Τέχνη & Πολιτισμός

If we cannot imagine/We cannot foresee – Από την Θωμαή Πνευμονίδου

By Θωμαή Πνευμονίδου

January 29, 2015

‘Mystery Train’, Jim Jarmusch (1989)

Mitzuko: Jun, why do you only take pictures of the rooms we stay in and never what we see outside while we travel?

Jun: Those other things are in my memory. The hotel rooms and the airports are the things I’ll forget.

 

Μια φορά και έναν καιρό, γεννιόμαστε και η μνήμη μας είναι κενή (σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Πλάτωνα). Καθώς μεγαλώνουμε, χτίζουμε κάστρα αναμνήσεων και συναισθημάτων και καλλιεργούμε την ταυτότητά μας σαν ανθρώπινα και συνειδητά όντα. Ο χρόνος μεταμορφώνει συνεχώς τον άνθρωπο που ήσουν, στον άνθρωπο που γίνεσαι. O οδηγός του ανθρώπινου μυαλού που έχει συσταθεί, προσπαθεί να ερμηνεύσει την πληροφορία μέσα από τις αναμνήσεις και μας επιτρέπει να φανταζόμαστε τον εαυτό μας σε διάφορες στιγμές και καταστάσεις. Έτσι οι μέρες περνούν, ζούμε τις ζωές μας και συχνά ασυνείδητα, γινόμαστε πρωταγωνιστές μίας μυθοπλασίας που τοποθετείται στις διαστάσεις του πραγματικού.

Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα επηρεάζεται πάντα από αυτά που ξέρουμε και γνωρίζουμε. Ίσως να το θεωρήσετε αλλόκοτο, αλλά πιστεύω για παράδειγμα πως όλοι οι άνθρωποι γύρω μας συνδέονται με κάποιο τρόπο, ορισμένες φορές αρκετά περίεργο·και αυτές οι διαπροσωπικές σχέσεις μέσω της εμπλοκής με άλλες παρόμοιες ή και όχι προσωπικότητες βοηθούν στην κατανόηση της προσωπικής ταυτότητας μέσα από την αναστοχαστική αναδίπλωση ή την κατοπτρική εικόνα όπως αναφέρει ο Γάλλος φιλόσοφος Lacan. Δεν είναι μοναχά ότι η αντίληψή μας για τους άλλους είναι ενδεχομένως ελλιπής ή αβέβαιη, αλλά και το γεγονός ότι διαμορφώνεται από το τι είμαστε πρόθυμοι και ικανοί να δούμε σε αυτούς και όχι τι είναι πραγματικά «εκεί».

Κάτι που στην πιο απλή εκδοχή συμβαίνει με κάθε λογοτεχνικό βιβλίο. Όταν ταυτίζεσαι με κάποιον από τους χαρακτήρες θεωρώντας πως είναι πιο αληθινός από υπαρκτούς ανθρώπους γιατί νιώθεις ότι τον ξέρεις καλά… ή τον ξέρεις πραγματικά. Όταν οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι μεν συμπτωματική αλλά πέρα για πέρα αληθινή. Γιατί σε αυτούς τους φροϋδικούς χώρους η ταυτότητα συνθέτεται μέσα από μια επιλεκτική αφήγηση και ο αφηγητής έχει μοιραστεί όλες τις αξιόπιστες πληροφορίες που διαθέτει. Οραματίζεσαι πως είσαι ένας άλλος, αλλά παραμένεις φτυστός ο εαυτός σου. Αυτό το σύνθετο αποτέλεσμα ταυτίσεων μοιάζει με την ιστορία του Ιανού. Έχει δυο πρόσωπα. Είτε κοιτάξει στο παρελθόν είτε στο παρόν βλέπει τα ίδια πράγματα.

Μέσα σε μια πολύμορφη καθημερινότητα αναμετρούμαστε με τους φόβους μας και τις επιθυμίες μας. Μα ποιοι είμαστε και τί τελικά επιθυμούμε; Όλοι γνωρίζουμε πως οι αναμνήσεις μας δεν είναι τέλειες. Συχνά συγκρίνουμε στιγμές που ζήσαμε με άλλους παρόντες και θυμόμαστε διαφορετικά πράγματα αλληλοκαλύπτοντας τα κενά μας. Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον στη λογική του Proust περί συναισθηματικής μνήμης και ανάκλησης εικόνων, είναι το γεγονός ότι θεωρεί πως το κλειδί των αναμνήσεων είναι τελικά τα αντικείμενα, όπως η περιβόητη μαντλέν που θεωρείται “ίσως το πιο διάσημο υποβλητικό αντικείμενο σε όλη την λογοτεχνία”. Η γεύση, η μυρωδιά, η αίσθηση ενός αντικειμένου μπορεί να ξεκλειδώσει τη μνήμη με τέτοιο τρόπο που κάποιος μεταφέρεται πίσω στο χρόνο και ξαναζεί στιγμές και εμπειρίες. Παρόλα αυτά όμως δε γνωρίζουμε συνειδητά ποια είναι τα κλειδιά και πώς μοιάζουν ώστε να τα ψάξουμε.

Η κάθε μνήμη είναι ανάμνηση. Ξανακοιτάζουμε τους εαυτούς μας πίσω στο χρόνο με στοιχεία φαντασιακά και πειστικά για τον εαυτό μας αναπλάθοντας συνεχώς τον εαυτό μας. Ενίοτε μπαίνω και εγώ στον πειρασμό να πασπαλίσω το μυαλό μου με αντικείμενα της παιδικής ηλικίας – πλαστελίνες, καραμέλες, κέικ – τα οποία θα καταφέρουν να ξυπνήσουν μια μνήμη ή και δύο. Στη συνέχεια, όμως αναρωτιέμαι, τι θέλω να θυμάμαι; Γιατί θα πρέπει να με νοιάζει; Αν θα ξαναζήσω μια μέρα του καλοκαιριού στην παραλία ή μια συγκεκριμένη μέρα στη δουλειά κάνουν μεγάλη διαφορά για μένα, στο εδώ και τώρα; Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, βρίσκω ακόμη τον εαυτό μου να γυρίζει με μια νοσταλγική διάθεση στα παιδικά χρόνια, τότε που έπαιζα στο δωμάτιο και άπλωνα το σερβίτσιο πίνοντας τσάι από το άδειο φλυτζάνι και ο αδερφός μου προσποιούνταν ότι θαλασσοπνίγεται κουνώντας πέρα-δώθε το κρεβάτι. Και κάπως έτσι να προστίθεται ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ της αναδρομικής μου βιογραφίας.