Πώς θα μπορούσε να ασκηθεί δημιουργική πίεση στην κυβέρνηση του Σύριζα?
Άρθρο των Sam Gindin & Leo Panitch, συγγραφέων του The Making of Global Capitalism (Κατασκευάζοντας τον παγκόσμιο καπιταλισμό).
Η αναλογία
Σκεφτείτε ένα εργοστάσιο όπου οι ιδιοκτήτες μιας εταιρίας στην οποία αυτό ανήκει έχουν φερθεί σκληρά και άδικα στους εργαζόμενούς τους, ενώ η ηγεσία του σωματείου τους ήταν απαθής ή ακόμα αποδεχόταν αυτήν την συμπεριφορά. Πολλοί εργαζόμενοι έχουν αντισταθεί, σταματώντας να δουλεύουν για λίγες ώρες και κάνοντας κατάληψη σε ένα μέρος του εργοστασίου για λίγες μέρες.
Τελικά, με τον ερχομό μιας νέας συλλογικής σύμβασης, οι εργαζόμενοι εκλέγουν νέα ηγεσία στο σωματείο τους. Οι διαπραγματεύσεις κρατούν για πολλούς μήνες και στο τέλος, πια, που η νέα ηγεσία τους καλεί να ψηφίσουν υπέρ μιας απεργίας, αυτοί δείχνουν εντυπωσιακή υποστήριξη.
Η ηγεσία επιστρέφει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων περιμένοντας πως το νέο αυτό θα αλλάξει τα μυαλά των εργοδοτών και, όντως, τα αλλάζει — αλλά όχι όπως ήλπιζε το σωματείο. Αντίθετα, λοιπόν, τα αφεντικά τώρα λένε: «Κοιτάξτε να δείτε, το κλείνουμε το εργοστάσιο. Είναι ξεκάθαρο ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες αυτά τα χρόνια που πέρασαν, οι εργάτες δεν θα πειθαρχήσουν ποτέ αρκετά ώστε να παράγουν αρκετά κέρδη».
Αντιμέτωποι με το επικείμενο κλείσιμο και ανησυχώντας για τις θέσεις των μελών του, η νέα ηγεσία του σωματείου υπογράφει μια νέα συλλογική σύμβαση που περιέχει ακόμα σκληρότερους όρους από ότι πριν. Δεν κάνουν «τα στραβά μάτια» για αυτό που συνέβη: «είναι μια κακή συμφωνία, αλλά κράτησε το εργοστάσιο ανοιχτό». Παρόλο που η νέα ηγεσία παραμένει ακόμα δημοφιλής, πολλά μέλη είναι αναστατωμένα και φωνάζουν «προδοσία!» και διαδηλώνουν μπροστά στο γραφείο του σωματείου και απαιτούν το εργοστάσιο να καταληφθεί από τους εργαζόμενους και να το διαχειρίζονται εκείνοι.
Η ηγεσία του σωματείου λέει ότι αυτό δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει: και, αν και απέφυγαν το ενδεχόμενο να καλέσουν την αστυνομία οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου, υπάρχει το πρόβλημα των ακυρωμένων συμβάσεων, έλλειψη χρημάτων για επένδυση ώστε να μετατραπεί το εργοστάσιο σε κάτι άλλο, ικανό να δουλέψει διαφορετικά, με τρόπο βιώσιμο τρόπο και όλα τα σχετικά.
«Αυτό που μπορούμε να κάνουμε», λένε, «είναι να περιμένουμε και να ελπίζουμε σε περισσότερη υποστήριξη αλληλεγγύης την επόμενη φορά από εργάτες σε άλλα εργοστάσια της εταιρίας και να δουλέψουμε για μια συλλογική δράση σε όλα τα εργοστάσια. Δεν θα πλασάρουμε ως νίκη αυτήν την συμφωνία. Αντίθετα θα συνεχίσουμε να πολεμάμε κάτω από τους όρους της και θα ανταποκριθούμε σε όσα παράπονα μπορούμε και να κάνουμε λευκές απεργίες».
Η πραγματικότητα
Οι αναλογίες είναι πάντα περιορισμένες. Η Ελλάδα είναι πάνω από όλα ένα ανεξάρτητο κράτος που πλασματικά έχει τον έλεγχο της μοίρας της οικονομίας. Όμως, αυτό που κάνει καλή την αναλογία είναι ότι η κυβέρνηση του ριζοσπαστικού Σύριζα εκλέχθηκε τον Ιανουάριο βασιζόμενη στην υπόσχεσή της ναι διαπραγματευτεί καλύτερη συμφωνία από την δριμεία νεοφιλελεύθερη λιτότητα που επιβλήθηκε μέσω των μνημονίων που υπέγραψαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Την ίδια ώρα, υποσχέθηκε να παραμείνει στην Ευρωζώνη, στην οποία το οικονομικό σύστημα της Ελλάδας ενσωματώθηκε, όπως έγινε και στο πλαίσιο της ίδιας της Ε.Ε.
