Του Joschka Fischer*
ΒΕΡΟΛΙΝΟ – Κατά τη μακρά νύχτα διαπραγματεύσεων για την Ελλάδα στις 12-13 Ιουλίου, κάτι θεμελιώδες για την Ευρωπαϊκή Ένωση ράγισε. Από τότε, οι Ευρωπαίοι ζουν σε ένα διαφορετικό είδος της ΕΕ.
Αυτό που άλλαξε εκείνο το βράδυ ήταν η Γερμανία όπως την γνώρισαν οι Ευρωπαίοι μετά το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου. Στην επιφάνεια, οι διαπραγματεύσεις γίνονταν για την αποτροπή μιας Ελληνικής εξόδου από την ευρωζώνη (ή «Grexit») και των ολέθριων συνεπειών που θα ακολουθούσαν για την Ελλάδα και την νομισματική ένωση. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ωστόσο, αυτό που τέθηκε επί τάπητος ήταν ο ρόλος εντός της Ευρώπης για τις πιο πολυπληθείς και οικονομικά ισχυρές χώρες της.
Η ανάδειξη της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και η εκ νέου αποκατάσταση της παγκόσμιου εμπιστοσύνης (με αποκορύφωμα τη συναίνεση για την Γερμανική επανένωση τεσσερισήμισι δεκαετίες αργότερα), χτίστηκε πάνω στους ανθεκτικούς πυλώνες της εγχώριας και εξωτερικής πολιτικής. Εντός του οίκου της, μια σταθερή δημοκρατία βασισμένη στο κράτος δικαίου έκανε γρήγορα την εμφάνισή της. Η οικονομική επιτυχία του κράτους πρόνοιας της Γερμανίας αποδείχθηκε ένα μοντέλο για την Ευρώπη. Και η προθυμία των Γερμανών να αντιμετωπίσουν τα εγκλήματα των Ναζί, χωρίς επιφύλαξη, διατήρησε μια βαθιά ριζωμένη δυσπιστία προς όλα τα στρατιωτικά θέματα.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η Γερμανία ανοικοδόμησε την εμπιστοσύνη αποδεχόμενη την Δυτική ολοκλήρωση και Εξευρωπαϊσμό. Η δύναμη στο κέντρο της Ευρώπης δεν έπρεπε ποτέ ξανά να αποτελέσει απειλή για την ήπειρο ή για την ίδια. Έτσι, στόχος των Δυτικών Συμμάχων μετά το 1945 – σε αντίθεση με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – δεν ήταν να απομονώσουν τη Γερμανία και να την αποδυναμώσουν οικονομικά, αλλά να την προστατεύσουν στρατιωτικά και σταθερά να την ενσωματώσουν πολιτικά στη Δύση. Πράγματι, η συμφιλίωση της Γερμανίας με τον κυριότερο εχθρό της, τη Γαλλία, παραμένει το θεμέλιο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, και βοήθησε να ενσωματωθεί η Γερμανία στην κοινή Ευρωπαϊκή αγορά, με σκοπό την ενδεχόμενη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.
Αλλά στη σημερινή Γερμανία, αυτές οι ιδέες θεωρούνται αθεράπευτα ”Ευρω-ρομαντικές”, είναι ξεπερασμένες. Όσον αφορά στην Ευρώπη, από τώρα και στο εξής η Γερμανία θα ακολουθήσει κατά κύριο λόγο τα εθνικά συμφέροντά της, ακριβώς όπως όλοι οι άλλοι.
Αλλά ένα τέτοιο σκεπτικό βασίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή. Το μονοπάτι που η Γερμανία θα ακολουθήσει στον εικοστό πρώτο αιώνα – προς μια «Ευρωπαϊκή Γερμανία» ή μια «Γερμανική Ευρώπη» – υπήρξε το βασικό, ιστορικό ερώτημα στην καρδιά της Γερμανικής εξωτερικής πολιτικής για δύο αιώνες. Και αυτό απαντήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς νύχτας στις Βρυξέλλες, με τη Γερμανική Ευρώπη να επικρατεί έναντι της Ευρωπαϊκής Γερμανίας.
Αυτή ήταν μια μοιραία απόφαση τόσο για την Γερμανία όσο και για την Ευρώπη. Αναρωτιέται κανείς αν η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήξεραν τι έκαναν.
Για να απορριφθεί η έντονη κριτική στην Γερμανία και στους κορυφαίους παίκτες της, που ξέσπασε μετά το τελεσίγραφο προς την Ελλάδα, όπως κάνουν πολλοί Γερμανοί, έπρεπε να φορεθούν ροζ γυαλιά. Βέβαια, υπήρξε παράλογη προπαγάνδα για ένα Τέταρτο Ράιχ και ανόητες αναφορές στον Φύρερ. Όμως, στον πυρήνα της, η κριτική αυτή αρθρώνει μια έξυπνη συνειδητοποίηση της διάσπασης της Γερμανίας με ολόκληρη την μεταπολεμική Ευρωπαϊκή της πολιτική.
