από το Πρόβατο όχι Αρνί
Κάτι ερωτήσεις δεν έχουν δεύτερη σκέψη ως απάντηση. Κάτι ερωτήσεις φυλάνε κατάφαση στα ακρόχειλα και βεβαιότητα στην ηχοχροιά. Είναι μονόδρομοι οι απαντήσεις τους και κλειδωμένο “ναι” το αντιγύρισμά τους. Κάτι ερωτήσεις γίνονται για το παρακάτω της αφήγησης, για το “πες μου την ώρα”.
Οχτώ και δέκα το απόγευμα στη Θεσσαλονίκη. Έξω, σε δουλειά. Τηλέφωνο.
-Νυχτερινή βάρδια στην Ειδομένη, απόψε. Θα ‘ρθεις; Είμαστε μόνο δύο. Μπορείς;
-Ναι. Τι ώρα;
-8:30 ξεκινάμε. Προλαβαίνεις;
Σχεδόν στις δέκα είχαμε φτάσει. Θα φεύγαμε στις 7:30 το πρωί. Κρύο. Είναι αυτός ο αέρας που μέσα από ένα παράθυρο κλειστό σου αρέσει να τον βλέπεις να παίζει με δέντρα και νερά, αλλά έξω τον μισείς. Είναι αυτός ο συγκεκριμένος που παγωμένα πονάει, που κρύα παραλύει. Κι είναι ταυτόχρονα η βροχή. Απόψε δε θα έφτιαχναν ποίηση οι σταγόνες της, ρίμες η παρουσία της. Απόψε, και κάθε απόψε στους χειμώνες που έρχονται, θα συναντάει σταυρωμένα χέρια και χολερικές βρισιές άμα τη εμφανίσει της.
Μετράμε λεωφορεία παρκάροντας. 45, 46, 47, 48... Δύσκολο βράδυ θα ‘ναι. Ήδη τρεις χιλιάδες άνθρωποι περίπου στην αναμονή. Και στις σκηνές; Ναι, είναι κι αυτές. Πέντε σκηνές από τριακόσιους; Άλλοι χίλιοι πεντακόσιοι; Ο κόμπος στο λαιμό καλοδέθηκε, το στομάχι πιάστηκε. Ξεκινάμε.
“Θα προετοιμάζεις τα γκρουπ που φεύγουν. Θα τα παίρνεις και θα τα πηγαίνεις στο σύνορο. Θα συνεχίζεις με το επόμενο. Είμαστε στο 1736. Εδώ είναι γραμμένα πού βρίσκονται όσα ακολουθούν, σε ποια σκηνή. Μόλις τελειώσουν αυτά έρχεσαι πάλι σε εμένα”.
Ώρες, ξανά και ξανά πάνω κάτω. Το νούμερο του γκρουπ, η φωνή δυνατή, να σηκώνονται, το χαμόγελο που ήρθε η δικιά τους σειρά, να μαζεύονται, βαβούρα, ένας-δυο πάντα να βγαίνουν μπροστά να συνεννοηθούν μαζί σου, να τα πουν στα αραβικά στους υπόλοιπους, οι ανυπόμονοι να θέλουν να φύγουν πρώτοι, η συμφωνία να περιμένουν το δικό σου νεύμα -όχι για άλλο λόγο αλλά για να μην μπλεχτούν με άλλους που έρχονται, για να μην περιμένουν στη βροχή. Φεύγω, ψάχνω το σήμα του αστυνομικού από την άλλη πλευρά του συνόρου, γυρνάω, “let’s go!!! Number 1745, follow me, please!!”
Πατέρας καλοντυμένος, σχεδόν στα 50, κρατάει πιτσιρίκι απ’ το χέρι, αποκόβεται απ’ το γκρουπ, με πλησιάζει.
-Συγνώμη φίλε μου, να σε ρωτήσω κάτι;
-Παρακαλώ.
-Άκουσα στην Σερβία ότι είναι δύσκολα, επικίνδυνα να τη διασχίσουμε. Ισχύει; Έχω οικογένεια, έχω δυο μικρά, φοβάμαι.
