Στο beatnik ήμασταν.
“Έχεις κάπου να μείνεις;”.
Με κοίταξε με εκείνο το μισοαφηρημένο, μισοσαγηνευτικό βλέμμα του μύωπα, που για κάποιον λόγο δεν φορά τα γυαλιά του.
“Άρη, τον τελευταίο καιρό, διαβάζω το “εγχειρίδιο του καλού κλέφτη. Είμαι καλντεριμιτζής.”
“Δηλαδή;”
“Παραφυλάω στις σκιές ενός καλντεριμιού, περιμένοντας το κατάλληλο θήραμα να περάσει. Σύμφωνα με τον ορισμό του Πετρόπουλου. Στην δική μου περίπτωση, κάποια γλυκιά ύπαρξη, να μαζέψει το διμετρο κορμί μου, για απόψε ή όσο μείνω στην πόλη… κι ας το κάνει ότι θέλει.”
Χαμογελώντας, τσουγκρισε το ποτήρι της γλυκιάς ύπαρξης που καθόταν δίπλα του κι εκείνη κοίταξε μισοσαγηνευμένη το μυωπικό βλέμμα.
Η ιστορία είναι αληθινή. Με happy end, μιας και είναι ακόμα μαζί. Τώρα το διαβάζει.
Εγώ πάντως, την επόμενη πρωτοδιάβασα βιβλίο του Πετρόπουλου.
Ποιος ήταν ο Ηλίας Πετρόπουλος;
“Δεν εζήτησα συμβουλές και συμβουλές μού δίνουν απρόσκλητοι συμβουλάτορες φαφλατάδες μικροαστοί λένε λένε κι όλο προφητεύουν τάχα θα με φάνε οι ωραίες γυναίκες ενώ χαρά μου να με φάνε οι καλλονές κι αλίμονο σε σας δυστυχισμένοι που τα γεγονότα δεν σας χορταίνουν κι η ζωή σας χτισμένη σιωπή και κακομοιριά όσο για μένα κρυφά την αγαπώ και είναι ωραία και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω ούτε πουλί μάς βλέπει ούτε ανθός μάς ακούει φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν.”
Γεννήθηκε με εκείνη την ευλογία – κατάρα των μυστηρίων, να κουβαλά πάντα πάνω του μπλοκάκι για να σημειώνει ότι ακούει και ότι βλέπει. Ύστερα να το καταχωρεί, σε κατηγορίες και υποκατηγορίες. Σημειώσεις για σημειώσεις. Μπλοκάκια για μπλοκάκια. Όλα με την εμμονή, την ευλάβεια, το άλγος και τον εθισμό του θρησκόληπτου.
Γεννήθηκε με την ένταση του ανθρώπου που δεν βολεύεται πουθενά κι άλλοτε φεύγει μπροστά και άλλοτε πίσω. Άλλοτε προσπαθεί να πετάξει και άλλοτε να σκάψει βαθειά. Που δεν γελιέται όμως. Που ξέρει πως όπου κι αν φτάσει, πάλι η άκρη και το περιθώριο θα τον τραβήξει.
Η αγιοσύνη των περιφρονημένων, η μισάωρη αγάπη των πόρνων, το τελετουργικό στρίψιμο του κέρατου, οι χορταριασμένοι τάφοι στα λησμονημένα κοιμητήρια, τα κουστούμια των θεατρίνων, τα ποιήματα που μυρίζουν αιδοίο σε οίστρο, οι λέξεις που κοκκινίζουν, σκίτσα, βιβλία, λεξικά, γνώμη, γνώμη, γνώμη.
Ότι έφτιαξε τελευταία ο θεός, κάποια χαμένη μέρα και τα ξέχασε. Ότι αρνήθηκαν οι κάστες και τα ιερατεία του. Αυτός τα κοίταξε με τον μεγεθυντικό φακό του και τα μάζεψε σαν αρχαίος φύλακας. Δεν λέω πως τους φέρθηκε καλά. Τσακώθηκε, αλλά και κοιμήθηκε μαζί τους.
“Καπνίζω. Καμιά φορά φουμάρω μέχρι σαράντα τσιγάρα τη μέρα.
Συχνά, όμως, το τσιγάρο μου καίει ανώφελα, λησμονημένο στο τασάκι,
ενώ αναπολώ τις γυναίκες που αγάπησα.”
