Από τον Αλέξανδρο Νίκα
«Διάβασα ένα άρθρο στους New York Times —πρόσφατα ήταν αυτό. Ανέλυε πώς οι ελέφαντες στην Αφρική έχουν αρχίσει να τρελαίνονται: βιάζουν ρινόκερους, σκοτώνουν ανθρώπους, επιτίθενται ο ένας στον άλλον, πανικοβάλλονται αναίτια. Αυτοί οι πανέξυπνοι, ευαίσθητοι γίγαντες έχουν διαταρχθεί σημαντικά. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι ο λόγος για αυτή την ενοχλητική μεταστροφή είναι το αφόρητο και αδιάκοπο τραύμα, το άγχος: λαθροθήρες κυνηγούν αυτούς και τις οικογένειές τους, η εδαφική ανάπτυξη συρρικνώνει και καταστρέφει το περιβάλλον τους… ριζικές και αμετάκλητες αλλαγές σε οτιδήποτε γνωρίζουν για τον κόσμο τους, οτιδήποτε σημαίνει να είσαι ελέφαντας. Και αυτό τους τρελαίνει. Οι ελέφαντες δεν είναι ελέφαντες πια. Το πάνω ξαφνικά έγινε κάτω. Έτσι ήταν και η Νέα Ορλεάνη, κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του περάσματος του Κατρίνα: το πάνω έγινε κάτω, το κάτω πάνω. Ένας φίλος μού εξηγούσε ότι, όταν εν τέλει κατάφερε να βγει έξω από την πόλη τρεις μέρες μετά τον τυφώνα, οδηγούσε δίπλα από ένα πτώμα στο πεζοδρόμιο –ακριβώς επί του δρόμου αυτού, εδώ— το πτώμα ενός ανθρώπου, το οποίο κατάτρωγε ένας αλιγάτορας. Και μου εξηγούσε, αυτός ο φίλος μου, πως δεν σοκαρίστηκε στη θέα αυτής της σκηνής… Δεν εξεπλάγη, έστω.»
Με τα λόγια αυτά, ο θρυλικός Alan Shore ξεκινάει την τελική του αγόρευση, υπερασπιζόμενος μία γιατρό που, εκείνες τις δύσκολες μέρες του 2005 που η Νέα Ορλεάνη επλήγη από τον τυφώνα Κατρίνα, επέλεξε να μείνει πίσω και αναγκάστηκε —ελλείψει ιατρών, φαρμάκων, τροφίμων— να κάνει το ανθρώπινο πράγμα και να «διαχειριστεί» τον πόνο πέντε ασθενών της.
Τι σχέση έχει μία παλιά τηλεοπτική σκηνή με την παρούσα κατάσταση, θα με ρωτήσεις. Τηρουμένων των αναλογιών, μία τέτοια τρέλα επικρατεί σε κάθε εμπόλεμη ζώνη, όπως είναι λίγο-πολύ γνωστό. Το αυτό και στην Συρία. Η τρέλα του να μη γνωρίζεις εάν θα ανατιναχθείς στον ύπνο σου, εάν τα παιδιά σου είναι ασφαλή, τι και εάν θα ξημερώσει η νέα μέρα για σένα. Επί πέντε έτη αυτό. Η τρέλα του να μη γνωρίζεις ποιας δύναμης η βόμβα θα σκάσει στην στέγη του σπιτιού σου. Αν θα είναι το καθεστώς Άσαντ ή ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός, το μέτωπο Αλ Νούσρα της Αλ Κάιντα ή ο ISIS; Η τρέλα που επικρατεί όταν δεκάδες κυβερνητικές, φιλοκυβερνητικές, αντικυβερνητικές, στρατιωτικές, παραστρατιωτικές, και τρομοκρατικές οργανώσεις αντιμάχονται η μία την άλλη. Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις εξοπλίζουν, χρηματοδοτούν και υποστηρίζουν (στρατιωτικά και μη) υποσύνολα ομάδων που υπάγονται σε διαφορετικά, εχθρικά μεταξύ τους μέτωπα, έχοντας χάσει κάθε εποπτεία του ποιον και γιατί στηρίζουν. Η τρέλα που σε αναγκάζει να παρατήσεις τα υπάρχοντά σου, το σπίτι σου, την πόλη σου, πολλές φορές και τους ανθρώπους σου, όταν το μόνο που σε νοιάζει είναι να αρπάξεις τα παιδιά σου και να φύγεις μακριά. Μερικές φορές, μάλιστα, με μόνο σκοπό να σώσεις μόνο τα παιδιά: όλοι θα έχουμε ακούσει για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα που είτε ξεκίνησαν μόνα τους το δύσκολο ταξίδι απόδρασης από την ίδια τους την πατρίδα, όπου κι έχασαν την οικογένειά τους στη δίνη του πολέμου, είτε έχασαν τους συνοδούς και συγγενείς τους κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού· και όλοι θυμόμαστε την συγκλονιστική τηλεοπτική σκηνή που έκανε το γύρο του κόσμου, όπου η συμπαθέστατη Σύρια δασκάλα, εγκλωβισμένη στα “φιλόξενα” σύνορα Σερβίας – Ουγγαρίας και με δάκρυα στα μάτια, παρακαλούσε on air για τη διέλευση έστω μόνο της κόρης της, “κι εγώ θα γυρίσω πίσω, στον πόλεμο”.
Και μπορεί αυτοί οι άνθρωποι ν’ αφήνουν πίσω τα υπάρχοντά τους, όμως δεν αφήνουν πίσω την τρέλα. Την τρέλα που τους οδηγεί στην αναζήτηση μίας καλύτερης ζωής στις χώρες στις οποίες εν μέρει οφείλεται η δυστυχία τους. Την κουβαλάνε μαζί τους αυτήν την τρέλα. Όταν διασχίζουν τα συροτουρκικά σύνορα και από εκεί ολόκληρη την Τουρκία μέχρι να φτάσουν στην Σμύρνη ή σε άλλες παραθαλάσσιες πόλεις. Όταν εξαναγκάζονται να καταβάλουν υπέρογκα ποσά σε συμμορίες που τους υπόσχονται ασφαλή περάσματα στην Ελλάδα και τους εξοπλίζουν με ψεύτικα σωσίβια. Την ίδια τρέλα μέσα στην οποία καλούνται να βιώσουν τη δική τους Οδύσσεια και να επιβιώσουν στα αφιλόξενα νερά του Αιγαίου, όταν βυθίζεται η βάρκα τους και κατά τύχη περισυλλέγονται από Έλληνες ψαράδες. Την τρέλα της εκμετάλλευσης —στο εισιτήριο του πλοίου για Πειραιά, στο εισιτήριο του λεωφορείου “για τη Μακεδονία”, στο παράλογο ποσό για ένα μπουκαλάκι νερό και μία φόρτιση του κινητού ή τη χρήση της τουαλέτας στην καφετέρια, στις μικροπολιτικές διαμάχες στο κοινοβούλιο. Την τρέλα της απόρριψης στην Ειδομένη. Την τρέλα της επιβίωσης στον πάλαι ποτέ αυτοσχέδιο καταυλισμό της πλ. Βικτωρίας ή τα “στρατόπεδα φιλοξενίας” όπου τρέφονται καθημερινά με πατάτες ή —αν είναι τυχεροί— ζυμαρικά, μακριά από τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα για πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό και συνθήκες υγιεινής —ποιας υγιεινής, ποια δικαιώματα και ποιες συνθήκες; Την τρέλα της «επανακατάληψης» των πλατειών από δημάρχους-μηδενικά, της συνομοταξίας εκείνων που, όταν δεν είναι απασχολημένοι με το να παραχωρούν venues για τα φεστιβάλ μίσους των νεοναζί, ονειρεύονται καρφιά σε παγκάκια και παππούδες-κομμάντο ως τρόπους διαχείρισης αστέγων και ναρκομανών, πολύ πριν η προσφυγική ροή χτυπήσει την πόρτα μας. Και, πρόσφατα, την τρέλα της εκκένωση ή κατεδάφισης της μοναδικής στέγης που βρέθηκε για να φιλοξενήσει τα τσακαλωμένα όνειρά σου.
