Από τον Χάρη Καλαμπόκη
Η νέα αναζήτηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για συμφωνία και –όπως διατυμπανίζει- πολιτική λύση, αναζωπύρωσε τη συζήτηση σχετικά με μία πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Για την πλειοψηφία των εκπροσώπων του ελληνικού κεφαλαίου η πιθανότητα αυτή παρουσιάζεται ως ο δρόμος προς την καταστροφή, ενώ για σκληρούς ευρωπαϊκούς κύκλους προσηλωμένους σε ένα προβληματικό (ακόμα και για την δικές τους ιδεολογικές αρχές) μοντέλο που περιέχει τα χαρακτηριστικά της νομισματικής ενοποίησης μεν, κάτω από την ομπρέλα του προστατευτισμού δε, η έξοδος των αδυνάτων φαντάζει αναγκαίο μέτρο. Από την άλλη πλευρά για ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής αριστεράς δυστυχώς η προοπτική της εξόδου από μόνη της εμφανίζεται ως όαση.
Αν και τέτοιου είδους συζητήσεις συνήθως αποτελούν ένα είδος τρομοκρατικής μεθόδου στρώνοντας τον δρόμο για νέα μνημόνια, μπροστά στην πιθανότητα η Ελλάδα να βρεθεί όντως εκτός Ευρωζώνης και όχι επειδή ο ελληνικός λαός το επέλεξε, είναι αναγκαίο να κάνουμε περισσότερο σαφείς τις θέσεις μας όλοι όσοι έχουμε εκφράσει αντίθετες προς την Ευρωζώνη απόψεις, ώστε να γίνει επιτέλους η συζήτηση αυτή στην βάση που πρέπει. Αποτελεί η έξοδος από την Ευρωζώνη τη λύση στα προβλήματα του ελληνικού λαού;
Η απάντηση είναι όχι. Ή για να το πούμε καλύτερα, όχι από μόνη της. Η έξοδος από την Ευρωζώνη είναι αναγκαία για τον ελληνικό λαό, όχι όμως ως ένα μέτρο που αν η χρήση του γίνει από τεχνοκρατικής απόψεως σωστά θα οδηγήσει στην καλυτέρευση της ζωής του, αλλά ως ένα συστατικό στοιχείο μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης που όχι μόνο θα έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση αλλά και συγκεκριμένους στόχους. Η «Δραχμή» από μόνη της δεν αποτελεί λύση. Η λύση βρίσκεται στην πολιτική, όπως επίσης και το πρόβλημα.
Πριν προχωρήσουμε στην συγκεκριμενοποίηση της θέσης αυτής, είναι απαραίτητο να πούμε ότι η παραδοχή πως το πρόβλημα βρίσκεται στην πολιτική, εμπεριέχει τον κίνδυνο ή έξοδος από την Ευρωζώνη να υποτιμηθεί ως μέτρο και η άποψη υπέρ της να χάσει τη μάχη απέναντι στην άποψη υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη και στην αλλαγή της πολιτικής της εκ των έσω. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πριν ακόμα βρεθεί στην εξουσία, χρησιμοποιώντας ακόμα και το πρόταγμα του Διεθνισμού σε αντιπαραβολή με την «Εθνική αναδίπλωση των δραχμιστών», ήταν υπέρμαχος αυτής της άποψης. Αν και μετά την πλήρη αποτυχία ενός –ομολογουμένως ανύπαρκτου- σχεδίου που βασιζόταν σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, θα περίμενε κανείς η άποψη για παραμονή και εκ των έσω πολιτική ανατροπή να είχε υποχωρήσει, υπάρχουν ακόμη φωνές που παραμένουν προσκολλημένες σε αυτή τη θέση.
