Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Δύο μέρες μετά την παράσταση – πραξικόπημα, ντρέπομαι για τον τόπο και το λαό μου. Οι θρασύδειλοι βρήκαν ξανά μπόσικο το μαγαζί, και ξέρασαν σα φαρμάκι, τη χολή τους. Ο ναός λαφυραγωγήθηκε και πάλι από αυτούς, που κάρφωσαν τον μονάκριβό σου. Και εσύ, μάνα, στάθηκες και πάλι μόνη, απέναντί τους. Πώς να σ’ αντικρίσω τώρα στα μάτια; Χθες, όταν χίμηξες στους δολοφόνους, η ανάσα μου πάγωσε. Την ώρα που τα μάτια σου έβγαλαν πυρκαγιές, οι λέξεις λύγισαν. Οι έννοιες ξεγυμνώθηκαν, οι ψυχές κρύφτηκαν στη γωνία.
Απέμεινες μόνη, και πάλι, Μάγδα, αλλά ποτέ δεν παραδέχτηκες την ήττα… Έπρεπε να σώσεις τόσα κρυμμένα τιμαλφή. Τόσες φωλιές νερού να συντηρήσεις μες στις φλόγες. Τόσες σχεδίες ναυαγών να ξαναστήσεις. Τόσους δράκους και σιδερόφρακτους στρατιώτες να κλείσεις στις σπηλιές. Γι’ αυτό, και οι φασίστες, έδειξαν με άηχες κραυγές, τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά τους. Η πρόγνωσίς τους ασφαλής: θα πέσει η πόλις. Αυτός είναι ο μόνος τους πόνος.
Και εσύ, μπροστά, πάντα μπροστά, φράζεις με σύνεση το τελευταίο σου φυλάκιο. Στο στέρνο σου κρεμάς τον Ήλιο του μονάκριβου παιδιού σου. Στην ανάσα σου ζεσταίνεις το τραγούδι του. Στα χείλη σου, το χαμόγελό του. Στα χέρια σου, την αγκαλιά του. Είναι, που η αύρα του σε στοίχειωσε, Μάγδα. Έγινε μέσα σου, ποταμός. Τα μάτια του, ελπίδα και υπόσχεση για τα παιδιά… Τι άλλο να ζητήσεις απ’ τη ζωή; Από ποιον να εξαρτάσαι σε τούτον τον αγώνα της μνήμης, της δικαίωσης; Μόνη απέμεινες εκείνη τη νύχτα, να περιμένεις να γυρίσει σπίτι, όρθια και μόνη στήθηκες μπροστά κι απ’ το ειδώλιο. Ατόφια κι απροσκύνητη, όπως και εκείνος. Η Μάγδα, που λάτρεψε και εκείνος ∙ η μάνα, η γυναίκα πυρκαγιά.
Μπροστά σου, οι θρασύδειλοι βρήκαν το δάσκαλο, που ποτέ τους δε φαντάζονταν να συναντήσουν: Να είναι πρώτα γυναίκα, κι ύστερα Λέαινα. Γι’ αυτό κραυγάζουν οι σκιές. Γιατί νομίζουν πως θα κρύψουν τον κρύο ιδρώτα που τούς λούζει. Γιατί ποτέ τους δεν περίμεναν να συναντήσουν μπροστά τους, μία γυναίκα, όρθια και μόνη, στη φοβερή ερημιά του πλήθους. Ούτε που ζήτησες φρουρό ή παραστάτη, σε τούτη τη νύχτα, που ποτέ δε θα χαράξει. Σού είναι αρκετό το αίμα του παιδιού σου, που χύθηκε επί δικαίων και αδίκων. Το αίμα, που πάνω του έσκυψες, φίλησες και ορκίστηκες. Αυτό μονάχα μιλάει μέσα σου. Αυτό σπρώχνει το κάθε σου βήμα. Και ο όρκος της δικαίωσης έγινε η κάθε σου κραυγή, ο μόνος λόγος, που ο ποιητής βρίσκει ανάπαυση. Γιατί, αν για όλους μας, η σκέψη κατάντησε συνήθεια θλιβερή, για σένα έγινε πηγάδι, να ξεδιψάσει το δίκιο. Η αγάπη. Ο καημός.
Κανέναν δεν χρειάζεσαι, κι ούτε ποτέ σου θα καλέσεις. Εμείς μόνο χρωστάμε στον εαυτό μας, για να δικαιολογήσουμε το οξυγόνο, που ξοδεύουμε στη ζήση. Εμείς προστρέχουμε στη θέση του, που ορφάνεψε. Στη θέση εκείνη, που ποτέ δε θα γεμίσει. Το ξέρουμε Μάγδα… Το γιό σου τον μονογενή, τον έχασες στη γειτονιά, που εσύ τον έθρεψες ελεύθερο, και Άνθρωπο. Στη θέση του, όμως, προστρέχουμε όλοι εμείς, οι βολεμένοι. Όχι για να καλύψουμε το κενό που άφησε ο γιός σου, γιατί αυτό ποτέ δε θα στερέψει στον κόσμο, και το χρόνο. Είναι που εμείς χρωστάμε να γίνουμε, επιτέλους, οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής, για τη ζωή. Γιατί εμείς πρέπει να χωρέσουμε πως η λαχτάρα ετούτη γεννήθηκε από μία μάνα σαν του λόγου σου. Είναι γιατί εμείς χρειάζεται να προσπεράσουμε τα σύννεφα, που στοίχειωσαν τις ψυχές μας. Είναι που όλοι εμείς χρωστάμε στον Ήλιο της δικαιοσύνης. Είναι που εμείς, Μάγδα του Παύλου, πρέπει να δούμε λιγάκι Ουρανό. Έστω, και μία στάλα απ’ την καρδιά σου. Μάνα δική μας! Μάνα της ελπίδας της γενιάς μας, και των επόμενων γενιών.