Και καθώς κάποιοι, αυτοί που μετράει βεβαίως, «διαχειρίζονται» την κατάσταση εξαγοράζοντας σιωπή και face controls, διαπραγματευόμενοι το κόστος κάθε ανθρώπινης ψυχής που «εισρέει» ή «επαναπροωθείται», λες και μιλάμε για κονσέρβες ή πατάτες, μέρος της τρέλας μεταδίδεται στη γειτονιά μας και καλούμαστε να το διαχειριστούμε εμείς, ο φιλόξενος λαός.
————————————–
Η πρόσφατη κόντρα μεταξύ Εκκλησίας και αναρχικού χώρου περιστρέφεται πρωτίστως γύρω από το προσφυγικό ζήτημα· έτσι, καταρχάς, οποιαδήποτε προσέγγιση του θέματος δε μπορεί να επιχειρηθεί αφήνοντας την πλαισίωση αυτού εκτός.
Όπως έγραφε χτες To Skouliki Tom, η ιστορία ξεκινά από το No Border Camp και τους No Border, οι οποίοι είχαν καθοριστική συμβολή στη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα, διοργανώνοντας ή συμμετέχοντας σε δραστηριότητες όπως η υποδοχή και η επί τόπου ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σίτιση των προσφύγων που κατέφθαναν στη Μυτιλήνη, ή οι μεγάλης κλίμακας δράσεις συγκέντρωσης ειδών πρώτης ανάγκης για τους πρόσφυγες.
Διευρύνοντας λίγο το πλαίσιο και πέραν των No Border και δεκάδων άλλων δομών αλληλεγγύης (σίτισης, περίθαλψης και φιλοξενίας), ο αναρχικός χώρος συμμετείχε και εξακολουθεί να συμμετέχει ενεργά και κάθετα σε πλήθος τέτοιων ομάδων, δράσεων και συλλογικοτήτων υποστήριξης των προσφύγων. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι ο αναρχικός ήταν ο μόνος εκ των πολιτικών χώρων που υπήρξε έτοιμος από την πρώτη στιγμή για να συνδράμει οργανωμένα στην υποστήριξη των προσφύγων —ακολουθούμενος από τις ελαφρώς σπασμωδικές κινήσεις του χώρου της Αριστεράς. Θα ήταν, βεβαίως, και ψέμα να ισχυριστούμε ότι δεν έκανε λάθη στην προσπάθεια αυτή, όπως η αυθαίρετη απόδοση πολιτικών χαρακτηριστικών σε δομές και δράσεις και η ex nihilo ιδεολογικοποίηση ζητημάτων που αφορούν επί της ουσίας την ζωή των προσφύγων και όχι την (όποια) επανάσταση. Ο τελικός απολογισμός, όμως, δείχνει δίχως αμφιβολία ότι η συμβολή του αναρχικού χώρου στο προσφυγικό δεν έχει απλώς θετικό πρόσημο αλλά έχει υπάρξει καθοριστικής σημασίας για την επιβίωση χιλιάδων ανθρώπων που άφησαν πίσω τους αγαπημένους, σπίτια και πατρίδες για να γλιτώσουν από τον πόλεμο.
