Του Φώτη Βέργη
Η «Ημέρα της Γυναίκας» δε είναι απλά άλλη μια επετειακή ημέρα, που επιτάσσει μια προβλεπόμενη ευχή σε κάθε εκπρόσωπο του καλύτερου μισού του πληθυσμού του πλανήτη. Αν είστε άντρας, δεν είναι άλλη μια θεσμοθετημένη περίσταση να χαρίσετε μια αγκαλιά και ένα φιλί στην φίλη, στην αδερφή ή σε εκείνη την γυναίκα που είστε αρκετά τυχερός να στέκεστε δίπλα της και να έχει δεχτεί να μοιράζεστε τις ιστορίες των ημερών σας. Και, εν πάσει περιπτώσει, αυτό θα έπρεπε να το κάνετε κάθε μέρα, χωρίς να απαιτούνται τυπικές αφορμές ή η τυραννία μιας ημερολογιακής «γιορτής» – διαφορετικά, κάτι κάνετε λάθος!
Η 8η Μαρτίου δεν είναι γιορτή. Είναι καμπανάκι πως ο κόσμος παραμένει στρεβλός. Είναι υπενθύμιση. Υπάρχει για να θυμίζει τις αέναες μάχες ενός αγώνα που συνεχίζεται ακόμα αδιάκοπος σε όλη την υφήλιο, σε χώρους εργασίας και κοινοβούλια, σε ανήλιαγα υπόγεια και πίσω από τις κουρτίνες. Ενός αγώνα για το προφανές, για το αυτονόητο: πως δεν μπορεί να μιλάμε για ανθρωπότητα όταν το ένα μισό της δεν απολαμβάνει τον σεβασμό που του πρέπει,. Όταν, σιωπηλά και πίσω από προσχήματα στο όνομα του κοινωνικά «πρέποντος» ή τρανταχτά και υπό τον πλέον επίσημο μανδύα, εκείνον της εκάστοτε εξουσίας, κρατικής η θρησκευτικής, οι γυναίκες τοποθετούνται στην «θέση τους», η οποία καταφανώς βρίσκεται ένα σκαλί χαμηλότερα από εκείνη του έτερου μισού μιας κοινωνικής πραγματικότητας χτισμένης επί αιώνες από άντρες.
Η «Ημέρα της Γυναίκας» υπάρχει για να θυμίζει τις ράφτρες στις βιοτεχνίες κάτεργα της Νέας Υόρκης που το 1908 ύψωσαν την φωνή τους, για πρώτη φορά οργανωμένες σε μικρές κινητοποιήσεις, πρωτόλεια διεκδικώντας εργασιακά δικαιώματα και για τις εργαζόμενες γυναίκες. Εκείνα τα κορίτσια, 16 με 25 ετών, στην συντριπτική τους πλειοψηφία μετανάστριες, δουλεύοντας σε άθλιες συνθήκες και για ψίχουλα, αφιέρωναν την ζωή τους στον βωμό της μαζικής παραγωγής υποκαμίσων, για πρώτη φορά διαθεσίμων ως βιομηχανικών προϊόντων προς τέρψη των αντρών καταναλωτών. Μέχρι που λίγους μήνες αργότερα, οι αντοχές τους στα πρώτα άγρια δείγματα ενός νεότευκτού βιομηχανικού καπιταλισμού έσπασαν.
