Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Στη δικιά μου φαντασιακή εφημερίδα, το πρωτοσέλιδο θα ήταν εξαιρετικά αφιερωμένο στον πολυχρονεμένο μας εφέντη:
«Ο λαός σου τρώει βρώμικο ψωμί – και εσύ χορεύεις Τσιγκολελέτα με τον αρχιεπίσκοπο.» Με πηχυαίους τίτλους, να κάνουν μπούγιο στο μάτι και του τελευταίου ξενύχτη. Γιατί ετούτη την 28η, θα τη θυμόμαστε σαν την επέτειο που έπεσε και το τελευταίο φύλλο κυβερνητικής συκής. Αν υποθέσουμε πως είχε μείνει και κανένα. Ή, για να το πω πιο κομψά, επικαλούμενος τη γνωστή, διαδικτυακή ατάκα:
«Ετούτη την 28η, ζήσαμε παραπάνω ξεφτίλα απ’ όση μπορούμε να καταναλώσουμε.» Τόσο απλά, τόσο περιγραφικά, τόσο κατανοητά. Για να συμπυκνωθεί σε μία κιόλας φράση, το ντοπάρισμα ευτέλειας που μάς κέρασε αφειδώς το γκουβέρνο και ο πρωθυπουργός, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να γαντζωθούν στον αυτοκρατορικό θώκο: από την ιλαροτραγωδία του ΣΤΕ για τον έλεγχο των τηλεοπτικών φερέφωνων, έως την εκδρομή στον μαρτυρικό Άη Στράτη του νεοφώτιστου ζεύγους, και, εν τέλει, την ανεκδιήγητη επιλογή του στρατηγού Ανέμου, ως γενικού δερβέναγα στο Δούρειο Ίππο του ΕΣΡ.
«Ο ψεύτης και ο κλέφτης», όμως, «τον πρώτο χρόνο χαίρονται», όπως λέει και ο λαός… Σε πρόσφατο κείμενό μου, στο Νόστιμον Ήμαρ, με τίτλο «Η Καισαριανή και η σύληση της Μνήμης», είχα αναφερθεί στη μεθοδευμένη και επαναλαμβανόμενη προσπάθεια του Τσίπρα να συλήσει τη Μνήμη, τους τόπους θυσίας, τους νεκρούς αγωνιστές και, εν γένει, την παρακαταθήκη της Αριστεράς, όταν ο ίδιος βρίσκεται στριμωγμένος στη γωνία, λόγω των δημοσκοπήσεων, είτε εξαιτίας των βάναυσων αντιλαϊκών του επιλογών.
Στην ουσία, η επιλογή του συνιστά ανενδοίαστα μία προπαγανδιστική τακτική – κατεξοχήν χρησιμοθηρική και υστερόβουλη – που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μία μακιγιαρισμένη καπηλεία των Αριστερών συμβόλων, από τον κατ’ επάγγελμα, και κατ’ εξακολούθηση τυμβωρύχο της Αριστεράς. Αυτούσια, δηλαδή, η λογική και το θράσος ενός κουτοπόνηρου μπαγαπόντη, ο οποίος, αν και «ματώνει» μπροστά στα ξένα αφεντικά – προκειμένου να υπογράψει πρόθυμα τα μπιλιετάκια τους – εντούτοις, στους ντόπιους ιθαγενείς υποδύεται ανερυθρίαστα τον άξιο απόγονο των Αριστερών αγώνων. Αποδεδειγμένα, πια, ανεπαρκής, και τόσο λίγος – «δειλός, μοιραίος και άβουλος αντάμα…» ∙ φθηνός στην άχνη, και ακριβός στα πίτουρα.
Ενδεικτικά, μάλιστα – εδώ η επανάληψη υπηρετεί το αφήγημα – είχα εν-οραματιστεί μέχρι και την εικονική απάντηση των εκτελεσμένων του σκοπευτηρίου, προς το νεοδιόριστο Καίσαρα των μνημονίων: «Ο Τσίπρας έχει τόση σχέση με τη θυσία και τα οράματα της Καισαριανής, όσο οι τσιπούρες με τον Διαλεκτικό Υλισμό. Πείτε του, το λοιπόν, να μην ταράζει τον ύπνο μας, και μην μας μπλέκει με τα πολιτικά του μαγειρέματα».