Η εκλογή της νέας κυβέρνησης έγινε υπό όρους και προέκυψε από την υπόσχεση ότι θα πραγματοποιήσει και τις δύο υποσχέσεις ταυτόχρονα ενώ οι διαπραγματεύσεις στις οποίες συμμετείχε ήταν ένα τεστ συμβατότητας μεταξύ των δύο υποσχέσεων, όπως ήταν και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, το οποίο διεξήγαγε και κέρδισε τόσο αναπάντεχα μετά από πέντε μήνες άκαρπων διαπραγματεύσεων.
Οι κατηγορίες περί προδοσίας έναντι της ηγεσίας του Σύριζα σήμερα έγκεινται στο ότι πρόσφατα υπέγραψε το πιο σκληρό Μνημόνιο. Αλλά, καθώς το Μνημόνιο αυτό επιβλήθηκε στη βάση της απειλής για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και την παύση υποστήριξης του τραπεζικού της συστήματος, ο ισχυρισμός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας «συνθηκολόγησε» υπονοεί ότι υπήρχε βιώσιμη εναλλακτική βασισμένη στην άμεση έξοδο από το ευρώ (“Grexit”) την οποία θα όφειλε η κυβέρνηση να ακολουθήσει.
Οι πολιτικές συνθήκες που θα έκαναν βιώσιμο ένα άμεσο Grexit δεν υφίστανται σήμερα. Αυτοί που επιμένουν ότι αυτές οι πολιτικές συνθήκες προέκυψαν από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν είναι ειλικρινείς.
Η τελευταία δημοσκόπηση που έγινε από την Palmos Analysis από την 15η ως 17η Ιουλίου, δείχνει ότι ακόμα και αν λάβουμε υπόψιν το νέο σκληρό μνημόνιο, το 74% υποστηρίζει την παραμονή στο ευρώ και αυτό το ποσοστό περιλαμβάνει κατά 66% υποστηρικτές του Σύριζα. Τουλάχιστον 42% από αυτούς που ρωτήθηκαν σε δημοσκοπήσεις μετά την ψήφιση του νέου Μνημονίου έδειξε ότι θα ψήφιζαν Σύριζα σήμερα, μια σημαντική αύξηση πάνω από 36% από τις τελευταίες εκλογές. Αυτό δίνει στο Σύριζα προβάδισμα άνω του 20% έναντι της Νέας Δημοκρατίας, η οποία έρχεται δεύτερη και έτσι ο Σύριζα θα μπορούσε να διεκδικήσει την πλειοψηφία στη Βουλή με 165 έδρες.
Δεδομένης της τεράστιας δημοτικότητας του, ο Τσίπρας, μέσω μιας ενθουσιώδους καμπάνιας, θα μπορούσε να έχει προσπαθήσει να υποστηρίξει την έξοδο από το ευρώ, αλλά για να συγκεντρώσει καθαρή πλειοψηφία, θα χρειάζονταν οπωσδήποτε πάνω από την διπλάσια στήριξη από το ποσοστό που επί του παρόντος είναι υπέρ της επιστροφής στην δραχμή, το οποίο κυμαίνεται μόλις στο 24%. Ο Τσίπρας πάντα ήταν σαφής ότι ο ίδιος – και αυτό ισχύσει για την πλειοψηφία της ηγεσίας του κόμματος σε κάθε επίπεδο – θα πήγαινε μέχρι εκεί που θα του επέτρεπαν οι Ευρωπαίοι. Εκλέχτηκε σε αυτή τη βάση και οδήγησε το λαό σε δημοψήφισμα στην ίδια βάση.
Αυτοί που τον συκοφαντούν επειδή δεν κάνει αναστροφή τώρα παραδέχονται ότι θα έπρεπε να είχαν υποστηρίξει το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΕ) ή την Ανταρσύα και τις θέσεις τους, αντί να υποστηρίζουν ένθερμα την εκλογή του Σύριζα.
H αξιοπιστία του Τσίπρα βασίζεται στην επιμονή του – που έρχεται σε αντίθεση με την αναλογία ενός συνδικαλιστή που προωθεί ως νίκη τις παραχωρήσεις του και άρα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εταιρίας – να δηλώνει πως η συμφωνία είναι κακή. Παρουσιάζει το γεγονός ως αποτέλεσμα πίεσης που δέχτηκε όχι μόνο ο ίδιος αλλά και ο Ελληνικός λαός από την τρόικα και πάνω από όλα από τη Γερμανία.
