Θα πάω ανάποδα. Είναι καλύτερα έτσι.
Η Μυτιλήνη είναι, εδώ και μήνες, ένα μέρος που φτιάχνεται από καθαρή ζωή. Παίρνει τις αντιφάσεις και σου τις πετάει στη μούρη χωρίς δισταγμούς, ούτε τύψεις, ούτε τίποτα. Αυτό είναι η ζωή, και πάρε νάχεις. Έτσι λέει. Στη Μυτιλήνη το παρόν είναι τόσο παρόν που δεν ζηλεύει το μέλλον, δεν μπορεί να το φανταστεί, δεν προλαβαίνει, δεν ασχολείται καθόλου. Στη Μυτιλήνη η ζωή νικάει την πολιτική. Μέχρι σήμερα, και βλέπουμε. Γιατί είναι και τα ΦΕΚ που θα καταγράφουν τους εθελοντές· τα βλέπουμε. Έτσι δε λένε στην πόκα και σε άλλα τέτοια παιχνίδια της τύχης; «Τα βλέπω». Θα δούμε λοιπόν.
Η εξουσία ανακατεύει τη λάσπη. Στη Μυτιλήνη η εξουσία, όλες οι εξουσίες, ανακατεύουν πρώτα τον βυθό της θάλασσας και μετά ανακατεύουνε τη λάσπη από τη βροχή πάνω στα συρματοπλέγματα στη Μόρια, τη σκόνη από τα χαλίκια στα γραφεία των παραμάγαζων στο Καρά Τεπέ που πουλάνε τα εισιτήρια στους πρόσφυγες πάντα πιο ακριβά, λίγο πιο ακριβά, έτσι για την αλητεία, τη σκουριά στα κάγκελα στο κρατητήριο όπου κρατούνται ένας, δύο, τρεις διακινητές, πού τι θα γίνει μ’ αυτούς ρε παιδιά; Ε, τι να γίνει, τα γνωστά: θα δικαστούν, θα καταδικαστούν και σε λίγους μήνες θα είναι πάλι έξω, τη μυρωδιά από τα λεφτά που σκορπάει απλόχερα η σταρ των ΜΚΟ, το IRC, σε ολόκληρο το νησί και Μόλυβος, Μυτιλήνη, Εφταλού υποκλίνονται στο πέρασμά του… Και τη λάσπη στο μυαλό που έχουνε κάτι προύχοντες που κρατάνε πόστα χρόνια τώρα, πολλά χρόνια, σε ναυσιπλοΐες, τηλεοράσεις του Αιγαίου και ραδιόφωνα, κάτι άθλιοι που θα τους ξεχάσεις αμέσως.
Και οδηγείς και κάνει ζέστη· πολλή ζέστη. Ανοιχτά παράθυρα, άνοιξη κανονική μες στον Γενάρη, και συ τρέμεις και χτυπάνε τα δόντια σου από το κρύο που δεν κάνει. Ψάχνεις το νεκροταφείο και το βρίσκεις, χωμένο σε ένα χωμένο χωριό. Εξήντα τάφοι, ένα άσπρο πλαστικό τραπέζι, εργαλεία και μερικές ελιές χωρίς καρπό, τις είχανε και κει μαζέψει, σιγά μη σταματήσει η ζωή. Το βλέπεις και χαμογελάς. Εξήντα νεκροί, εξήντα πνιγμένοι, χωμένοι βαθιά, ενάμιση μέτρο βαθιά, και από πάνω τους το βουναλάκι με το χώμα. Έτσι τους θάβουνε οι μουσουλμάνοι τους νεκρούς τους, ούτε πέτρες, ούτε μάρμαρα, ούτε τίποτα· ένα πανί και έφυγες, χώμα στο χώμα κανονικά. Οι τέσσερις είναι και εδώ μαζί, ήταν και πριν. Οικογένεια. Αφγανιστάν. Άλλοι οκτώ με διάφορα ονόματα. Adil, Basira, Jamal αυτό νομίζω σημαίνει ομορφιά — δε θυμάμαι άλλα. Και οι υπόλοιποι, σχεδόν σαράντα, είναι οι Άγνωστοι με ένα νούμερο δίπλα στη λέξη τους, που είναι το κρατημένο τους dna σε κάποιο σημείο του νεκροτομείου, μήπως και τον αναζητήσει κάποιος απελπισμένος κάποτε, που τον αγαπούσε και δεν τον ξέχασε ποτέ.
Και νύχτωσε.
Και ξημέρωσε στη Σκάλα Συκαμιάς. Πλάτανος. Έρχονται οι βάρκες. Κλείνεις τα μάτια και βλέπεις μόνο παιδιά. Όλο παιδιά. Άλλα κλαίνε, άλλα κοιτάνε μόνο, άλλα χαμογελάνε, άλλα τρέμουνε, άλλα τίποτα. Η πράξη, εδώ, κομμάτι του ονείρου. Ξέρεις τι να κάνεις χωρίς να σου το δείξει κανένας. Τα καλοσωρίζεις, τα ακουμπάς μαλακά και ήσυχα, τους βγάζεις το σωσίβιο, κοιτάς αν είναι πολύ βρεμμένα ή λίγο, το πιο μικρό το παίρνεις αγκαλιά γιατί η μάνα του είναι κουρασμένη και περπατάει δίπλα σου, τα οδηγείς προς τη δομή, πίνουνε γάλα ζεστό και τρώνε σάντουιτς με μερέντα, κανείς δε λέει όχι στη μερέντα, μετά στη σκηνή με τα παιδικά ρούχα, ντάνες τα ρούχα, αυτά που φέρνει ο κόσμος και τα χαρίζει στον Πλάτανο, τα ρούχα των παιδιών του. Τα αλλάζεις, τα φοράνε μέρες αυτά, αλλά καθόλου δεν τα νοιάζει, τους τραγουδάς λίγο για να μην κλαίνε, ένα νταχτιρντί κάτι, ό,τι θυμάσαι. Δίπλα σου είναι κάτι κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά της θάλασσας, νοτισμένες και αλατισμένες, γιατί είναι μέρες εδώ κι έχουν έρθει απ’ την Ευρώπη ολόκληρη. Σκέφτεσαι πως αυτά τα κορίτσια είναι η Ευρώπη που πάντα αγαπούσες, που πάντα ήθελες. Πως αυτά τα κορίτσια είναι το μέλλον που θέλεις. Πως αυτά τα κορίτσια είναι οι μειοψηφίες που πάντα αγαπούσες, οι πρωτοπορίες που θα αλλάξουνε ό,τι είναι να αλλάξει. Αυτό σκέφτεσαι. Τους παραδίνεις τα παιδιά έτοιμα και καθαρά και φεύγεις για να ξανάρθεις· σίγουρα να ξανάρθεις. Γιατί κλαις έτσι ρε παιδάκι μου; Γιατί κλαις;
Η Ηλέκτρα Αλεξανδροπούλου είναι συντονίστρια του Golden Dawn Watch.
*O τίτλος, από μια φράση του Γκύντερ Άντερς