Το φθινόπωρο του 1909 οι εργαζόμενοι στην βιομηχανία ενδυμάτων της Νέας Υόρκης, βρίσκονταν σε αναβρασμό. Οι εργοδότες, μεθυσμένοι από τον πλούτο που τους είχε αποφέρει η ιδέα της μαζικής παραγωγής, συνέχιζαν να περικόπτουν τους ήδη πενιχρούς μισθούς, να επεκτείνουν τα ωράρια και να επιβάλλουν απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, προκειμένου να διευρύνουν τα ήδη τεράστια περιθώρια κερδοφορίας τους. Δυο μήνες νωρίτερα, όταν οι εργάτριες της Triangle Shirtwaist είχαν επιχειρήσει να διαμαρτυρηθούν απεργώντας, η επιχείρηση είχε αντιδράσει προσλαμβάνοντας μπράβους και πόρνες για να επιτεθούν στους απεργούς, συνεπικουρούμενη από τις αστυνομικές δυνάμεις που συνδύασαν την βίαιη καταστολή με μαζικές συλλήψεις απεργών, συχνά χωρίς κανένα πρόσχημα. Στην μαζική συνέλευση που διοργανώθηκε τον Νοέμβρη του 1909, κι όπου συνέρρευσαν εργάτες και εργάτριες από διάφορα εργοστάσια και βιοτεχνίες της πόλης, επικρατούσε τώρα μούδιασμα. Και ενώ οι άντρες, λιγοστοί μεν, αλλά ακόμα στα ηνία των σχετικών Σωματείων, συνιστούσαν από την έδρα του Προεδρείου ψυχραιμία ή καθυστερούσαν με ατέρμονες αντιπαραθέσεις, διστάζοντας να πάρουν μια σαφή απόφαση, μια 15χρονη Εβραία μετανάστρια από την Ουκρανία, η Κλάρα Λέμλιχ (Clara Lemlich) σηκώθηκε από το ακροατήριο και απαίτησε να πάρουν οι απλοί εργάτες την κατάσταση στα χέρια τους και να κατέβουν σε γενική απεργία. Η πρότασή της προκάλεσε ενθουσιασμό στις συναδέλφους της και παρέκαμψε εντελώς τους άντρες αρχισυνδικαλιστές και τον δισταγμό τους.
Ήταν η θρυαλλίδα της «Εξέγερσης των 20.000», της πρώτης μαζικής κλαδικής απεργίας που οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε από γυναίκες, στην μεγάλη τους πλειοψηφία. Μέσα σε δυο μέρες, ένα πλήθος γυναικών, που υπολογίζεται μεταξύ 20.000 και 30.000, πλημμύρισε τους δρόμους της Νέας Υόρκης. Μέσα στον μήνα ενώθηκαν μαζί τους οι εργάτριες της Φιλαδέλφειας, σε μια κινητοποίηση που διήρκησε συνολικά δεκατέσσερις εβδομάδες. Δεν επρόκειτο για μια «απεργία γυναικών» που απαιτούσε μόνο την αναγνώριση και σε αυτές των δικαιωμάτων που απολάμβαναν οι άντρες. Ήταν απλά μια μαζική απεργία, όπου τύχαινε την πρωτοκαθεδρία να έχουν γυναίκες, λόγω της σύνθεσης του εργατικού πληθυσμού στον σχετικό κλάδο, η οποία διεκδικούσε την ισότιμη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών για όλους, ανεξαρτήτως του φύλου τους. Επιπλέον δε, ήταν η πρώτη ενέργεια που οδήγησε όχι μόνο στην είσοδο των γυναικών στο εργατικό κίνημα, αλλά στην πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση τους, και συνδέθηκε με τον ευρύτερο αγώνα τους για ισότητα, ουσιαστική και τυπική, έναντι των ανδρών.
Η «Ημέρα της Γυναίκας» ορίστηκε αρχικά από το Αμερικανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ως ημέρα τιμής και μνήμης για εκείνες τις γυναίκες που ξεσηκώθηκαν για να διεκδικήσουν δίκαιες απολαβές και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας. Τις ακολούθησαν οι 123 συνάδελφοί τους που, μαζί με 23 άντρες, το 1911 θα καίγονταν ζωντανές στην μεγάλη φωτιά του εργοστασίου της Triangle Shirtwaist, του ίδιου εργοστασίου από όπου είχε ξεκινήσει πριν δυο χρόνια το κίνημα που τώρα στέριωναν σαν γεφύρι οι νεκρές μάρτυρες. Η Δεύτερη Σοσιαλιστική Διεθνής είχε στο μεταξύ υιοθετήσει τον εορτασμό, προς τιμήν εκείνων και όλων όσων ακολούθησαν και ακολουθούν και θα ακολουθήσουν.
