Του Κώστα Ράπτη
Εγχείρημα απαραίτητο ώστε να εκσυγχρονιστεί θεσμικά η Ιταλία, με επιτάχυνση και απλοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων; Ή άλμα στον συγκεντρωτισμό, αντίθετο προς τις πολιτικές παραδόσεις της γείτονος;
Η συνταγματική μεταρρύθμιση με την οποία έσπευσε να συνδέσει το πολιτικό του μέλλον ο κεντροαριστερός Ιταλός πρωθυπουργός Matteo Renzi κρίνεται σήμερα από τον ιταλικό λαό, όμως το πραγματικό διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.
H πλειοψηφία υπέρ του “Όχι” που δίνουν τα προγνωστικά (αν και με υψηλό ποσοστό αδιευκρίνιστης ψήφου που κάνει τα πράγματα αρκετά αβέβαια) μπορεί να διατηρήσει τη συνταγματική συνέχεια αλλά μπορεί να οδηγήσει στην πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση.
Τυπικά το δημοψήφισμα αφορά μια σειρά από κρίσιμα σημεία της οργάνωσης του Ιταλικού Κράτους. Η μεταρρύθμιση κατεξοχήν αποσκοπεί στο να αλλάξει ριζικά τον τρόπο εκλογής της Γερουσίας και να περιορίσει σημαντικά τις αρμοδιότητές της, καταργώντας τη λογική του “πλήρους δικαμεραλισμού” (ίσες εξουσίες και στα δύο νομοθετικά σώματα, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση) που σφράγισε την μεταπολεμική Ιταλική ιστορία, να ενισχύσει τις αρμοδιότητες του κεντρικού κράτους έναντι των περιφερειών και να δώσει ουσιαστικά συνταγματική ισχύ στον πλειοψηφικό εκλογικό νόμο τον οποίον οποίο έχει ψηφίσει αλλά προσκρούει στην κρίση του συνταγματικού δικαστηρίου.
Η συνταγματική αλλαγή έχει ήδη συναντήσει, με διαφορετικά σημεία αφετηρίας, την αντίθεση των κομμάτων που βρίσκονται στα αριστερά της κυβέρνησης (αλλά και της αριστερής πτέρυγας του ίδιου του Δημοκρατικού Κόμματος του Renzi), του Kινήματος Πέντε Αστέρων του Beppe Grillo της ακροδεξιάς και τοπικιστικής Λέγκας του Βορρά αλλά και του Silvio Belrusconi, παρά το ότι ο τελευταίος είχε συμμετάσχει στη σύνταξη βασικών πλευρών της.
Ουσιαστικά, στο δημοψήφισμα κρίνεται το μέλλον του πρωθυπουργού, αλλά και συνολικά της κατεύθυνσης του ιταλικού πολιτικού συστήματος, όπως είχε διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια με την εναλλαγή συνασπισμών της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, χωρίς μεγάλες διαφορές, με την εξαίρεση των διάφορων προσωπικών δικαστικών περιπετειών του Μπερλουσκόνι. Το δημοψήφισμα εισπράττεται από μεγάλο μέρος των Ιταλών πολιτών όχι ως αναγκαία μεταρρύθμιση ενός πεπαλαιωμένου θεσμικού πλαισίου, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, αλλά ως τελευταία απόπειρα των επαγγελματιών του κατεστημένου της Ρώμης να θωρακίσουν την εξουσία τους έναντι του λαϊκού παράγοντα.
Και εδώ είναι που αρχίζει η ανησυχία στο εσωτερικό της Ιταλίας και διεθνώς. Είναι σαφές ότι μια ήττα στο δημοψήφισμα θα σημάνει ευθεία αποδοκιμασία του Renzi, που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε εκλογές, αν και θα πρέπει προηγουμένως να έχει επιλυθεί η εκκρεμότητα του του νέου εκλογικού νόμου.
Ωστόσο, το κύριο ενδεχόμενο δεν είναι πλέον η έλευση στην εξουσία ενός διαφορετικού κυβερνητικού συνασπισμού εντός του τρέχοντος πλαισίου, όπως ήταν ο κανόνας μέχρι τώρα, αλλά η διαμόρφωση παντελώς αχαρτογράφητου τοπίου, δια της διαφαινόμενης εκλογικής ανόδου του κινήματος του Beppe Grillo. Εξ ου και η στράτευση ξένων ηγετών, από τον Wolfgang Schaeuble έως τον Barack Obama στο πλευρό του Renzi ή ο πολλαπλασιασμός στον διεθνή Τύπο άρθρων που κάνουν ευθέως λόγο για αναλογίες με τη νίκη Trump, θεωρώντας ότι η ιταλική ψήφος εντάσσεται στο ίδιο περίγραμμα μιας “αντιπολιτικής’ εξέγερσης των ψηφοφόρων που δυσπιστούν ολοένα και περισσότερο απέναντι στις πολιτικές ελίτ.
Όμως, στην περίπτωση της Ιταλίας οι ανησυχίες είναι και οικονομικές. Παρότι οι αγορές έχουν ήδη αρχίσει να προεξοφλούν μια ψήφο υπέρ του “Όχι”, η χώρα ούτως ή άλλως εξελίσσεται σε μιαν ιδιότυπη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ευρωζώνης. Η ανοιχτή κρίση του ιταλικού τραπεζικού συστήματος με τα μεγάλα ανοίγματα και τις σημαντικές ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης μπορεί μέχρι τώρα να έχει αντιμετωπιστεί και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως εσωτερική υπόθεση, αλλά πιθανή επέκτασή της, σε συνδυασμό με το μεγάλο ιταλικό δημόσιο χρέος (132,5% του ΑΕΠ, ήτοι 2,2 τρισεκατομμύρια ευρώ), μπορεί να διακυβεύσει συνολικά την ισορροπία της νομισματικής ένωσης. Ιδίως όταν η Ιταλία παραμένει μια χώρα, όπου η αμφισβήτηση του ευρώ δεν περιορίζεται μόνο σε ριζοσπαστικά κινήματα ή σε κινήματα όπως του Beppe Grillo, αλλά αφορά και μερίδες του επιχειρηματικού κόσμου που βλέπουν στο κοινό νόμισμα μια πηγή διαρκούς απώλειας ανταγωνιστικότητας για την ιταλική βιομηχανία.
Με αυτή την έννοια, οποιοδήποτε αποτέλεσμα θα είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα σημαντικό. Τυχόν επικράτηση του “Ναι” θα καταστήσει με τον Renzi κυρίαρχο πολιτικά, και θα του δώσει το περιθώριο να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που πρεσβεύει και να υψώσει περισσότερο το διαπραγματευτικό του ανάστημα στην Ευρώπη – αλλά τα ρήγματα θα παραμένουν ενεργά, όπως και οι ανοιχτές και επείγουσες προκλήσεις στην οικονομία. Τυχόν επικράτηση του “Όχι” παρότι θα αντιμετωπιστεί σε διάφορα επίπεδα με πρακτικές damage control (αναλόγως και του εύρους της διαφοράς), εκ των πραγμάτων θα ορίζει νέα σελίδα και είναι πιθανό να αποτελέσει τον καταλύτη σημαντικότατων εξελίξεων σε όλη την Ευρώπη.