(Τι να πω; Διαβάζω πολλά, ξέρω για δεκάδες άσχημες περιπτώσεις, για μαφία που στήνει ενέδρες και τους κλέβει, για χίλια δυο. Πώς να του πω τα άσχημα όμως; Τα ξέρει, το βλέπω στα μάτια του, όλα τα ξέρει. Παρ’ όλ’ αυτά κρέμεται από εμένα για την καλή κουβέντα. Αυτήν, του κουράγιου τα λόγια θέλει να ακούσει.)
-Μην ανησυχείτε. Περάσατε πολλά δύσκολα ως τώρα. Θα τα καταφέρετε κι από εδώ και πέρα. Να μένετε με το γκρουπ σας, να μένετε σε μεγάλες ομάδες. Μην φοβάστε, όλα καλά θα πάνε. Παντού υπάρχουν καλοί άνθρωποι, σε όλες τις χώρες. Αυτούς να ψάχνετε, αυτούς να βρείτε.
Στέκομαι στην πρώτη σκηνή περιμένοντας σήμα του αστυνομικού για τους επόμενους. Είναι αυτή δίπλα στο σημείο που φεύγουν για τα Σκόπια. Εκεί, κι αν το νούμερό τους απέχει πολύ απ’ τη σειρά, είναι πάντα σε αναβρασμό. Ίσως να καταφέρουν να χωθούν σε κάποιο γκρουπ που φεύγει νωρίτερα. Ίσως αυτή η μισή, μια ώρα να κάνει τη διαφορά. Δεν την κάνει, αλλά έτσι ελπίζουν. Κάθομαι πάνω στα πόδια μου. Η μέση μου αρχίζει να με πονάει. Χαζεύω στο τουίτερ αναρτήσεις στο χάσταγκ των προσφύγων. Γρήγορα φτιάχνεται κύκλος γύρω μου.
-Παρακαλώ, να ρωτήσουμε;
(Χαμόγελο. Δεν έχω τίποτα άλλο να τους δώσω. Αυτό. Τους το δίνω απλόχερα λοιπόν. Όλο το βράδυ.)
–Βέβαια. Πείτε μου.
-Εδώ είμαστε Μακεδονία;
(Γέλιο τώρα. Τι να εξηγώ; Τι να εξηγώ εγώ που δεν πιστεύω σε σύνορα και ονόματα…)
-Εδώ είμαστε ακόμη Ελλάδα (Γιουνάν). Η Μακεδονία είναι τριάντα μέτρα πιο εκεί.
-Α, και μετά περπατάμε πολύ; Βρέχει, έχουμε μωρά…
-Δεν ξέρω σίγουρα. Όπως μου είπαν οι αστυνομικοί όμως, τριακόσια μέτρα περίπου ως τα λεωφορεία.
-Αααα, λεωφορεία. Ωραία! (Το λένε στα αραβικά στους υπόλοιπους που δεν καταλαβαίνουν. Ντόμινο από χαμόγελα.) Και πόσο έχει το εισιτήριο; Είκοσι-τριάντα ευρώ;
(Αυτοί που έχουν πληρώσει ως τώρα χιλιάδες ευρώ σε δουλέμπορους και Βαρδινογιάννηδες και ΟΣΕδες και Κτελ, σκέφτονται τα άλλα 30-50 ευρώ του λεωφορείου στα Σκόπια. Είναι το ένστικτο όμως της προστασίας, της αυτοσυντήρησης. Είναι η κλοπή και η αδικία που έχουν ζήσει ως τώρα που τους κάνει να ρωτάνε.)
-Δεν ξέρω, συγνώμη, φαντάζομαι όμως όχι πολύ. Ίσως λιγότερο από όσο είχε απ’ την Αθήνα ως εδώ.
-Και μετά τη Μακεδονία τι είναι; Σερβία;
-Ναι, Σερβία και μετά Κροατία ή Σλοβενία πια. Η Ουγγαρία σφράγισε τα σύνορα.