Ώσπου να γίνει πραγματικότητα το ελάχιστο, η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίσης αξίας εργασία», και η ανισότητα στις απολαβές να πάψει να είναι ίδιον της υποτιθέμενα αξιοκρατικής, αλλά βαθιά υποκριτικής, ελεύθερης, δήθεν, καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Ώσπου να μην νοείται πια εργοδότης που θα επιτάσσει η εργαζόμενή του να δείξει λίγο σάρκα ακόμα για να βοηθήσει στις πωλήσεις ή που – αντίστροφα – θα της επιβάλλει με βίαιο πουριτανισμό να «μην προκαλεί» φορώντας φούστα πάνω από τον αστράγαλο. Ώσπου η πολιτεία θα έχει φροντίσει να αναγνωρίσει την προσφορά στα οικογενειακά βάρη ως εργασία άξια θεσμοθετημένης προστασίας, και θα διατηρεί ακμαίες τις αναγκαίες κοινωνικές δομές, στηρίζοντας τις μονογονεϊκές οικογένειες και αμβλύνοντας τα βάρη που αιώνες κοινωνικού αυτοματισμού έχουν ρίξει στους ώμους των γυναικών. Ώσπου αυτά ακριβώς τα αγκυλωμένα κοινωνικά μοντέλα θα καταρρεύσουν και τα «βάρη» θα είναι συνευθύνη και προσφορά μοιρασμένη ισότιμα, δίκαια και ελεύθερα «από εκείνον που μπορεί, σε εκείνον που το χρειάζεται».
Ώσπου να είναι αδιανόητο και σαν ιδέα ακόμα να εξακολουθεί να υπάρχει κάποιος φασίστας, όπως ο Πολωνός Ευρωβουλευτής Γιάνους Κόρβιν-Μίκκε, που θα πει με στεντόρεια σοβαρότητα αυτό που τόσοι άνδρες σκέφτονται: πως «φυσικά οι γυναίκες πρέπει να κερδίζουν λιγότερα σε σχέση με τους άντρες, γιατί είναι πιο αδύναμες, είναι μικρότερες, είναι λιγότερο έξυπνες και πρέπει να κερδίζουν λιγότερα – αυτό είναι όλο».
«Αυτό είναι όλο». «Αυτό» είναι η πηγή που γεννά τέρατα. Είναι η λογική που θέλει την γυναίκα αντικείμενο, για το κρεβάτι «του» ή για την κουζίνα «της», υπάκουη πουτάνα και θεοσεβούμενη μάνα πατριωτών μαζί. Που θέλει το «όχι» να σημαίνει «ναι» κατά το δοκούν. Που θέλει την σεξουαλική παρενόχληση και το διεστραμμένο παιχνίδι ισχύος που ενέχει να είναι ανδροπρεπής μαγκιά.
«Αυτό» είναι ο τρόπος σκέψης που υποθάλπει και εκλογικεύει την καταπίεση, την σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, και την θρησκευτική και σεξουαλική βία που εξαπολύονται εις βάρος γυναικών σε ολόκληρο τον κόσμο κάθε ημέρα, κάθε στιγμή σε κάποια γωνιά του. Και ακόμα, είναι η λογική αυτή που βρίσκεται στην καρδιά της θλιβερής αλήθειας πως η δουλεία είναι ακόμα ζωντανή, καθώς η σύγχρονη βιομηχανία σάρκας παραμένει μια από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις στον πλανήτη, χάρη στην ζήτηση που δημιουργούν οι ορέξεις των ανδρών «καταναλωτών» της.
Και αυτά είναι επίσης που έρχεται να μας υπενθυμίσει η 8η Μαρτίου.