Περίτρανο παράδειγμα ο Γιάνης Βαρουφάκη, ο οποίος αν και δεν υπέγραψε μνημόνιο έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μην αποχωρήσει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη, πρόσφατα στήριξε το Bremain, και τον έχουμε ακούσει πολύ συχνά να μιλάει για τον εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ερώτημα είναι: Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;
Είναι ξεκάθαρο πως η αλλαγή της Ευρωπαικής Ένωσης και του μηχανισμού της Ευρωζώνης εκ των έσω είναι αδύνατη, έαν υποστηρίζουμε πως αυτό που ζητάμε είναι η ανατροπή του Καπιταλισμού και μία σοσιαλιστική προοπτική. Αυτό που διαφαίνεται όμως, είναι πως ακόμα και αν δεν υποστηρίζουμε κάτι τόσο ριζοσπαστικό, και το μόνο (και απίθανο) που ζητάμε είναι ένας φιλολαϊκός Καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, ζητάμε επίσης κάτι αδύνατο, ιδίως αν θεωρούμε πως οι Ευρωπαϊκές ελίτ θα μας επιτρέψουν να το πραγματώσουμε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Η πολιτική και νομισματική ενοποίηση των κρατών που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεσμικά και δομικά υπηρετεί το Κεφάλαιο και τα συμφέροντά του. Δεν διευκολύνει μόνο τις εμπορικές επιχειρήσεις και την κερδοφορία, την οικονομική θωράκιση στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, και τα ιμπεριαλιστικά σχέδια μέσω ενός «οικονομικού επεκτατισμού», αλλά ασφαλίζει επίσης τον Ευρωπαϊκό Καπιταλισμό απέναντι στην εργατική τάξη και τις διεκδικήσεις της. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και δη η Ευρωζώνη, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό για τις άρχουσες τάξεις πεδίο δράσης, προωθούν την καταπάτηση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης όχι μόνο μέσω της ίδιας τους της δομής αλλά και μέσω της εισχώρησης του Ευρωπαϊκού «ονείρου» στην ίδια την εργατική τάξη. Είναι σαφές πως η ανατροπή αυτού του πλαισίου δεν συμφέρει τους καπιταλιστές, και όσο και αν το επιθυμούν τα σοσιαλδημοκρατικά οράματα, δεν θα επιτρέψουν την φιλολαϊκή «εκτροπή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειναι ξεκάθαρο λοιπόν πως η αποχώρηση από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι δεδομένη, και η διάλυσή τους επιθυμητή. Για να επιστρέψουμε όμως στο κύριο ζήτημα, η έξοδος από την Ευρωζώνη παρά τα πλήγματα που αδιαμφισβήτητα θα προκαλούσε στο ελληνικό κεφάλαιο, εάν δεν συνοδεύεται από ένα γενικότερο ριζοσπαστικό πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής, όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελεί την λύση, αλλά μπορεί πράγματι να οδηγήσει τον λαό σε χειρότερες μέρες. Το Ευρώ είναι ένα εργαλείο στα χέρια των αρχουσών τάξεων με σαφή κατεύθυνση. Παρομοίως εργαλείο είναι το οποιοδήποτε νόμισμα. Το ζήτημα είναι η πολιτική του κατεύθυνση, και στην περίπτωση της Ελλάδας η επιθυμητή για την αριστερά «Δραχμή» δεν έχει μία σαφή πολιτική κατεύθυνση. Αγνοούμε ή επιλέγουμε να μην θυμόμαστε πως η «Δραχμή», όπως κάθε εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους, και όπως και το Ευρώ, μπορεί και αυτή να υπηρετήσει το κεφάλαιο, όπως έκανε στις δήθεν νοσταλγικές μέρες προ Ευρωζώνης. Η διαφορά είναι πως αν το νέο νομισματικό καθεστώς δεν συνοδεύεται με ταξική ανατροπή, η αστική τάξη στην Ελλάδα θα είναι ικανή (και γιατί όχι πρόθυμη) όσα έχασε από την έξοδο να επιχειρήσει να τα ανακτήσει στο εσωτερικό σε βάρος της εργατικής τάξης.
Επαναλαμβάνοντάς το λοιπόν (αναγκαστικά) για τελευταία φορά, εφόσον το πρόβλημα βρίσκεται στην πολιτική, η λύση του βρίσκεται επίσης στην πολιτική. Και αρχή της πολιτικής είναι η πολιτική βούληση, όχι ο τεχνοκρατισμός. Για να είμαστε ακριβείς, ο τεχνοκρατισμός δίνει πράγματι λύσεις στα προβλήματα και είναι όντως αναγκαίος, το τι εστί πρόβλημα όμως το καθορίζει η πολιτική μέσω της ιδεολογίας, όπως επίσης η ίδια καθορίζει και την κατεύθυνση πάνω στην οποία θα κινηθεί η λύση. Το πρόβλημα στην ελληνική Αριστερά σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι πως αντιμετωπίζει την δραχμή ως ένα εργαλείο λύσης ή καταστροφής σαν αυτό να είναι αποσυνδεδεμένο από οποιοδήποτε γενικότερο πολιτικό πλαίσιο. Μέλη της Αριστεράς έφτασαν να καλωσορίσουν την συζήτηση για την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη με αυτήν την κυβέρνηση και έπειτα από πρόταση των δανειστών, σαν να εννοείται πως οι δανειστές θα σπρώξουν εκτός Ευρωζώνης την Ελλάδα έτσι ώστε να μπορεί πιο εύκολα να προχωρήσει σε ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, κάτι που φυσικά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα επιθυμούσε.