Όσο το πρόβλημα ολοένα και εντεινόταν και φάνταζε χαοτικό για κυβέρνηση και κερδοσκόπους, δηλαδή από το καλοκαίρι του 2015 έως την άνοιξη του 2016, η δράση των δομών αλληλεγγύης απέλαβε ευρείας αποδοχής από τον μέσο Έλληνα, ο οποίος —έχοντας ενδεχομένως την εντύπωση ότι οι πρόσφυγες απλώς διέρχονται και το πρόβλημα είναι παρωδικό— έσπευσε συγκινητικά να συνδράμει προσφέροντας ό,τι (δεν) του περίσσευε μετά από έξι χρόνια ύφεσης και μνημονιακής λιτότητας. Κυρίως, όμως, η δράση αυτή στάθηκε ανενόχλητη από τις αρχές· εγχώρια και μη ΜΜΕ εκθείαζαν το προφίλ του αλληλέγγυου Έλληνα, ενώ τοπικοί και μη παράγοντες προσπάθησαν να χτίσουν εικόνα στα θαμπωμένα μάτια της παγκόσμιας κοινότητας εκμεταλλευόμενοι τον κόπο, τον χρόνο και τον οβολό άλλων (ακόμη θυμόμαστε εκείνη τη γελοία υποψηφιότητα για Νόμπελ). Όταν, όμως, οι διεθνείς συγκυρίες, επιλογές και συμφωνίες (π.χ. η ανύψωση τειχών από την Ενωμένη Ευρώπη της αλληλεγγύης και η συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας) κατέστησαν το πρόβλημα διαχειρίσιμο με πολλές υποσχέσεις για ένα άκρατο και ντροπιαστικό φαγοπότι με κεντρικούς καλεσμένους ορισμένες εκλεκτές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, η δράση των δομών αλληλεγγύης κρίθηκε αχρείαστη έως — φευ! — απειλητική για τα κέρδη των ΜΚΟ και τα ρουσφέτια με τους εκάστοτε άρχοντες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία του υψηλά ιστάμενου κλήρου (πάντα με λαμπρές εξαιρέσεις) διατήρησε σκληρή στάση απέναντι στους πρόσφυγες, ενώ καμία εντύπωση δεν προκάλεσε η συχνή διασταύρωση των πάλαι ποτέ αποκλινουσών γραμμών της Εκκλησίας: ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, παρότι δεν δίσταζε να ενθαρρύνει —όσο του επέτρεπε ο χώρος, η παράδοση και το ήθος των θεσμικών συνδαιτυμόνων του— την κατανόηση του προβλήματος και την υποστήριξη των προσφύγων μέσω επισκέψεων και δηλώσεων περί ντροπιαστικής ευρωπαϊκής στάσης απέναντί των, φρόντιζε παράλληλα να φλερτάρει με τη γραμμή της πλειοψηφίας των εκπροσώπων της Εκκλησίας (με πρωτεργάτη τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο), με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίφημη δήλωση περί φόβου πολιτισμικής αλλοίωσης και ισλαμοποίησης της Ευρώπης στο πλαίσιο μίας συνέντευξής του στις αρχές του 2016.
Έτσι, όταν οι No Border διοργάνωσαν ένα δεκαήμερο camp «για την κυκλοφορία των διεθνικών αγώνων ενάντια σε κράτος, εθνικισμό, πατριαρχία και κεφάλαιο», παρουσιάστηκε η τέλεια ευκαιρία για κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση να ξεμπερδέψουν με τους «αναρχοάπλυτους», σε μία κλιμάκωση της προσπάθειας ποινικοποίησης της αλληλεγγύης. Τα media ασχολήθηκαν εκτενώς, αδικαιολόγητα και υπέρμετρα με τους «μπαχαλάκηδες» που απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα του πανεπιστημιακού χώρου του ΑΠΘ, παρά την καυτή τότε επικαιρότητα που όφειλε να μονοπωλεί την ειδησεογραφία. Αντί όμως να παρενοχλήσει τους αλληλέγγυους του No Border και ενώ οι τελευταίοι είχαν ήδη αποχωρήσει από την Θεσσαλονίκη, η αστυνομία (με τις κατάλληλες εντολές) επιτέθηκε σε τρεις καταλήψεις φιλοξενίας μεταναστών προχωρώντας σε εκκένωση και συλλήψεις, μία κατάληψη εκ των οποίων ήταν και το Ορφανοτροφείο της Εκκλησίας. Απόδειξη των πραγματικών κινήτρων της επίθεσης αποτελεί και η αυθημερόν απειλή για υποβολή μήνυσης από τον Γιώργο Καμίνη με αφορμή τις καταλήψεις των ιστορικών (!) κτιρίων της πρωτεύουσας με σκοπό τη στέγαση προσφύγων.
