Έχει γίνει η επίθεση στο Παρίσι. Προσπαθώ να κρατηθώ, να μην πω τίποτα τις πρώτες ώρες. Δε γίνεται. Θλίψη και οργή κι ένα σπαστικό “το ήξερα, μήνες τώρα το γράφω” μου βγαίνει. Πάω να γράψω. Δε γίνεται, πρέπει να τα πω. Σε δυο λέξεις, σε πέντε λέξεις, σε δέκα παραγράφους, πρέπει να τα πω. Τα λίγα μου, τα πολλά μου, πρέπει να τα πω. Τον πόνο μου, το κλάμα μου, πρέπει να τα πω. Ξεκινάω. Γράφω, σβήνω, όχι , δε θέλω, βγαίνει με οργή, βγαίνει εν θερμώ. Δε γράφω. Σταματάω. Κάνω ένα ποστάρισμα στο facebook, βάζω να πιω, προσπαθώ να ηρεμήσω. Δεν ηρεμώ. Πώς; Ζάπινγκ στα κανάλια, ξένα δίκτυα, ενημέρωση, ίντερνετ, τουίτερ κυρίως. Ανταπόκριση στο ποστ του facebook. Πώς το παίρνουν; Βλέπουν την προτροπή για αγκαλιά των προσφύγων την επόμενη μέρα ή το γαμώτο για το μπουμ που ερχόταν και δεν κάναμε τίποτα; Δεν ξέρω. Θα γράψω. Τι είμαι; “Είμαι ο κάθε Γάλλος”…
Σταματάω. Κόκκινα σηματάκια στο facebook. Ειδοποιήσεις και inbox. Να τα ανοίξω τώρα; Χάλια είμαι. Σε ποιον να απαντήσω, τι; Όλοι θέλουν να πουν μια κουβέντα, ένα συμφωνώ ή διαφωνώ. Να τα ανοίξω; Δεν είμαι για να απαντάω απόψε. Δεν είμαι για παρέα. Φοβάμαι. Δεν θέλω να μεταδώσω το φόβο. Να ηρεμήσω. Αυτό. Να ηρεμήσω. Οι λέξεις η δύναμή μου, οι λέξεις το αγχολυτικό μου. Ανοίγω. Κατευθείαν εκεί. Στους δικούς μας μιλάμε ειλικρινά. Εννοώ, δεν κρυβόμαστε πίσω από σημεία στίξης και στιλιζαρισμένα επίθετα. Οι εικόνες είναι εικόνες, το αίμα αίμα και το τέλος τέλος. Όλα τα λέμε ως έχουν. Ανοίγω. Κλικ. Ανοίγω. Το ήξερα, ήξερα τι θα μου ‘γραφες. Εσένα σε ξέρω. Βαθιά ανάσα. Το ήξερα.
“Υπάρχει περίπτωση να ξαναχαρούμε ποτέ; Δεν υπάρχει, ε; Πες μου… θέλω έναν τρόπο ν’ αντέξω.”
Όχι. Όχι, ας μην μπούμε στο τριπάκι της διαρκούς θλίψης. Μη! Θα ‘χουν κερδίσει. Θα ‘χουμε χάσει τον κόσμο μας, τις ζωές μας. Στην ερώτηση “ρομπότ ή εξωγήινος” θα απαντάμε όλοι ρομπότ. Πρωί ξύπνημα, δουλειά, φόβος, σπίτι, φόβος, παντού και πάντα συμφωνία, ποτέ αντίρρηση, φόβος. Ρομπότ. Μη! Δεν είμαστε αυτό. Ας μη γίνουμε αυτό. Εξωγήινοι. Από αλλού ερχόμενοι και απρόσμενα για όλους πράττοντες. Αυτό. Αυτό να μείνουμε. Απρόβλεπτα να γυρνάμε το προσδοκώμενο ανάποδα. Στις λευκές κόλλες τους να μη συμπληρώνουμε υπεύθυνες δηλώσεις. Ανεύθυνες μουτζούρες, χυμένα μελάνια να τις γεμίζουμε.
Δεν αλλάζει ότι η θλίψη είναι πια παρούσα. Οι μεγάλες τέτοιες μάλιστα θα είναι καθημερινό φαινόμενο. Ο κόσμος μας πήρε την κατηφόρα και δίχως φρένα τρέχει στον πάτο. Τις μικρές χαρές όμως κανείς δε θα μας τις στερήσει -γιατί δεν μπορεί- και για κανέναν δε θα τις θυσιάσουμε -γιατί δε θέλουμε. Αυτές οι μικρές χαρές είναι οι έρωτές μας, είναι τα φιλιά μας στα αγόρια και τα κορίτσια που έχουμε κοντά μας, είναι τα κείμενα και οι σκέψεις για όσους δίχως τους αρνούμαστε να ζήσουμε, είναι τα ποτά μας και οι κουβέντες γύρω τους σαν των Ινδιάνων στον κύκλο της φωτιάς. Οι μικρές χαρές μας είναι οι παιδικές ζωγραφιές στη σκηνή με τα πιτσιρίκια στην Ειδομένη, είναι τρία τραγούδια στη σειρά που δε μας αρνήθηκε η dj, είναι οι αγκαλιές με τα ζωάκια μας, είναι ένα ξύπνημα αργά μετά από όνειρο ζωής σε μιαν Ευτοπία.
Το ματς έχει ξεκινήσει κι όλα τα πονταρίσματα έχουν πέσει στους αντιπάλους μας. Παίζουμε σε έδαφος που παλιά ήταν έδρα μας, μα πια είναι εχθρικό σαν απόβαση σε κατεχόμενες συναισθηματικές Νορμανδίες. Όσα γίνονται εδώ μέσα έχουν άμεση σχέση με όσα γίνονται εκεί έξω. Στο εδώ μέσα στοχεύουν οι ελεύθεροι σκοπευτές τους. Δε θα μας πετύχουν. Κοιτάζω τον φωτεινό πίνακα:
ΜΕΓΑΛΕΣ ΛΥΠΕΣ – ΜΙΚΡΕΣ ΧΑΡΕΣ… Χάνουμε. Αδιαφορώ. Πηγαίνω στο ταμείο. Τα ρέστα μου, όλο το βασίλειό μου, στο διπλό.
“Σε ευχαριστώ. Καρδιά.”