Και μαζί με αυτά, στα πιο καθημερινά μας, πως ο σεξισμός είναι ακόμα απτή πραγματικότητα. Και πιότερο ακόμα, πως πίσω από κλειστές πόρτες, ψεύτικα χαμόγελα και εικόνες ευτυχίας κάποιοι άντρες δίπλα μας, ίσως κάποιοι από εκείνους τους φαινομενικά ήσυχους νοικοκυραίους γείτονες, εξακολουθούν στρεβλά να εκλαμβάνουν την αγάπη, την υπομονή και την αφοσίωση ως ελευθέρας που οδηγεί στο σκοτάδι της οικιακής και ενδοοικογενειακής βίας.
Η 8 του Μάρτη, όμως, δεν είναι μια ημέρα για να θυμίζει μόνο δεινά και μάρτυρες, και το σκοτάδι απ’ όπου προσπαθούμε να βγούμε ακόμα. Υπάρχει και για να αφήνει να φανούν χαραμάδες φωτός, σιωπηλές ηρωίδες του παρόντος.
Όπως εκείνες τις γυναίκες που κουβαλώντας σε μπόγους τα μωρά τους διασχίζουν ποτάμια και πελάγη, σύνορα χαρακιές στο σώμα του πλανήτη, πολεμώντας ως την τελευταία τους ανάσα να τα κρατήσουν στεγνά, ζεστά και ασφαλή. Που τα αγκαλιάζουν στοργικά όπως στέκονται στωικές για ώρες, σε μια ουρά ατελειώτη, για ένα μήλο και ένα πλαστικό κουπάκι φασόλια. Η δική τους μερίδα είναι των παιδιών τους. Και το μήλο ίσως το κάνουν για λίγο παιχνίδι, μήπως σχηματιστεί ξανά ένα χαμόγελο σε κάποιο μικρό πρόσωπο.
Και όπως εκείνες, οι άλλες, γερόντισσες σε νησιά και χωριουδάκια ξεχασμένα, που αυτά τα ίδια τα παιδιά θα τα φροντίσουν σαν να ήταν δικά τους παιδιά, δικά τους εγγόνια. Παιδιά δικά τους. Δικά μας. Του κόσμου.
Τελικά, την «Ημέρα της Γυναίκας» οι γυναίκες δεν θέλουν λουλούδια, δωράκια και αγκαλιές.
Δεν ψάχνουν προστασία ούτε ζητιανεύουν την παρέμβαση κάποιου θεσμικού πατερούλη.
Δεν ζητούν ευγενικά να τους αποδώσουν οι άρχοντες νέα δικαιώματα.
Απαιτούν.
Απαιτούν να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα που αυτονόητα ήδη θα έπρεπε να απολαμβάνουν. Απαιτούν τυπική ισονομία και ουσιαστική ισότητα.
Απαιτούν το προφανές. Μάχονται για έναν κόσμο όπου για τα προφανή και τα αυτονόητα δεν θα απαιτούνται κείμενα και λόγοι, επετειακές ημέρες, αγώνες.
Βλέπεις, σε αυτό το ανάποδο σύμπαν που έχουμε χτίσει, τα απλά, αυτονόητα και προφανή είναι που είναι δύσκολα και προϋποθέτουν να παλέψεις για να τα κατακτήσεις. Ώσπου μια μέρα, να μην χρειάζονται επετειακές ημέρες για να μας τα θυμίζουν. Ώσπου μια μέρα να έχει γίνει τουλάχιστον η πιο αυτονόητη αρχή από όλες.
Αν λοιπόν θελήσετε σήμερα, χάριν της «επετείου», να κάνετε μια αγκαλιά σε εκείνες με τις οποίες μοιράζεστε τον πλανήτη, εντάξει, κάντε το.
Μετά όμως πάρτε το χέρι τους και χωθείτε μαζί ξανά στην μάχη. Για τα αυτονόητα.
Φώτης Βέργης, για το Νόστιμον ήμαρ