Βέβαια, η υποτιθέμενη ιστορικότητα των κτιρίων και οι λοιποί παραλογισμοί δεν έχουν καμία αξία, όπως καμία αξία δεν έχει και οποιαδήποτε λογική προσέγγιση της συμπεριφοράς του Δημάρχου Αθηναίων, που το πλέον αξιομνημόνευτο έργο του στο πλαίσιο της θητείας του στον Δήμο υπήρξε η συνεργασία του με τους Ατενίστας με σκοπό την ένδυση δενδρυλλίων με πολύχρωμα πουλοβεράκια την ίδια στιγμή που άστεγοι αργοπέθαιναν από το κρύο και την ασιτία ένα στενό παραδίπλα (την αγάπη του για τους οποίους είχε ξαναδείξει όταν ξήλωνε παγκάκια ή έβαζε σίδερα στις άκρες τους για να μην κοιμούνται). Αυτό που έχει πράγματι αξία, όμως, είναι το γεγονός ότι η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης έσπευσε να συνεισφέρει στην προσπάθεια αυτή ποινικοποίησης της αλληλεγγύης, υποβάλλοντας μήνυση και παραχωρώντας το κατάλληλο νομικό πάτημα στις αρχές προκειμένου να προχωρήσουν στην εκκένωση των καταλήψεων. Βέβαια, η Εκκλησία δε μας έχει συνηθίσει σε παροχή δωρεάν υπηρεσιών σε κανέναν, ειδικότερα λαμβάνοντας υπόψιν το πλαίσιο της καθιερωμένης quid pro quo σχέσης που διατηρεί με το Κράτος, επομένως αποκτά ενδιαφέρον η διερεύνηση των πιθανών σκοπιμοτήτων πίσω από αυτήν την κίνηση. Αφενός, λοιπόν, αυτή της δίνει προβάδισμα στο παιχνίδι της ιδεολογικής της ηγεμονίας στους πιστούς (της), δείχνοντας συνέπεια στην ακραία συντηρητική της στάση και τροφοδοτώντας το narrative του κινδύνου ισλαμοποίησης που ελλοχεύει και απειλεί την Ορθοδοξία και τη χώρα μας· είναι προφανές, δε, ότι ο θεσμός που λατρεύει να ισχυρίζεται πόσο καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στη διαφύλαξη της ακεραιότητας του Γένους επί τέσσερις αιώνες Τουρκοκρατίας δε μπορεί να ισχυρίζεται σοβαρά ότι Πίστη και Έθνος απειλούνται από μερικές δεκάδες χιλιάδες κατατρεγμένων μουσουλμάνων που διέρχονται από τη χώρα. Άξιο αναφοράς είναι, αφετέρου, το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατάληψη του Ορφανοτροφείου δεν εκκενώθηκε απλώς αλλά κατεδαφίσθηκε πλήρως (προφανώς κατόπιν επιθυμίας κι εντολής της Μητρόπολης στη δικαιοδοσία της οποίας ανήκε το κτίριο), το οποίο προδίδει και το πρόσημο των συναισθημάτων του κλήρου απέναντι τόσο στον αναρχικό χώρο όσο και στους πρόσφυγες, αφού κρίθηκε προτιμότερη η απώλεια ενός κτιρίου παρά η pro bono παραχώρησή του για τη βελτίωση της ζωής δεκάδων ξεριζωμένων ανθρώπων· είναι ασφαλές, επομένως, να υποθέσουμε την ικανοποίηση του Άνθιμου και των συν αυτώ από την εξωτερίκευση αυτών των συναισθημάτων και το αποτέλεσμα στο οποίο αυτή συνέβαλε.
