Με αφορμή το «Dheepan. O Άνθρωπος χωρίς Πατρίδα» του Ζακ Οντιάρ…
Διαβάζω πως, αριθμώντας 77.000.000 ανθρώπους, οι Ταμίλ είναι η μεγαλύτερη εθνότητα παγκοσμίως χωρίς δικό της κράτος. Η μεγάλη πλειοψηφία τους, περί τα 60.000.000, ζει ειρηνικά στην Ινδία. Στη γειτονική Σρι Λάνκα όμως, που οι Ταμίλ αποτελούν το 1/4 του πληθυσμού, διεξήχθη μακροχρόνιος (από το 1983 ως το 2009) και πολύ αιματηρός εμφύλιος πόλεμος (με αμφίβολο τον τελικό αριθμό των νεκρών, ενδεχομένως πάντως να προσεγγίζει ακόμη και τις 100.000).
Οι «Τίγρεις» Ταμίλ, που χαρακτηρίστηκαν τρομοκρατική οργάνωση στις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλού, προσπάθησαν να επιτύχουν την ανεξαρτησία, αλλά τελικά ηττήθηκαν. Οι Τίγρεις χρεώνονται μεταξύ άλλων και με τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού της Ινδίας Ρατζίβ Γκάντι το 1991 και τη δολοφονία του προέδρου της Σρι Λάνκα το 1993 (και οι δυο με επιθέσεις αυτοκτονίας).
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, στρατιώτης των Τίγρεων, διόλου απίθανο να είχε συμμετάσχει και ο ίδιος σε φρικαλεότητες, σαφώς πάντως τις έχει έτσι ή αλλιώς βιώσει και υποστεί, έχοντας οικογένεια που εξολοθρεύτηκε λόγω του εμφυλίου. Ο πόλεμος τελειώνει, οι τελευταίοι νεκροί σύντροφοί του καίγονται τελετουργικά, τα ρούχα τα πολεμικά καίγονται, η παλιά ζωή καίγεται, θέλει να ξεκινήσει μια νέα στη Δύση.
Σε ένα στρατόπεδο προσφύγων, μια νεαρή γυναίκα παίρνει ένα εννιάχρονο κορίτσι που έχουν σκοτωθεί κι αυτού οι γονείς του. Θα υποδυθεί την μητέρα του. Οι τρεις τους, οι τρεις ως εκείνη τη στιγμή εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, θα προσποιηθούν ότι είναι οικογένεια, σε μια προσπάθεια να πάρουν ευκολότερα άσυλο.
Όταν προσποιείσαι την οικογένεια μήπως σιγά σιγά αρχίζεις να γίνεσαι και οικογένεια; Μήπως σε μια πιο αιρετική ανάγνωση, οικογένεια είναι ακριβώς η προσποίηση της οικογένειας, το να παίζεις την οικογένεια; Μήπως δηλαδή την οικογένεια την κάνουν σε μεγάλο βαθμό οι κοινωνικοί ρόλοι και η καθημερινή συμβίωση και συγκατοίκηση; (Μα πώς, μα οι δεσμοί αίματος – Μα κι όμως, το παιδί που υιοθετείς το αγαπάς λιγότερο; Μα πώς, μα ο έρωτας – Μα κι όμως, η μακρά παράδοση των συνοικεσίων).
Οι τρεις αυτοί ήρωες δεν θα πρέπει να προσαρμοστούν μόνο στη νέα συνθήκη του ιδιωτικού τους βίου, αλλά προφανώς και στη συνθήκη του νέου τόπου που βρίσκονται, όπου η γλώσσα είναι ξένη, όπου σχεδόν όλα είναι καινούρια και ξένα.
Σχεδόν, αλλά όχι ακριβώς όλα: καθώς μεταφέρονται για να ζήσουν σε υποβαθμισμένο προάστιο των Παρισίων, σε μπλοκ πολυκατοικιών που ζουν μόνο μετανάστες και πρόσφυγες σαν αυτούς και το οποίο είναι αρχηγείο συμμοριών ναρκωτικών, θα διαπιστώσουν πως ο πόλεμος δεν είναι προνόμιο μόνο της πατρίδας τους, πως πόλεμοι -έστω και χαμηλότερου βεληνεκούς, έστω και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας- συμβαίνουν και στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις.
Ο Ζακ Οντιάρ κερδίζει με το «Dheepan. O Άνθρωπος χωρίς Πατρίδα» τον Χρυσό Φοίνικα στις φετινές Κάννες, σε ένα φεστιβάλ που περιείχε εκτός των άλλων τον αριστουργηματικό «Γιο του Σαούλ».
Αγαπώ ιδιαίτερα το σινεμά του Οντιάρ και οι δυο τελευταίες ταινίες του, ο «Προφήτης» και το «Σώμα με Σώμα», είναι από τις πιο αγαπημένες μου των τελευταίων ετών. Είναι περισσότερο λοιπόν αυτή η αδυναμία που του έχω και λιγότερο ο Χρυσός Φοίνικας που με έκανε να περιμένω πάρα πολλά και να απογοητευτώ αρκετά από το τελικό αποτέλεσμα.
Συγκριτικά με τις δυο προηγούμενες ταινίες του ο «Dheepan» είναι και σεναριακά πολύ λιγότερο «επεισοδιακός» και σκηνοθετικά πολύ πιο συγκρατημένος, στο βαθμό της υποτονικότητας. Ο συνδυασμός και των δύο κάνει την ταινία στο μεγαλύτερο τμήμα της όχι βαρετή, αλλά πάντως πολύ κατώτερη των προσδοκιών, σε κάνει ας πούμε να αναρωτιέσαι: «Ναι, εντάξει, αλλά τι άλλο, τι άλλο;».