Όπως το έθεσε ο Τσίπρας στην Ελληνική Βουλή την 22η Ιουλίου:
«Έχουμε επιλέξει έναν συμβιβασμό που μας εξαναγκάζει να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα που δεν πιστεύουμε και θα το εφαρμόσουμε, επειδή οι εναλλακτικές είναι σκληρές. Καλούμαστε σήμερα να νομοθετήσουμε με τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η παρουσία των όσων απέμειναν σε αυτήν την κυβέρνηση δεν είναι για να κρατήσουνε την έδρα και το γραφείο τους, είναι ένα προπύργιο από το οποίο μαχόμαστε για το συμφέρον του λαού μας. Και όσο είναι στο χέρι μου, δεν θα εγκαταλείψω αυτό το προπύργιο, τουλάχιστον με τη δική μου ελεύθερη βούληση.»
Οφείλουμε ακόμη να πούμε, ότι η εκστρατεία της Αριστερής πλατφόρμας υπέρ ενός εύκολου και άμεσου Grexit δεν είναι πειστική. Αυτοί υποθέτουν ότι οι υπάρχοντες κρατικοί θεσμοί θα μπορούσαν άνετα και εύκολα να προσαρμοστούν στις επιθυμίες της κυβέρνησης, και ακόμα περισσότερο ότι θα τα καταφέρουν κιόλας.
Και ακόμα και εάν το σχέδιο για Grexit της Αριστερής Πλατφόρμας εφαρμοζόταν αποδοτικά, αυτό θα απαιτούσε σοβαρές θυσίες κατά το μεταβατικό στάδιο ενώ είναι πολύ πιθανόν να χρειάζονταν σημαντικά περισσότερος χρόνο από όσο ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της Αριστερής Πλατφόρμας.
Οποιαδήποτε σοβαρή εναλλακτική θα πρέπει να λάβει υπόψιν τις πολιτικές της συνέπειες, ειδικά αν αυτές θα αποξένωναν τους υποστηρικτές του Σύριζα.
Η δυνατότητα
Εκείνοι – όπως και εμείς – που πιστεύουν ότι η έξοδος από την ευρωζώνη θα είναι εν τέλει αναγκαία, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει άμεσα. Η βάση για την έξοδο θα πρέπει να αναπτυχθεί και αυτό σημαίνει να πιστωθεί χρόνος για την αντίστοιχη προετοιμασία.
Η συνεχιζόμενη στήριξη του Τσίπρα δείχνει ότι υπάρχει χρόνος για να συμφωνηθεί η δημιουργία απαραίτητων μεταρρυθμίσεων εντός του κράτους και να καταρτιστούν παραγωγικά σχέδια που θα διατηρήσουν ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση καθώς και θα επιτρέψουν στο λαό να μάθει σε βάθος για ποιον λόγο θα πρέπει να κινηθεί έξω από τα όρια την ενσωμάτωσης σε μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη.
Οι περισσότεροι από αυτούς που τώρα υποστηρίζουν τον Τσίπρα δεν προτείνουν απλά να περιμένουμε οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί να γίνουν «καλύτεροι». Βλέπουν την διαμάχη με όρους διεθνισμού που διαδραματίζεται σε κάθε χώρα η οποία προσθέτει «λίγη φωτιά» σε αυτό που ξεκίνησε ο Σύριζα και το οποίο θα οδηγήσει στην αλλαγή της Ε.Ε. Άλλοι βλέπουν την ανάγκη για ρήξη αλλά θέλουν ένα πιο διεξοδικά και εκτενέστερα μελετημένο και σχεδιασμένο πλάνο για την οικονομική μετάβαση σε σύγκριση με αυτό που πρότεινε η Αριστερή πλατφόρμα.
Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι και τα πιο λεπτομερή σχέδια που καταστρώνονται τώρα παρουσιάζονται ως ένα πακέτο πολιτικών, αλλά στην πράξη αποτελούν απαίτηση για μια άμεση πολιτική επανάσταση. Αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν το κατά πόσον είναι εφικτό να υπάρξει μια ισορροπία των δυνάμεων στο εσωτερικό της Ελλάδας, όπως αντικατοπτρίζεται στους θεσμούς που δεν επανοικοδομήθηκαν από το ίδιο το κράτος, καθώς και στην παρατεινόμενη προτίμηση της κοινής γνώμης υπέρ του ευρώ. Μια στιβαρή πολιτική ανάλυση, και όχι μια τεχνική προσέγγιση για ένα πολιτικό πρόβλημα, είναι αυτό που χρειάζεται στην παρούσα φάση.
Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει κάποιος τώρα είναι ο σχεδιασμός με πλήρη διαύγεια, ακόμα και ανάμεσα σε αυτούς εντός του Σύριζα που κατανοούν την ανάγκη για ρήξη, και η συνειδητοποίηση ότι αυτή η ρήξη πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ρήξη με το ευρώ – θα πρέπει να είναι μια ρήξη με την Ε.Ε. λόγω της υπόστασής της ως νεοφιλελεύθερη ζώνη ελεύθερου εμπορίου και ελεύθερης μετακίνησης κεφαλαίων.