-Κι η Γερμανία; Αργεί η Γερμανία; Εκεί πότε φτάνουμε;
-…
Ένα γκρουπ ακόμη είναι έτοιμο να φύγει. Η βροχή έχει δυναμώσει. Οι εθελοντές κάποιας οργάνωσης μοιράζουν αδιάβροχα. Ένα στον καθέναν. Όλοι θέλουν παραπάνω. Ίσως να σκέφτονται τα χιλιόμετρα της πορείας τους, το φεύγα του Οκτώβρη που συστήνει τις κακοκαιρίες. Το κόλπο στήνεται με τους μπόμπιρες. Τρίχρονες και τετράχρονες φάτσες παίρνουν αδιάβροχο, εξαφανίζονται, εμφανίζονται δυο λεπτά μετά ζητώντας κι άλλο. Κοιτάζομαι με τον κύριο που τους τα μοιράζει. Δε μιλάμε αλλά όλος ο τόπος γεμίζει με την αναρώτηση “πώς να τους το αρνηθείς; Σε αυτές τις φάτσες, πώς να αρνηθείς οτιδήποτε”;
Φεύγω για τη σκηνή τέσσερα. “Group 1752, please get ready! We are leaving in two minutes”. Βγαίνουμε στη βροχή. Ένας μπαμπάς, φορτωμένος σάκους και με μωρό τυλιγμένο σε κουβέρτα με σκουντάει. Με νοήματα καταλαβαίνω. Τυλίγω το κεφαλάκι του μικρού που βρέχεται. Χαμόγελο. Ξανά. Είναι η γλώσσα του ανθρώπου αυτή, η ευφυΐα του πλανήτη, να το ξέρετε. Σηκώνω το χαρτί. Έχω βραχνιάσει. Ήρθα Φωτεινή Δάρρα και συνεχίζω Βασίλης Καρράς. “Group 1752, please follow me. Only 1752”!!! Έχω πλάτη προχωρώντας και φωνάζοντας. Πίσω μου, φωνή χαρούμενη σαν στεγνή πετσέτα σε άνθρωπο που βγαίνει απ’ τη θάλασσα, απαντάει αν και μονολογεί, δυνατά:
-Yes my baby. Only group 1752!
Γυρίζω ξαφνιασμένος. Κορίτσι στα 25 περίπου. Με κοιτάζει. Γελάμε δυνατά. Η σύμπραξη της χαράς αναστολή στα δύσκολα.
Μούσκεμα. Το μπουφάν δεν κρατάει άλλο νερό. Κοντεύει έξι. Κάποια εμπλοκή απέναντι έχει σταματήσει τη ροή για μια ώρα. Τα λεωφορεία αυξάνονται πάλι στην αναμονή. Οι σκηνές τιγκαρισμένες. Πολλά παιδιά κλαίνε. Κρύο. Έξω λάσπες. Σκουπίδια παντού. Έτσι θα ‘ναι ως το μεσημέρι που η υπηρεσία και οι αλληλέγγυοι πάλι θα τα καθαρίσουν. Παρατηρώντας πρόσωπα, σώματα, κινήσεις. Μη δίνουν οι μέρες να γνωρίζουν οι άνθρωποι τέτοιους ξεριζωμούς. Καταριέμαι κράτη, ηγεσίες, λαούς που ετοιμάζουν, διατάζουν, ανέχονται τον πόλεμο, την οικονομική εξόντωση, την κοινωνική αδικία, τον μαζικό θάνατο ως φυσιολογικές καταστάσεις. Γεννήθηκα Σάββατο, μπορεί και οι κατάρες μου να πιάσουν. Ως τότε όμως είμαστε πολλοί, να το ξέρουν, απέναντί τους να τους νικήσουμε.