Για πρώτη φορά, η Γερμανία δεν ήθελε περισσότερη Ευρώπη, ήθελε λιγότερη. Η στάση της Γερμανίας, τη νύχτα της 12ης έως 13 Ιουλίου, εμφάνισε την επιθυμία της να μετατρέψει την ευρωζώνη από ένα Ευρωπαϊκό σχέδιο σε ένα είδος σφαίρας επιρροής. Η Μέρκελ αναγκάστηκε να επιλέξει μεταξύ του Σόιμπλε και της Γαλλίας (και της Ιταλίας).
Το θέμα ήταν θεμελιώδες: Ο υπουργός των Οικονομικών (της Μέρκελ) ήθελε να εξαναγκάσει ένα μέλος της ευρωζώνης να την εγκαταλείψει «οικειοθελώς» ασκώντας ασφυκτική πίεση. Η Ελλάδα θα μπορούσε είτε να φύγει (με πλήρη επίγνωση των καταστροφικών συνεπειών για τη χώρα και την Ευρώπη) είτε να αποδεχθεί ένα πρόγραμμα που την καθιστά αποτελεσματικά σε ένα Ευρωπαϊκό προτεκτοράτο, χωρίς καμία ελπίδα οικονομικής βελτίωσης. Η Ελλάδα τώρα υπόκειται σε θεραπεία – περαιτέρω λιτότητας – που δεν έχει ξαναδοθεί στο παρελθόν και που έχει συνταγογραφηθεί αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των εγχώριων πολιτικών αναγκών της Γερμανίας.
Αλλά η μαζική σύγκρουση με τη Γαλλία και την Ιταλία, δεύτερη και τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, δεν έχει τελειώσει, διότι, για τον Σόιμπλε, το Grexit παραμένει μια επιλογή. Υποστηρίζοντας ότι η ελάφρυνση του χρέους είναι «νομικά» δυνατή μόνο εκτός της ευρωζώνης, θέλει να μετατρέψει το θέμα σε μοχλό για την επίτευξη μιας «εθελοντικής» εξόδου.
Η θέση του Σόιμπλε έχει ρίξει σε έντονη εκτόνωση το θεμελιώδες ζήτημα της σχέσης μεταξύ της νότιας και της βόρειας Ευρώπης, η προσέγγιση του απειλεί να τεντώσει την ευρωζώνη σε οριακό σημείο. Η πεποίθηση ότι το ευρώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη της οικονομικής «αναμόρφωσης» της νότιας Ευρώπης θα αποδειχθεί μια επικίνδυνη πλάνη – και όχι μόνο στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί γνωρίζουν καλά, πως μια τέτοια άποψη θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο το Ευρωπαϊκό σχέδιο, το οποίο έχει χτιστεί στη διαφορετικότητα και την αλληλεγγύη.
Η Γερμανία ήταν ο μεγάλος νικητής της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη. Απλά συγκρίνετε την ιστορία της Γερμανίας στο πρώτο και το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Η ενοποίηση της Γερμανίας από τον Μπίσμπαρκ κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, έλαβε χώρα κατά το υψηλότερο σημείο Ευρωπαϊκού εθνικισμού. Στην Γερμανική σκέψη, η δύναμη συνδέθηκε περίπλοκα με τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες νομιμοποίησαν την εξωτερική τους πολιτική, με τον όρο της «εκπολιτιστικής αποστολής», η Γερμανία αντιλήφθηκε την εξουσία της σε όρους ωμής στρατιωτικής δύναμης.
Η ίδρυση του δεύτερου, ενοποιημένου Γερμανικού κράτους-έθνους το 1989, βασίστηκε στον αμετάκλητο δυτικό προσανατολισμό και εξευρωπαϊσμό της Γερμανίας. Και ο εξευρωπαϊσμός της πολιτικής της Γερμανίας συμπλήρωσε – και εξακολουθεί να συμπληρώνει – το πολιτισμικό κενό που ενσωματώνονταν στο Γερμανικό κράτος. Η διάβρωση αυτού του πυλώνα – ή, ακόμη χειρότερα, η κατεδάφισή του-είναι μια τρέλα ανωτέρου επιπέδου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στην ΕΕ, η οποία προέκυψε το πρωί της 13ης Ιουλίου, η Γερμανία και η Ευρώπη, κινδυνεύουν να χάσουν και οι δύο.
*Γιόσκα Φίσερ
Ο Γιόσκα Φίσερ ήταν υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης από 1998-2005, μια θητεία που χαρακτηρίστηκε από την ισχυρή υποστήριξη της Γερμανίας για την επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, ακολουθούμενη από την αντίθεσή του στον πόλεμο στο Ιράκ. Ο Fischer άρχισε εκλογική πολιτική μετά τη συμμετοχή τους στις διαδηλώσεις κατά του κατεστημένου της δεκαετίας του 1960 και του 1970, και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Γερμανικού Κόμματος των Πρασίνων, του οποίου ηγήθηκε για σχεδόν δύο δεκαετίες.
Κεντρική φωτογραφία του παρόντος:Γλυπτό του Arno Breker, 1936, από το Χιτλερικό Ολυμπιακό Στάδιο Olympia, φωτογραφία του Ronald Hirlé
Μετάφραση/Επιμέλεια για το Νόστιμον ἦμαρ: Παπαποστόλου Θανάσης