Στην τελική της ευθεία αυτό το άλλο τι έρχεται και η ταινία εκρήγνυται. Ο Οντιάρ αποφασίζει να αφήσει στην άκρη τη διακριτικότητα και να κάνει μια ολιγόλεπτη επίδειξη στυλ. Μα -θα ρωτήσει κανείς- μήπως το βλέπω εντελώς ανάποδα, μήπως μερικά ακόμη λεπτά βίας είναι τα μπανάλ, μήπως μερικά ακόμη λεπτά βίας είναι αντιθέτως αυτά που δεν έχουν να προσθέσουν απολύτως τίποτα;
Κι όμως, η σκηνοθετική επίδειξη δεν συνδέεται ακριβώς με την επίδειξη της βίας, τα περισσότερα από όσα βίαια συμβαίνουν δεν τα βλέπουμε κατά πρόσωπο, είναι η όλη μετουσίωση ενός χώρου που ως εκείνη τη στιγμή παρατηρούσε ο σκηνοθέτης κλινικά και αντικειμενικά σε ένα χώρο «υποκειμενικό» και κινηματογραφικό, σε ένα χώρο που η αντίληψη του και οι διαστάσεις του χρωματίζονται μέσα από το κλικ που κάνει ο ήρωάς του.
Για το «Σώμα με Σώμα» έγραφα πως «ίσως τελικά το αληθινό σινεμά αρχίζει εκεί που μπορούν να σταματήσουν να περιγράφουν οι λέξεις. Δηλαδή μπορείς να πεις την ιστορία, μπορείς να δώσεις μια ερμηνευτική εκδοχή για νοήματα, μπορείς να μιλήσεις ακόμη και για συναισθήματα που σου γεννιούνται, αλλά η ταινία ως ταινία είναι αυτό το συγκεκριμένο σώμα εικόνων, που είναι κινηματογραφημένες, μονταρισμένες και μουσικά επενδυμένες έτσι και όχι αλλιώς. Είναι ο τρόπος που διηγείται την ιστορία του ο Οντιάρ που καθιστά την ταινία του σημαντική, είναι αυτές οι εικόνες, είναι αυτές οι γωνίες λήψης, είναι αυτό το ολότελα μυστηριώδες και ακαταμάχητα γοητευτικό πράγμα που λέγεται σκηνοθετική ματιά».
Αυτή η σφραγίδα μου έλειψε στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αυτή η σφραγίδα που καθόλου νομοτελειακά δεν συνδέεται με βίαια ξεσπάσματα, αυτή η σφραγίδα που υπάρχει ας πούμε και στο ξεκίνημά της, όταν στην πρώτη σκηνή μετάβασης από τον κόσμο του πολέμου στην δυτική γη της επαγγελίας, βλέπουμε φωτάκια να τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και μετά συνειδητοποιούμε ότι είναι κάτι πεταλούδες στο κεφάλι του ήρωα που πουλάει στους δρόμους παιχνιδάκια και σαχλαμαρίτσες.
Όσο όμως ανικανοποίητο -ή στην καλύτερη μερικά ικανοποιημένο- κι αν με αφήνει η ταινία ως τελικό αποτέλεσμα, δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω τη σημασία της ταινίας ως χειρονομία: διηγείται μια ταινία με πρωταγωνιστές τρεις Ταμίλ (ο πρωταγωνιστής Τζεσουθασάν Αντονιθασάν ήταν όντως πολεμιστής των Τίγρεων του Ταμίλ και όντως ζει εδώ και πολλά χρόνια στο Παρίσι), και μεγάλη πλειοψηφία των διαλόγων διεξάγεται στη γλώσσα τους.
Ο Οντιάρ είναι σαν λέει πως δεν θα κάνω μια ταινία «για το θέμα» των μεταναστών, δεν θα κάνω μια ταινία που θα έχει μεν και μετανάστες αλλά θα έχει Γάλλους πρωταγωνιστές που θα ασχολούνται και θα καταπιάνονται με «το θέμα», θα κάνω μια ταινία όπου αυτοί θα είναι το σώμα της και η όψη της και η φωνή της.
Και στο τέλος τι; Στο τέλος όλα βρίσκουν το δρόμο τους, ο ουρανός είναι γαλανός, οι μετανάστες – πρόσφυγες είναι ενσωματωμένοι, αφομοιωμένοι, ευτυχισμένοι, πλούσιοι; Πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό. Αλλά και όχι ολοκληρωτικά απίθανο για να είναι εξ ορισμού ψεύτικο. Ονειρευτείτε ελεύθερα, όσες κι αν είναι οι πρακτικές πιθανότητες επιτυχίας.
Καθώς η ταινία προβάλλεται στη χώρα μας λίγες μόλις μέρες μετά τα χτυπήματα στο Παρίσι αποκτά μια περίεργη επικαιρότητα.
Ο Ολάντ είπε δυο μέρες μετά την επίθεση ότι Γάλλοι σκότωσαν Γάλλους. Ο πόλεμος που βλέπουμε στην ταινία να διαδραματίζεται στα μπανλιέ δεν έχει να κάνει με άλλους πολιτισμούς και άλλα ιδανικά, δεν έχει να κάνει με μίσος του δυτικού τρόπου ζωής, είναι μια υποκατηγορία του δυτικού τρόπου ζωής, Η Δύση δεν είναι ένα ομοιογενές μέρος ευημερίας, έχει και γκέτο, έχει και τη δική της εξαχρείωση. Ακόμη κι αν είμαστε όλοι Παρίσι, το ίδιο το Παρίσι είναι πολλά άνισα μέρη μαζί.