Με πλησιάζει νεαρός με τα μαλλιά του πιασμένα κοτσίδα. Δε δείχνει σε πανικό παρότι μου αφηγείται ότι στη στάση στον Κορινό με το λεωφορείο, ξέχασε την τσάντα του με το διαβατήριο και όλα του τα χαρτιά. Θέλει να γυρίσει πίσω να τα βρει. Το μόνο που θυμάται απ’ το μέρος που σταματήσανε είναι ότι είχε δυο σκυλιά∙ ένα καφέ κι ένα άσπρο. Δεν ξέρω τι να κάνω. Τον ρωτάω αν μίλησε με τα κορίτσια της ΑΡΣΙΣ. Ναι, μου λέει και λάμπει το πρόσωπό του. Μερικές ώρες και αρκετά τηλέφωνα αργότερα σε κάθε Rest area κατάστημα της περιοχής, παίρνουν αυτοκίνητο και σταματάν κάθε λεωφορείο στο δρόμο που μπορεί να ξανάρχεται από εκεί. Βρίσκουν το σωστό. Έχει παραλάβει την τσάντα του, μαζί και το διαβατήριο. Το ταξίδι του θα συνεχιστεί. Φεύγει με ένα απ’ τα επόμενα γκρουπ. Ένα ακόμη goodbye, ένα ακόμη good luck. Ένα ακόμη δικό του “ευχαριστούμε”.
Είναι σχεδόν εφτάμιση. Η βροχή δεν έχει άλλο χρώμα στη μέρα. Ετούτη η βροχή. Το φως δεν αλλάζει την παγωνιά που φέρνει, το τρέμουλο που μονιμοποιεί, την υγρασία που καθιερώνει. Στην πρώτη σκηνή ξανά. Κοιτάζοντας απέναντι για ένα τελευταίο σήμα απ’ τους αστυνομικούς. Να πω τα ευχάριστα σε μια ομάδα ακόμη. Ο παππούς απ’ το γκρουπ 1775 είναι χαρούμενος πια. Έφτασε η σειρά του. Ώρες περιμένει. Ανά πεντάλεπτο με ρωτούσε αν αργεί ακόμη. Μπορεί και να κοντεύει τα ογδόντα. Καλέ μου άνθρωπε, από όπου περνάς φύσα την πνοή σου ζωή στο στόμα του κόσμου. Φύσα την πνοή σου κουράγιο σε όλους εμάς τους νεότερους που στην πρώτη δυσκολία, στο πρώτο κακοτράχαλο των δρόμων μας λιγοψυχάμε.
Παρέα ανδρών σιωπηλοί στέκονται δίπλα μου. Ένας βγάζει πακέτο με τσιγάρα. Παίρνει δικό του, δίνει σε δυο-τρεις γύρω του. Με κοιτάζει και μου προσφέρει.
-Ευχαριστώ, δεν καπνίζω.
-Όχι; Και πώς αντέχεις; Πώς αντέχεις αυτή τη ζωή χωρίς τσιγάρο;
——————–
Στο αυτοκίνητο. Σαν μια αντιστροφή των τελευταίων δώδεκα ωρών. Ξεκινάμε για τη Θεσσαλονίκη. Μια ζόρικη βραδιά έχει μείνει πίσω. Πολλές τέτοιες κι ακόμη δυσκολότερες θα ακολουθήσουν. Σχεδόν τρεις χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν τα σύνορα μέσα στη νύχτα. Σχεδόν τρεις χιλιάδες ελπίδες συνεχίζουν την πορεία τους προς την Ευρώπη. Μετράμε λεωφορεία. 78, 79, 80, 81… Αυξήθηκαν. Περίπου πέντε χιλιάδες τώρα στην αναμονή. Ο κόμπος στο στομάχι μεγαλώνει αλλάζει σε Γόρδιο Δεσμό. Κανένα σπαθί δεν περιμένει να τον κόψει. Κουράγιο. Ψίθυρος ανάμεσα στα χείλη σαν προσευχή. “Κουράγιο σε όλους σας καλοί μου”.
Υγ. Το κείμενο χαρισμένο στους ανθρώπους που ξεριζωμένοι μετακινούνται στον πλανήτη και στους ανθρώπους που σε κάθε γωνιά του και με κάθε τρόπο στέκονται πλάι τους.