Η απάντηση του αναρχικού χώρου στην Εκκλησία έλαβε πολλές μορφές, όμως κορυφώθηκε με την παρέμβαση που πραγματοποίησαν κατά τη διάρκεια θρησκευτικού μυστηρίου στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Σαν κίνηση από μόνη της υπήρξε ανούσια και αναποτελεσματική, ενώ μάλλον υποδεικνύει έλλειψη ωριμότητας, σκοπιμότητας και στρατηγικής ικανότητας να προβλεφθούν τα αποτελέσματα μίας δράσης. Το βασικότερο εξ αυτών ήταν η αναμενόμενη καταδίκη της παρέμβασης για λόγους θρησκευτικής ελευθερίας: σύμφωνα με τους επικριτές τους, η εισβολή στη Μητρόπολη κατά τη διάρκεια λειτουργίας συνιστά παραβίαση του κατοχυρωμένου δικαιώματος στη θρησκευτική λατρεία.
Σε αυτήν τη διάσταση, όμως, θα πρέπει να σκεφτούμε κατά πόσο μία συμβολική ενέργεια που δεν στοχεύει στη συστηματική παρεμπόδιση της χριστιανικής λατρείας —η οποία λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα ανεμπόδιστα, κάθε μέρα, όλη μέρα, και προστατεύεται από το κράτος— αλλά στην προσωρινή διακοπή της αποτελεί παραβίαση αυτής της ελευθερίας. Δηλαδή, οφείλουμε να αναλογιστούμε κατά πόσο μία παράσταση διαμαρτυρίας με τη μορφή κάποιας συμβολικής πράξης εντός λογικών πλαισίων μπορεί όντως να απειλήσει την ατομική ελευθερία και ποια είναι αυτά τα πλαίσια. Μπορούμε να δεχτούμε ότι μία διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας παραβιάζει το δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης, ότι μία σχολική κατάληψη παραβιάζει το δικαίωμα στην εκπαίδευση ή ότι μία απεργία των νοσηλευτών παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη; Αν όχι, τότε γιατί η θρησκεία πρέπει να απολαμβάνει διαφορετικής μεταχείρισης και να υπερέχει της ελεύθερης κυκλοφορίας, της Παιδείας ή της Υγείας; Πότε απέκτησε τόσο καλό όνομα η θρησκεία, τέλος πάντων; Ήταν οι Σταυροφορίες και η Ιερά Εξέταση, η Γενοκτονία των Αρμενίων, το Ολοκαύτωμα και οι χιτλερικές κτηνωδίες στο όνομα του Δημιουργού, ή μήπως η επίκαιρη τρομοκρατία του Ισλαμικού Κράτους που συν τοις άλλοις περιλαμβάνει αποκεφαλισμούς δημοσιογράφων και καταστροφή πολιτισμικής κληρονομιάς αυτά που έδωσαν στη θρησκεία αυτήν την περίοπτη θέση; Όχι, το θρησκευτικό αίσθημα του εκκλησιαζόμενου δεν αποτελεί ιερό θεσμό, ούτε είναι στην ευχέρεια του καθενός να κρίνει πώς αυτό προσβάλλεται, αλλιώς κινδυνεύει να ανοίξει ο ασκός της πολιτικής ορθότητας που θα στοιχειώσει πρωτίστως τους εν προκειμένω επικριτές της παρέμβασης αυτής, οι οποίοι μάλιστα ποτέ δε ρώτησαν τον εκκλησιαζόμενο πώς εξέλαβε την κίνηση, παρά διαμόρφωσαν στο μυαλό τους τις αντιδράσεις του με βάση την επιχειρηματολογία που επιθυμούσαν να ενισχύσουν και τις προπαγάνδισαν.
