Από τον Γιάννη Δημογιάννη
Πάτρα, πρωινό Κυριακής και το σενάριο ήθελε, ο καφές να γίνει αφορμή, προκειμένου να ξεφυλλίσουμε τις φωτογραφίες από τη συλλογική έκθεση “Itinerary, tracing the refugee routes”: ανακαλύπτοντας τους δρόμους των προσφύγων, παρακολουθώντας τη Διαδρομή τους. Το ζητούμενο είναι – όπως σχολίασε κι ένας επισκέπτης της έκθεσης – αν μπορείς να ξεχωρίσεις, και τι, από τούτο το «ισχυρό, ευαίσθητο, και συνάμα στοιχειωμένο ταξίδι στη σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση»; Τι μπορείς να διαλέξεις, τι «δικαιούσαι» να κρατήσεις από τούτη την Οδύσσεια «σχεδόν στην καρδιά της Ευρώπης», όταν ακόμη και «το τέλος του ταξιδιού δεν είναι καν ορατό;»
Αν έχεις, δηλαδή, τη δυνατότητα και τη θέληση, ώστε να ιχνηλατήσεις νηφάλια, όχι τόσο τις φωτογραφίες, αλλά τους ανθρώπους, τις ιστορίες, τις ανατροπές, όταν ήδη υποψιάζεσαι πως τα συγκεκριμένα προβλήματα «αξιοποιούνται και γίνονται θέμα από πολλούς» – ευαίσθητους ή ανυποψίαστους, σχετικούς ή άσχετους – ακόμη και από καλλιτέχνες, συγκροτημένους ή “wannabe (sic)”… «Πάλι τα ίδια, θα μου πεις, φίλε. Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς» ∙ η φωνή του ποιητή ηχεί βασανιστική, όσο ποτέ.
Το “Itinerary” έρχεται, κατ’ εμέ, να επιβεβαιώσει μία μακρόχρονη παράδοση, που θέλει τις φωτογραφίες σύγχρονων φωτο-δημοσιογράφων να συνιστούν τον πλέον αδιάψευστο αυτόπτη μάρτυρα της εκάστοτε ανθρώπινης τραγωδίας. Στην περίπτωσή μας, η «Διαδρομή» αποτελεί τη δυναμική συνισταμένη, που απελευθερώνεται από 11 ζευγάρια μάτια, αποθανατίζοντας πρωτίστως την υπόσταση των υποκειμένων, που πρωταγωνιστούν στο προσφυγικό δράμα. 11 ζευγάρια μάτια, που ανεξαρτήτως των αυτονόητων τεχνικών και αισθητικών τους διαφοροποιήσεων, κατά βάθος τούς συνδέει – ή καλύτερα – τούς συνεγείρει, το «κοινό ενδιαφέρον για το “πρόσωπο”, του οποίου η ασφάλεια στερείται κατά τη διάρκεια της «Εξόδου». Εξάλλου, οι εν λόγω φωτο-δημοσιογράφοι, είναι αυτοί, που, σύμφωνα με τη βούλησή τους, πασχίζουν «να κατανοήσουν και να καταγράψουν “την κίνηση και την οπτική” αυτής της οικουμενικής περιπλάνησης» ∙ κοντολογίς, οι συντελεστές του Itinerary λειτουργούν σα θεματοφύλακες που μιλούν σιωπηλά, αλλά εύγλωττα, για την απροσδόκητη πραγματικότητα των περιπλανώμενων προσφύγων.
Και, πράγματι, ο αφομοιωμένος τους μόχθος δρα ως ο αναγκαίος διαμεσολαβητής, που «παρουσιάζει με ατάραχη αποφασιστικότητα και αξιοπρέπεια, τους διάφορους, σταθμούς και στάσεις κατά τη διάρκεια της προσπάθειάς να προσεγγίσουν τους διαφορετικούς προορισμούς». 11 μάρτυρες που, εν τέλει, διασώζουν έστω και κάποια μηδαμινά ψήγματα του «ναυαγίου», ώστε όλοι εμείς, οι ευημερούντες και θορυβημένοι πολίτες της Δύσης να καταφέρουμε, όχι μονάχα να ευαισθητοποιηθούμε απέναντι στις προκείμενες προκλήσεις, αλλά και να τοποθετηθούμε επαρκώς σε σωρεία διαφιλονικούμενων, κομβικών ερωτημάτων: «ποιος είναι, εν τέλει, ο απρόσκλητος επισκέπτης, που “εισβάλλει” στις κοινωνίες και τις ζωές μας; Τι κρύβεται πιθανότατα πίσω από τον πρόσ-φυγα, που ίσως και ν’ αποδρά από τον τόπο του, «αναζητώντας καταφύγιο ή την ασφάλεια σε μία ξένη (και ενδεχομένως αφιλόξενη) χώρα;» Τι επομένως αγνοούμε, παραβλέπουμε ή διαστρεβλώνουμε πίσω από νούμερα ή στερεότυπα, περί ασφάλειας, κρίσης ή εθνικής ταυτότητας; Ένας ομολογουμένως ανθρώπινος αλγόριθμος, συνυφασμένος μ’ ένα δυσνόητο, πολυ-παραγοντικό πρόβλημα, το οποίο μελετάται στο «Itinerary” σαν φαινόμενο εν προόδω, κρίνοντας μάλιστα από το σαρκαστικά υπαινικτικό κεφάλαιο “Aftermath?”.
Ο πρόσφυγας και οι νομικές του «εκδοχές»: «Άπατρις», «εκδιωγμένος», «μετανάστης». Στην Πάτρα, λιμάνι που καταλήξαμε οικογενειακώς, σαν εσωτερικοί μετανάστες, πριν 40 χρόνια, ο Δ.Μπούρας, εις εκ των 11, προσπαθώντας ν’ ανασυνθέσει με το «σκεπτόμενο» φακό του, το σώμα της κατακερματισμένης λέξης re-fyu-ge, επιστρέφει στο κουφάρι του εργοστασίου της Πειραϊκής-Πατραϊκής, απεικονίζοντας το μαρτύριο των σύγχρονων Σίσυφων ∙ των παντελώς ξεχασμένων Σομαλών και Σουδανών. Η φωτογραφία, λοιπόν, που ξεχώρισες σημαδιακά, Κωνσταντίνα, αφηγείται στον εργοστασιακό τοίχο, την ιστορία ενός σύγχρονου Κανένα: ”Κάποιες φορές σκεφτόμαστε το μέλλον και κάπου, να μπορέσουμε ν’ εγκατασταθούμε για να είμαστε καλύτερα, αλλά όλα, ίσως, τελικά είναι δίπλα μας, γιατί δύσκολες συνθήκες (υπάρχουν) σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Αλλά, ποτέ δεν παραιτούμαστε. Θα προσπαθούμε για το καλύτερο. θυμήσου, είναι καλύτερο να πεθαίνεις με κάτι, παρά με τίποτα.”
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 11.2.2017
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.