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε έναν νέο «μεσσιανισμό» ο οποίος όμως δεν αφορά πρόσωπα, αλλά το νόμισμα. Και απασχολούμε τις συζητήσεις μας με το αν ο Γιάνης Βαρουφάκης θα ήταν καταλληλότερος ως οικονομολόγος να διαχειριστεί την έξοδο από την Ευρωζώνη ή αν αυτόν τον ρόλο θα τον έπαιζε καλύτερα ο Κώστας Λαπαβίτσας. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν ο Λαπαβίτσας κόβει καλύτερες δραχμές από τον Βαρουφάκη. Το ζήτημα είναι πως ο Γιάνης Βαρουφάκης επιθυμεί τον εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κώστας Λαπαβίτσας ένα πρόγραμμα συγκεντρωμένο γύρω από μία νέα «αναπτυξιακή δραχμή». Ο κόσμος της Αριστεράς θέλει κάτι από αυτά τα δύο; Και ο λαός ευρύτερα, κρίνουμε πως θα ήταν σωστό να θελήσει κάτι από τα δύο;
Ο τεχνοκρατισμός λύνει αρκετά προβλήματα, η λατρεία αυτού δημιουργεί περισσότερα. Κυρίως δύο. Το πρώτο είναι η υποτίμηση της πολιτικής βούλησης. Νερό σε αυτόν τον μύλο ρίχνουν φυσικά τα γεγονότα αλλά και η Αριστερά. Τα γεγονότα, ιδίως μετά την συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούν όλο και περισσότερο τον λαό στο να μην εμπιστεύεται την ειλικρίνεια κάθε προβαλλόμενης πολιτικής βούλησης, και η Αριστερά συμβάλλει σ’ αυτό εμμένοντας στο να αποκαλεί τον Τσίπρα ψεύτη, απατεώνα και προδότη. Είναι όμως αλήθεια πως σε «προδότες» πιστεύει αυτός που πίστεψε κάποτε σε «σωτήρες», και η Αριστερά δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με αυτό. Οι εκπρόσωποι του τεχνοκρατισμού από το πόστο τους προσπαθούν να πείσουν πως είναι πράγματι δυνατή η έξοδος από την Ευρωζώνη. Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν έγινε επειδή η κυβέρνηση δεν ήταν ικανή να ανακαλύψει πως η έξοδος είναι εφικτή, αλλά πολύ απλά επειδή η ηγεσία δεν θέλησε ποτέ την έξοδο. Η έξοδος λοιπόν –με τη θέληση και υπέρ του λαού – δεν θα έρθει όταν ο λαός πειστεί πως είναι εφικτή, αλλά μόλις ο λαός την επιθυμήσει. Και αυτό δεν θα γίνει αν του δείξουμε πόσο ωραίο και γυαλιστερό νόμισμα είναι η δραχμή, αλλά αν τον φέρουμε στον δρόμο μιας διαφορετικής, ανατρεπτικής και ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης, πεισμένο ότι αξίζει να έχει όλα αυτά που εκείνη μπορεί να του προσφέρει.
Το δεύτερο πρόβλημα που δημιουργεί η λατρεία του τεχνοκρατισμού είναι πως ενισχύει την ιδέα της πολιτικής εκπροσώπησης και υποβαθμίζει ως πολιτικό αλλά και δρων υποκείμενο τον ίδιο τον λαό. Ψάχνοντας για τον κατάλληλο οικονομολόγο που θα διαχειριστεί το νέο νόμισμα, καθώς επίσης και το κατάλληλο επιτελείο που θα γεμίσει τα ταμεία, η Αριστερά ξεμακραίνει από εκείνη την ιδεολογική της αρχή στην οποία βασίζεται η εκπλήρωση των οραμάτων της: τη λαϊκή παρέμβαση από ένα χειραφετημένο λαό, που θα παίρνει ο ίδιος τις αποφάσεις για τον εαυτό του, και μία κοινωνία που θα κυβερνάται από όλους δημοκρατικά.
Αν κάνουμε την παραδοχή πως η ανατροπή θα προκύψει μετωπικά, τότε το μέτωπο θα είναι λαϊκό. Κανένα μέτωπο δεν θα δημιουργηθεί με διακεκριμένους οικονομολόγους και επαγγελματίες πολιτικούς που δίνουν τα χέρια, και κανένα μέτωπο δεν θα δημιουργηθεί έχοντας ως βάση συσπείρωσης το «γυαλιστερό νέο νόμισμα». Η μάχη, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ήταν είναι και θα είναι η ίδια. Θέλουμε έναν κόσμο της χειραφέτησης, χωρίς αφεντικά, έναν κόσμο που τα δικαιώματα θα είναι αυτονόητα, και που θα καλύπτει τις ανάγκες όλων; Αυτό ναι, μπορούμε να το πετύχουμε αν πρώτα αποχωρήσουμε από την Ευρωζώνη. Όμως θέλουμε πραγματικά έναν τέτοιον κόσμο; Σε αυτήν την ερώτηση παίζεται το παιχνίδι, και όχι στο αν το νέο νόμισμα θα λέγεται «δραχμή» ή «ρούβλι».
*Το σκίτσο είναι του Πάνου Ζάχαρη