Άλλωστε, σκοπός του κειμένου δεν είναι να επιτεθεί στη θρησκεία, αλλά σε αυτό το στάδιο να σταθεί στην ηθική ασυνέπεια των εκπροσώπων της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι διδαχές περί αγάπης προς τον πλησίον και οι υποσχέσεις —ή απειλές— για την ύπαρξη ενός πανταχού παρόντος Θεού, ως ηθικού Κριτή του τρόπου ζωής και των πράξεών μας, ποτέ δεν αποτελούν αντικείμενο επίκλησης σε συζητήσεις που αγγίζουν ή εστιάζουν στο προσφυγικό. Η χαρακτηριστική χριστιανική καλοσύνη, η οποία υπερθεματίζεται με κάθε ευκαιρία στις λειτουργίες και τα σχολικά βιβλία και μαθήματα, δίνει αβίαστα τη θέση της στα κυρήγματα μίσους, τον φθόνο για τον αλλόθρησκο, την εναντίωση σε οποιαδήποτε προσπάθεια αναβάμθισης της ποιότητας ζωής ενός κατατρεγμένου, τον φόβο για το διαφορετικό και τη μισαλλοδοξία κατά του αλληλέγγυού του. Αυτός ο τελευταίος, δε, αποτελεί την «αποτυχία μας ως κοινωνίας, ως σχολείου, ως δημοκρατίας» [sic].
Μία άρρηκτα συνδεδεμένη με την θρησκεία ελληνική κοινωνία που έχει γυρίσει την πλάτη της στους αναξιοπαθείς, έχει ξεχάσει την έννοια της συλλογικής διεκδίκησης κι έχει μεταμορφωθεί σε μία αρένα ατομικής επιβίωσης. Ένα σχολείο που —αντί της Παιδείας— προάγει τον ανταγωνισμό και την αποστήθιση, ενώ διδάσκει αξίες και ιδανικά σχεδόν αποκλειστικά με τη μορφή θρησκευτικών επιταγών, η συμμόρφωση με τους οποίους καταλήγει περιστασιακή. Και μία δημοκρατία που παραχωρεί καταρχήν την εξουσία σε μία σχετική πλειοψηφία του απαίδευτου δήμου, αλλά επί της ουσίας τη δυνατότητα εκλογής της εκπροσώπησής του σε αυτήν μέσω μίας διαδικασίας που επαναλαμβάνεται κάθε τέσσερα χρόνια και τροφοδοτείται από την απόλυτη πολιτική ασυνέπεια· μία δημοκρατία που, μπροστά στην ηθική υποχρέωση να απαλύνει τον πόνο ανθρώπων που υποφέρουν εξαιτίας της δικής της συνομοταξίας, σφυρίζει αδιάφορα κι επιλέγει να καταπατεί διεθνείς συνθήκες και κανόνες, παραβιάζοντας τα δικαιώματα των προσφύγων και αντιμετωπίζοντάς τους ως καταζητούμενους, στριμώχνοντάς τους σε στρατόπεδα και ξενοδοχεία-φυλακές και χρυσοπληρώνοντας ανεύθυνους να τους ταϊζουν νερόβραστες πατάτες σε καθημερινή βάση.
Μία κοινωνία, ένα σχολείο και μία δημοκρατία που απαρτίζουν μία πραγματικότητα, η οποία δε μας ταιριάζει και δε μας αξίζει και της οποίας όχι μόνο οι αντιεξουσιαστές αλλά όλοι μας ονειρευόμαστε να είμαστε η αποτυχία. Παραφράζοντας τα λόγια της Ιεράς Συνόδου, αφού ουδείς και ουδεμία αξία της θρησκείας που ευαγγελίζεσθε και υπηρετείτε πέτυχαν να σας εμπνεύσουν σεβασμό για την ίδια την ανθρώπινη ζωή, μόνο την οργή μας διατυπώνουμε, λέγοντάς σας: είστε η αποτυχία μας. Η αποτυχία μας ως ανθρώπων.
Εμείς, πάντως, στην καθημερινή θέα του αλιγάτορα που κατατρώει το άψυχο κορμί της ανθρωπότητας, κάθε μέρα θα εκπλησσόμαστε εξίσου, και κάθε μέρα θα κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Για όσο χρειαστεί.
*Το σκίτσο είναι του Τάσου Αναστασίου.