Δυστυχώς, το μελάνι του υπολογιστή δεν πρόφτασε ούτε καν να στεγνώσει, και ο ιερόσυλος της Μνήμης δε δίστασε να επιστρέψει ωσάν βαμπίρ στον τόπο του εγκλήματος, για να διαπράξει την επόμενη τυμβωρυχία. Αυτή τη φορά, στο ξερονήσι του Άη Στράτη, σ’ έναν ακόμη Παρθενώνα της Μεταξικής Δεξιάς, εκεί που άφησαν τη στερνή τους ανάσα, μία χούφτα Αριστεροί που προτίμησαν – άκουσον – να πεθάνουν από δίψα, αρκεί να μην ξεδιψάσουν με νερό κερασμένο από τους κατακτητές. Γιατί και ετούτοι οι νεκροί, κ. Τσίπρα, και αυτοί, άνθρωποι με ανάγκες και φόβους ήταν – άνθη της πέτρας, που έτρεμαν για λίγο νεράκι – κι όμως, ούτε που καταδέχτηκαν έστω και μία στάμνα, προκειμένου να μην αφυδατωνόταν η ψυχή τους, απ’ το νερό της Λησμονιάς. Αυτό ακριβώς το νερό, που εσύ – Εμφιαλωμένε πρωθυπουργέ, και αξιοθρήνητε λωτοφάγε της Αλήθειας – κατεβάσατε μονοκοπανιά, μαζί με το θίασό σου, στην πρώτη ανηφορίτσα των Βρυξελλών!
Με μία πρόσθετη, σημαντικότατη διαφορά. Στην επίσκεψη της 28ης, ο κ. Τσίπρας δεν ήταν καν ο εμπνευστής της καινούργιας τυμβωρυχίας, αλλά αντιθέτως υπήρξε ένας φτωχός και καταϊδρωμένος καλεσμένος. Γιατί στη φιέστα της 28ης – το ζήσαμε και αυτό το Αν-ορθόδοξο συνοικέσιο – οικοδεσπότης ήταν ο Ιερώνυμος, και καλεσμένος στο ξερονήσι της θυσίας, ο εκμαυλισμένος μας πρωθυπουργός. Μία επίσκεψη που έγινε αποκλειστικά και μόνον σαν επικοινωνιακό πυροτέχνημα – δίχως, μία στάλα τσίπ(ρ)α: ανερυθρίαστα, δηλαδή, και δίχως την παραμικρή αιδώ.
Περίπου, σαν να πηγαίνει ο μικρός Αλέξης, σε Κυριακάτικο μάθημα Κατηχητικού, για ν’ ακούσει απ’ τα χείλη του συνοικιακού παπά, το θεόπνευστο και θεοσεβές κήρυγμα: «Οι ιδεολογικές συνάφειες μεταξύ του Κομουνισμού και του Χριστιανισμού»… Προφανώς, περίτεχνα φτιασιδωμένο, και μεταλλαγμένο για τις σύγχρονες ανάγκες, ώστε να μη θυμίζει τα νωπά, Εκκλησιαστικά κηρύγματα, εν μέσω Χούντας. Και όλα αυτά, διανθισμένα πάντα με «ολίγην» και από τα λοιπά: «Και λίγο προσφυγικό, και λίγη εξωτερική πολιτική, και ολίγην, μπουρδολογία περί των σχέσεων Πολιτείας και κράτους». Όλα τους, όμως, καλά καμωμένα, για να μη μείνει κανείς κοτζαμπάσης παραπονεμένος.
Εδώ, πάντως, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, αλλά η μνήμη ποτέ ∙ τα όχι του λαού είναι πολύ νωπά, εξίσου νωπές και οι διαψεύσεις, αλλά κυρίως, νωπή είναι η πραγματικότητα που βοά:
«Ο αλεξιπτωτιστής πρωθυπουργός, όπως λέει και το ανέκδοτο, επισκέφτηκε το ξερονήσι σαν τουρίστας, που προσγειώθηκε στο καμαράκι του Άη Στράτη, γιατί «είδε φως, μέσα, και μπήκε».
Δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω στη φρενίτιδα του δοτού μας πρωθυπουργού, παρά μονάχα να παραφράσω, όχι αυθαίρετα, τη σκέψη και τα λόγια όσων δεν υπέκυψαν, τότε, μπροστά στ’ αλισβερίσια των Ναζί κατακτητών:
«Τσίπρα, έχεις τόση σχέση με τη θυσία μας, όσο αθώο και καθάριο ήταν το νερό, που θα μας κέρναγαν οι φασίστες – ντόπιοι και ξένοι. Θα πάρεις, όμως, και εσύ, την ίδια απάντηση που δώσαμε και σε εκείνους: Όχι, και πάλι Όχι. Προτιμάμε να λιώσουν τα κόκκαλά μας, περήφανα και μόνα, πάνω σε τούτο εδώ τον βράχο, παρά να χάσουμε τη μακαριότητα της συνείδησής μας. Σύρε, τώρα, στον καλόγερο να χορέψετε… Ντροπή σας, μόνο, που ήρθατε έως εδώ, για να μοιράσετε την πίτα!»