Το σχέδιο Β της Αριστερής Πλατφόρμας υπεκφεύγει από το να συνδέσει και τις δύο αυτές αναγκαιότητες μαζί. Πολύ περισσότερο το γεγονός ότι παρουσιάζεται ως πακέτο πολιτικής που θα μπορούσε εύκολα να εφαρμοστεί από την κορυφή του κράτους αντανακλά αυτό που απεχθάνονται περισσότερο οι πιο πολιτικοποιημένοι ακτιβιστές κοινωνικών κινημάτων και η δημιουργική παράταξη του κόμματος αναφορικά με την προσέγγιση του τύπου «τα πάνω προς τα κάτω» εκ μέρους της Αριστερής Πλατφόρμας.
Όπως έχουμε επιχειρηματολογήσει προηγουμένως, το πραγματικό σχέδιο Β πρέπει να σχεδιαστεί με όλα αυτά υπόψιν και θα χρειαζόταν να συμπεριλάβει ένα πολιτικό σχέδιο για βελτίωση των ικανοτήτων του κόμματος ώστε έτσι η κυβέρνηση να μπορεί να σχεδιάζει και να ηγείται επιτυχώς μια τέτοια ρήξη με την κοινωνία και το κράτος.
Μια δημιουργική πίεση στην κυβέρνηση Σύριζα θα έπρεπε να προσανατολίζεται στο να πιέζει τον Τσίπρα να εγκαινιάσει μια νέα περίοδο που θα συνδέσει την Κυβέρνηση και το Κόμμα με τα δίκτυα αλληλεγγύης, κάτι που θα έχει ως σκοπό την εμβάθυνση και διεύρυνση τους σε κάθε κοινότητα στην Ελλάδα.
Η πραγματική δοκιμασία για τον Σύριζα τώρα θα είναι η ικανότητά του να το πετύχει αυτό, έτσι ξεπερνώντας τους τρέχοντες διχασμούς, συμπεριλαμβανομένων αφ’ ενός των μομφών περί προδοσίας ενάντια στην κυβέρνηση Σύριζα και αφ’ ετέρου τις προσπάθειες να περιθωριοποιηθούν οι υποστηρικτές της Αριστερής Πλατφόρμας.
Αν σταματήσει η πίεση από τα αριστερά, σίγουρα θα υποβαθμιστεί η σημαντικότατη δικλείδα ασφαλείας που προστατεύει τον Σύριζα από το να γίνει δυσδιάκριτος ανάμεσα στις υπόλοιπες κυρίαρχες Ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Πάντως ένα κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του Σύριζα από εκείνο της Αριστερής Πλατφόρμας, και αυτό ισχύει και για το κυβερνών κόμμα και για το υπουργικό συμβούλιο, πιστεύει έντονα ότι δεν θα έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο.
Την ίδια ώρα, κανείς δεν θα έπρεπε να θεωρήσει την ήττα του Τσίπρα ή τη διάσπαση του κόμματος ως μια ευκαιρία για την Αριστερά. Θα ήταν καταστροφή γιατί οι Δεξιοί, μαζί με τους φασίστες, θα ωφελούνταν από αυτό.
Τα βαθιά προβλήματα που εμπλέκονται στο συγκεκριμένο θέμα απαιτούν απο την διεθνή αριστερά να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα τις αχαρτογράφητες περιπλοκότητες της οποιαδήποτε σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής στο παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο στερέωμα των ημερών μας. Κανένα κόμμα της Αριστεράς που καταλαμβάνει γραφείο και έδρα οπουδήποτε σήμερα δεν θα είναι τόσο ριζοσπαστικό όσο ενδέχεται να θέλαμε.
Ποια είναι η ευθύνη της σοσιαλιστικής Αριστεράς σε τέτοιες σοβαρές περιστάσεις? Θα υπάρχουν απογοητεύσεις, τα όποια επιτεύγματα θα είναι μερικώς επιτυχή και εύκολο να ανατραπούν ξανά – και θα υπάρχουν συνεχείς προσπάθειες να επανέλθουν στη σωστή κατεύθυνση. Εν κατακλείδι, γνωρίζουμε λίγα σχετικά με το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση.
Οι διαξιφισμοί στην Αριστερά είναι οπωσδήποτε απαραίτητοι, αλλά θα πρέπει να διεξαχθούν χωρίς εύκολους επαναστατικά θεατρινισμούς και με την κατάλληλη σεμνότητα, επειδή κανένας δεν έχει τις εύκολες απαντήσεις σε αυτήν την δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση.
Μετάφραση από τα Αγγλικά: Χρήστος Γκουσδουβάς αποκλειστικά για το Νόστιμον Ήμαρ