Ο αέρας και η γοητεία του bon viveur στα bistro του Παρισιού και η τραχύτητα κι ο τσαμπουκάς του ανθρώπου, που λέει στον Κοεμτζή, “δεν μου γαμιεσαι ρε μαλάκα…”, όταν ο τελευταίος γύρεψε να τον “ψάξει” στην φυλακή.
Κανείς δεν πιστεύει ξαφνικά πως… δεν υπάρχει θεός, πως ο κόσμος είναι φλώρος και μιλάει άλλες γλώσσες. Ούτε είναι κάτι που δίνεται κληρονομικά. Έρχεται μια στιγμή που το νιώθεις. Τότε είναι που αποφασίζεις το Όχι, το Καβαφικό. Κανείς δεν ζητά να στριμωχτεί… αλλά, να… υπάρχουν δρόμοι που σε πάνε στα παραμύθια. Υπάρχουν δρόμοι που σε παίρνουν από τα παραμύθια.
Οι καλύτεροι, όμως, είναι εκείνοι που σε περνούν… μέσα από τα παραμύθια. Κάποια στιγμή, πρέπει να ξεκινήσεις. Με καφέδες μαύρους, άπειρα τσιγάρα και χασισορεμπέτικα. Μέχρι το πρωί. Στην βαθιά θάλασσα του κατάλοιπου. Κάπως έτσι τον φαντάζομαι. Χαμένο σε λαβύρινθο από βιβλία, ντοσιέ, φακέλους, γράμματα. Να κυνηγά μια χαμένη λέξη. Να μην μείνει ούτε μια εικασία, ούτε μια υπόθεση, ούτε μια πιθανότητα χωρίς στέγη. Πιο πολύ σαν είδωλο στον καθρέφτη ή σαν μικροσκιά, όχι δικιά μου… δεν θα τολμούσα, σαν σκιά καθενός που ξεγελάστηκε και πίστεψε κι αυτός… κι ας το ήξερε… πως για την κάβλα, χρειάζεται να λιώσεις παπούτσια, ενώ δεν είναι παρά μόνο ένα μήνυμα. Και το έκανε. Εντάξει, ψέματα. Η εικόνα είναι από τον “υπόγειο κόσμο”, πιο πολύ, παρά δική μου.
“Εκπορεύεται από την αγάπη η μελαγχολία, αλλά και συντρίβει την αγάπη η μελαγχολία. Η ηδονή απωτάτη εκδίκηση του χρόνου. Μισανθρώπους αποκαλούν τους φίλους της οικουμένης οι μισάνθρωποι. Η γραμματική των φιλιών εξίσου απαραίτητη με την γραμματική των λέξεων. Κακή νίκη η των σωμάτων συνουσία. Το μέλλον θα καταδείξει αν έρως σημαίνει εξαγρίωση ηθών και αισθημάτων. Αυτά και κάποια άλλα που με τρομάζουν και που δεν γράφονται, σκέφτομαι σαν βλέπω γυμνές γυναίκες.”
Για 40 χρόνια έγραψε ο Πετρόπουλος. Τέσσερις φορές καταδικάστηκε για τα γραπτά του, κατά την διάρκεια της χούντας. Κάθε φορά που έβγαινε, γύριζε πιο περίεργος και θυμωμένος.
Το 1972, ξεκίνησε έναν αγώνα που τελικά των κέρδισε… να γραφτεί στην ταυτότητα του η λέξη, “άθεος”. Σχεδόν ως το μιλένιουμ, εκκρεμούσε πάνω του η καταδίκη για προσβολή θρησκείας. Σαν τίμιος ανάποδος… όταν με την μεταπολίτευση, οι πολιτικοί και διανοητές επέστρεφαν από τις αυτοεξορίες τους, διαισθανόμενοι την υποχρέωση και τον ρόλο τους, απέναντι στην δημοκρατία, την πατρίδα και την νέα της πραγματικότητα… εκείνος διάλεξε την πιο μαύρη πέτρα και μαζί με ένα τεράστιο φάσκελο τα έριξε πίσω του. Σε μια χώρα που μόνο αμφισβήτηση, φυλακές και ταλαιπωρία του πρόσφερε.
Στο αγαπημένο του Παρίσι, έζησε ως το τέλος της ζωής του. Έγραψε ογδόντα βιβλία, άπειρα άρθρα και άφησε τριπλάσιο ανέκδοτο υλικό. Εκεί πέθανε, ακολουθώντας την μοίρα των μεγάλων ακατάτακτων. Να τους διεκδικεί ο κάθε πικραμένος. Η τέφρα του, σκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού.