By Nikos LeFou Pierrot Ziakas
Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος
Θα μάθεις, πως “κλαίω”
σημαίνει να σε τραβάνε ματωμένο
με δυο άγκιστρα
καρφωμένα στην κοιλιά σου
και πως τώρα θα μάθεις να κολυμπάς
περπατώντας
η καρδιά σου χτυπάει γρήγορα
και σου μοιάζει παράξενο
ένα χαμόγελο που δακρύζει
μ ένα όνομα κοινό
να έχει εκείνο το πρόσωπο
που πάντα θ’ αναγνωρίζεις
απο τη χιλιόκοσμη αγορά της Βομβάης
– κι ας μη ξέρεις πού πέφτει αυτή-
μέχρι τον κβαντικό σου καθρέφτη
στην άλλη μεριά του σύμπαντος
και δεν θα σε νοιάζει
πού βρίσκεται αυτό
γιατί μπουσουλάς
και θα μάθεις για πρώτη φορά
πως εκείνη τη μέρα κανείς δεν σε γιόρτασε
αλλα είσαι ένας όλοκληρος κόσμος
ακουμπισμένος στο στήθος της
θα σου μάθουν να μετράς τον χρόνο
να υπολογίζεις τη μάζα σου
θα ψηλώνεις αργά
με τον δικό σου ρυθμό
γιατί , για εκείνη, έχεις την όγδοη νότα στα χέρια σου
θα σκαρφαλώνεις πάνω στις κολώνες της ΔΕΗ
να πιάσεις το φως
θα τρομάζει
λες κι εχεις φτάσει στρατόσφαιρα
και πας για το φεγγάρι
εσύτης λες πως θέλεις έναν άλλο κόσμο
γιατί αυτός έχει δικαστήρια και φυλακές
δεν θέλεις να γίνεις καύσιμη ύλη
ούτε να λογίζεις για κέρδος το κέρδος
θες απλώς να μιλήσεις στον πρώτο άνθρωπο
που θα συναντήσεις χωρίς να πεις τίποτα
θ’ αγκαλιαστείτε στη μέση ενός δρόμου
δίνοντας του μια επόμενη μέρα στα χείλη
κερδίζοντας μια ολόκληρη αιωνιότητα μπροστά σας
σε μια τόση δα βελόνα ανάμεσα στα μάτια
που ακόμα κι αν χαθείτε
όταν πλησιάσεις ξανά από την τροχιά του
θα σε νιώσει όπως περνάς ξυστά απο το δέρμα
θ’ ανατριχιάσει
και θα κοιτάζει πάντα προς τα πάνω
ως τη λέξη “άνθρωπος”
θα είναι κορίτσι
θα είναι αγόρι
Και καμία σημασία δεν θα έχει αυτό
Θα σας κυνηγήσουν
για να βάλουν στα κεφάλια σας βύσματα
κι εσείς πρέπει να λέτε ξανά και ξανά
την ίδια αλήθεια
-ακουμπισμένοι πια
ο ένας στο στήθος του άλλου-
πως η ελευθερία πάντα θα βρίσκεται έναν θάνατο πιο πέρα
γιατί θα σας σκοτώνουν
αλλά δεν θα πεθαίνετε όπως εμείς
μη με κοιτάς
σαπίζω απ’ έξω προς τα μέσα
στα γόνατα οι βίδες μου έχουν σκουριάσει
ματώνουν τα ούλα
και πέφτει χιόνι από το στόμα μου
είμαι η κυκλοφοριακή συμφόρηση της μητρόπολης
ο άστεγος αγνώστων στοιχείων που δεν νοιάζεται κανεις
ο κλειστός λογαριασμός που προκαλει τρόμο
το λίγο από κάτι που θα μπορούσε πολύ
εκείνος που πρέπει να ξεχάσεις
που πρέπει να φυτέψεις το όνομά μου
πίσω στον ακάλυπτο
κι εσύ να με παρατάς
γιατί δεν βρήκες αυτή τη λέξη
σου έχω φυλάξει
αυτό το ποίημα
να το φοράς κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου
και στο μέρος που βάζω το κλειδί
πάνω από την πόρτα
θα βρεις το κεφάλι μου
σπασ’ το σαν παιδικό παιχνίδι
κλώτσα με και κάνε με μπάλα
να παίζουν τα παιδιά σας
για μια φορά
να είμαι χρήσιμος κι εγώ.
Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος
Κι ας μην έχεις γεννηθεί ακόμα
Θα νικήσετε, ε ;
Μου το υπόσχεσαι ;
Θα μάθεις, πως “κλαίω”
σημαίνει να σε τραβάνε ματωμένο
με δυο άγκιστρα
καρφωμένα στην κοιλιά σου
και πως τώρα θα μάθεις να κολυμπάς
περπατώντας
η καρδιά σου χτυπάει γρήγορα
και σου μοιάζει παράξενο
ένα χαμόγελο που δακρύζει
μ ένα όνομα κοινό
να έχει εκείνο το πρόσωπο
που πάντα θ’ αναγνωρίζεις
απο τη χιλιόκοσμη αγορά της Βομβάης
– κι ας μη ξέρεις πού πέφτει αυτή-
μέχρι τον κβαντικό σου καθρέφτη
στην άλλη μεριά του σύμπαντος
και δεν θα σε νοιάζει
πού βρίσκεται αυτό
γιατί μπουσουλάς
και θα μάθεις για πρώτη φορά
πως εκείνη τη μέρα κανείς δεν σε γιόρτασε
αλλα είσαι ένας όλοκληρος κόσμος
ακουμπισμένος στο στήθος της
θα σου μάθουν να μετράς τον χρόνο
να υπολογίζεις τη μάζα σου
θα ψηλώνεις αργά
με τον δικό σου ρυθμό
γιατί , για εκείνη, έχεις την όγδοη νότα στα χέρια σου
θα σκαρφαλώνεις πάνω στις κολώνες της ΔΕΗ
να πιάσεις το φως
θα τρομάζει
λες κι εχεις φτάσει στρατόσφαιρα
και πας για το φεγγάρι
εσύτης λες πως θέλεις έναν άλλο κόσμο
γιατί αυτός έχει δικαστήρια και φυλακές
δεν θέλεις να γίνεις καύσιμη ύλη
ούτε να λογίζεις για κέρδος το κέρδος
θες απλώς να μιλήσεις στον πρώτο άνθρωπο
που θα συναντήσεις χωρίς να πεις τίποτα
θ’ αγκαλιαστείτε στη μέση ενός δρόμου
δίνοντας του μια επόμενη μέρα στα χείλη
κερδίζοντας μια ολόκληρη αιωνιότητα μπροστά σας
σε μια τόση δα βελόνα ανάμεσα στα μάτια
που ακόμα κι αν χαθείτε
όταν πλησιάσεις ξανά από την τροχιά του
θα σε νιώσει όπως περνάς ξυστά απο το δέρμα
θ’ ανατριχιάσει
και θα κοιτάζει πάντα προς τα πάνω
ως τη λέξη “άνθρωπος”
θα είναι κορίτσι
θα είναι αγόρι
Και καμία σημασία δεν θα έχει αυτό
Θα σας κυνηγήσουν
για να βάλουν στα κεφάλια σας βύσματα
κι εσείς πρέπει να λέτε ξανά και ξανά
την ίδια αλήθεια
-ακουμπισμένοι πια
ο ένας στο στήθος του άλλου-
πως η ελευθερία πάντα θα βρίσκεται έναν θάνατο πιο πέρα
γιατί θα σας σκοτώνουν
αλλά δεν θα πεθαίνετε όπως εμείς
μη με κοιτάς
σαπίζω απ’ έξω προς τα μέσα
στα γόνατα οι βίδες μου έχουν σκουριάσει
ματώνουν τα ούλα
και πέφτει χιόνι από το στόμα μου
είμαι η κυκλοφοριακή συμφόρηση της μητρόπολης
ο άστεγος αγνώστων στοιχείων που δεν νοιάζεται κανεις
ο κλειστός λογαριασμός που προκαλει τρόμο
το λίγο από κάτι που θα μπορούσε πολύ
εκείνος που πρέπει να ξεχάσεις
που πρέπει να φυτέψεις το όνομά μου
πίσω στον ακάλυπτο
κι εσύ να με παρατάς
γιατί δεν βρήκες αυτή τη λέξη
σου έχω φυλάξει
αυτό το ποίημα
να το φοράς κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου
και στο μέρος που βάζω το κλειδί
πάνω από την πόρτα
θα βρεις το κεφάλι μου
σπασ’ το σαν παιδικό παιχνίδι
κλώτσα με και κάνε με μπάλα
να παίζουν τα παιδιά σας
για μια φορά
να είμαι χρήσιμος κι εγώ.
Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος
Κι ας μην έχεις γεννηθεί ακόμα
Θα νικήσετε, ε ;
Μου το υπόσχεσαι ;
Nikos LeFou Pierrot Ziakas