχει τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Ωστόσο ο προσανατολισμός της κυβέρνησης είναι διαφορετικός. Προ λίγων ημερών, ο πρωθυπουργός εξήγγειλε ότι θα παραχωρηθούν κρατικά σπίτια σε νέα ζευγάρια. Πέρα από την δυσπιστία που προξενεί μια τέτοια εξαγγελία από τη κυβέρνηση ενός κράτους το οποίο ουδέποτε σχεδίασε, ούτε στήριξε πολιτικές άμεσης παροχής έτοιμης κατοικίας στους πολίτες του (όπως συνέβη μεταπολεμικά σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη), είναι ενδεικτική η έμφαση που δίνεται στην κοινωνική δομή του «ζευγαριού». Οι αποκρίσεις της διοίκησης στη στεγαστική επισφάλεια μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και ανάμεσά τους πολλών γυναικών στρέφονται στην επιχορήγηση ενός οικογενειοκεντρικού μοντέλου, προσφέροντας στέγη μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι σχηματίζουν ζεύγη. Σε πολλές περιπτώσεις όμως τα άτομα που βρίσκονται μέσα σε αυτά τα ζεύγη βιώνουν πίεση, την οποία μπορεί και να συνεχίσουν να αποδέχονται αν λαμβάνουν στεγαστικά βοηθήματα — πόσο μάλλον μια κατοικία — ως αντίδωρο.
Ο αγώνας των γυναικών για χειραφέτηση, δε μπορεί να ιδωθεί ξέχωρα από τον αγώνα κάθε ανθρώπου που βρίσκεται δέσμιος μιας συστημικά δημιουργημένης επισφάλειας, κάθε ανθρώπου που αναγκάζεται ακριβώς λόγω αυτής της επισφάλειας να κάνει μια σειρά από συμβιβασμούς που εν τέλει του/της στερούν την προσωπικότητά του/της. Και όπως και κάθε άλλη χειραφέτηση απαιτεί μια κοινωνική ανατροπή που θα οδηγήσει σε δομές για τη στεγαστική και εργασιακή στήριξη των γυναικών ως ανεξάρτητα άτομα και όχι ως «μέλη νοικοκυριού».
Η πρόσβαση σε αξιοπρεπή κατοικία είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και προϋπόθεση για μια ασφαλή ζωή. Για να κατακτηθεί σε ένα κράτος που κυβερνούσε πάντα μέσα από την «αγία ελληνική οικογένεια», χρειάζεται ένα αίτημα καθολικό, αλλά ταυτόχρονα και προσωπικό: κάθε άνθρωπος, και κάθε γυναίκα, που βρίσκεται σε στεγαστική κρίση, να μπορεί να έχει στεγαστική στήριξη, χωρίς να χρειάζεται να είναι μέλος κοινωνικών οργανισμών και σχέσεων που εγκρίνονται από το κράτος. Οι κενοί, καλής ποιότητας, στεγαστικοί πόροι που υπάρχουν στις ελληνικές πόλεις, είναι αναρίθμητοι και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας καθολικής και κοινωνικά δίκαιης πολιτικής για τη στέγαση.
Σημειώσεις:
[1] Τα ονόματα έχουν αλλάξει για να διατηρηθεί η ανωνυμία των συνεντευξιαζόμενων.
[2] Τα περισσότερα κτίρια για χρήση κατοικίας κατασκευάστηκαν σε μια περίοδο που ο κυρίαρχος τύπος νοικοκυριού ήταν το πολυμελές νοικοκυριό, γεγονός που διαφέρει σημαντικά με τον κύριο τύπο νοικοκυριών που συναντώνται σήμερα στον δήμο, δηλαδή κυρίως μονομελή, διμελή και τριμελή νοικοκυριά. Εντοπίζεται μια πιθανή αναντιστοιχία ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των κατοικιών και στις πιθανές ανάγκες πολλών νοικοκυριών που διαμένουν σήμερα στον Δήμο. Με βάση την υπόθεση ότι κάθε άτομο σε ένα νοικοκυριό χρειάζεται ένα (υπνο)δωμάτιο εκτιμούμε ότι μονομελή ή διμελή νοικοκυριά θα προτιμούσαν κατοικίες με ένα ή δύο δωμάτια. Παρότι υπάρχουν 5.895 μονομελή και διμελή νοικοκυριά στον Δήμο (50,6% του συνόλου των νοικοκυριών) υπάρχουν μόνο 2.603 κατοικίες με ένα ή δυο δωμάτια (17,4% του συνόλου των κατοικιών). Αντίθετα υπάρχουν 12.523 κατοικίες με τρία και περισσότερα δωμάτια (82,6% του συνόλου των κατοικιών), παρότι ο αριθμός των νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα μέλη είναι 5.757 (49,4% του συνόλου). Ενώ λοιπόν υπάρχει έλλειψη κατοικιών που να είναι κατάλληλες για μονομελή και διμελή νοικοκυριά (που αυξάνονται στον Δήμο Νάουσας), υπάρχει πλεόνασμα μεγαλύτερων κατοικιών, παρότι τα πολυμελή νοικοκυριά μειώνονται. Η δυσαναλογία στη σχέση των διαθέσιμων χώρων και του αριθμού των κατοίκων και νοικοκυριών, μας επιτρέπει να εκτιμούμε ότι πολλά νοικοκυριά στον Δήμο Νάουσας ενδέχεται να αντιμετωπίζουν πιέσεις που σχετίζονται με το φαινόμενο της υπο-κατοίκησης (under-occupancy), δηλαδή την ύπαρξη πολύ μεγάλων – και πιθανά ακριβών – κατοικιών σε σχέση με τις ανάγκες των νοικοκυριών που ζουν σε αυτές.