της Δανάης Καρυδάκη
Πριν τρία χρόνια περίπου, στις 7 Ιανουαρίου 2015, δύο ένοπλοι Ισλαμιστές εισέβαλαν στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo στο Παρίσι και σκότωσαν δώδεκα ανθρώπους, εκ των οποίων τον διευθυντή έκδοσης και διάσημο σκιτσογράφο Charb και τους επίσης διάσημους σατιρικούς καρτουνίστες Cabu, Honoré, Tignous και Wolinski. Η δικαιολόγηση της τρομοκρατικής επίθεσης ήταν η κατά συρροή προσβολή του Ισλάμ σε σκίτσα του περιοδικού.
Τα επόμενα 24ωρα και μετά το αρχικό πάγωμα, γεννήθηκε ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης τόσο από θεσμικούς παράγοντες όσο και από τον απλό κόσμο ενάντια στο αιματοκύλισμα, υπό το κοινό hashtag Je suis Charlie, «Είμαι Charlie». Παρακολουθήσαμε όλοι με κομμένη την ανάσα πορεία μαυροφορεμένων γνωστών-αγνώστων Merkel–Hollande–Σαμαρά στο κέντρο του Παρισιού, ενώ είδαμε μέχρι και τον Πρετεντέρη να υψώνει φωτοτυπία Je suis Charlie στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Mega. Αυτό που, νομίζω, πυροδότησε περισσότερο από όλα την αντίδραση ήταν η εναντίωση στη φίμωση της ελευθερίας του λόγου και του τύπου που αποτελούν, ας το πούμε, θεμέλιο λίθο της Γαλλικής ιδιοσυγκρασίας, όπως γαλουχήθηκε μέσα από τα, ας τα πούμε διαφωτιστικά, διδάγματα της ελευθερίας, της ισότητας, και της αδελφότητας.
Ακριβώς έναν χρόνο από σήμερα και μια εβδομάδα μετά τις επιθέσεις, στις 14 Ιανουαρίου 2015, οι επιζώντες συντελεστές του Charlie Hebdo, με περίσσια γενναιότητα οφείλει να σημειωθεί, κυκλοφόρησαν ένα τεύχος, το εξώφυλλο του οποίου κοσμούσε ένας μουσουλμάνος που κρατούσε το περιβόητο μότο Je suis Charlie, υπό τον τίτλο Tout est pardonné, «Όλα έχουν συγχωρεθεί».
Κι έτσι φτάνουμε στο σήμερα, όπου ο σκιτσογράφος Riss, και παρεμπιπτόντως νέος διευθυντής έκδοσης μετά τη δολοφονία του Charb, σχεδιάζει ένα σκίτσο υπό τον τίτλο «Μετανάστες», το οποίο απεικονίζει δύο πιθηκόμορφους άντρες να κυνηγούν γυναίκες να τις χουφτώσουν, ενώ διαβάζουμε στη λεζάντα δίπλα σε σκίτσο με τον 3-χρονο Aylan, του οποίου το άψυχο μικρό σώμα ξέβρασε το κύμα στην Κω τον περασμένο Σεπτέμβρη: «Τι θα γινόταν ο μικρός Αϋλάν αν μεγάλωνε; Ένας πίθηκος που θα παρενοχλούσε σεξουαλικά γυναίκες στη Γερμανία».
«Κατάφορα ρατσιστικό, ισλαμοφοβικό και ξενοφοβικό», θα πουν κάποιοι. «Ξεδιάντροπη στοχοποίηση των προσφύγων σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για το προσφυγικό στην Ευρώπη, ειδικά μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι» θα μονολογήσουν. «Προσβολή σε νεκρό, και δη ένα μικρό παιδί», θα πουν κάποιοι άλλοι. «Αυτή είναι η φύση της σάτιρας», θα βγουν να υπερασπιστούν μερικοί· «υπογραμμίζει τα κακώς κείμενα για να σαρκάσει την κυρίαρχη ιδεολογία και όχι για να την υπερασπιστεί».
Έστω ότι το σκίτσο δεν είναι ρατσιστικό αλλά σαρκαστικό προς την ξενοφοβία των Ευρωπαίων, όπου πράγματι, τα κέντρα εξουσίας μέσω των καθεστωτικών ΜΜΕ φουσκώνουν, διαστρεβλώνουν και κατ’ επέκταση εκμεταλλεύονται τα γεγονότα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην Κολωνία, ώστε να εξυπηρετήσουν τις δικές τους (συχνά αλληλοσυγκρουόμενες) ατζέντες. Έστω ότι δεν έχει πρόθεση να προσβάλλει τον νεκρό Aylan, αλλά να επισημάνει τη μελοδραματική υποκρισία των φιλελέ ανθρωπιστικών φιλάνθρωπων αφηγημάτων και τα κροκοδείλια δάκρυα για τον χαμό του, που πολύ γρήγορα στέγνωσαν και έδωσαν τη θέση τους σε ρατσιστικές ιαχές ισλαμοφοβίας.
Ή να ειρωνευτεί, όπως εύστοχα το θέτει η δημοσιογράφος Φραγκίσκα Μεγαλούδη, τη σιωπή για τα δεκάδες ναυάγια με μαύρα μωρά στις ακτές της Λιβύης, εφόσον οι Αφρικανοί παραμένουν πάντα ανεπιθύμητοι. Έστω ότι δεν στοχοποιεί τους πρόσφυγες, που από αδικοχαμένα νεκρά παιδιά αναπαρίστανται σαν ενήλικες άντρες που παρενοχλούν σεξουαλικά Ευρωπαίες γυναίκες, αλλά αναδεικνύει τις πολλαπλές αντιφάσεις στις οποίες εμπίπτουν όσοι μιλούν για το προσφυγικό ζήτημα. Έστω ότι η σάτιρα σαν παρακλάδι της ελευθερίας του λόγου δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει όριο.
Αν δεχτούμε ότι ισχύουν οι παραπάνω προκείμενες, που επιτρέψτε μου να διατηρώ τις αμφιβολίες μου, το σκίτσο απογυμνώνεται σαν απλώς σεξιστικό ή, μάλλον, τυφλό σε ζητήματα φύλου. Διότι στην υποτιθέμενη προσπάθεια να υπογραμμιστούν τα κακώς κείμενα της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, των δύο μέτρων και δύο σταθμών, το σκίτσο παραγνωρίζει, μέσα στην πατριαρχική του αναπαράσταση, ότι κάποιες πολύ πραγματικές γυναίκες (Γερμανίδες ή μετανάστριες, λευκές ή μαύρες, μουσουλμάνες ή χριστιανές ή άθεες) κακοποιήθηκαν σεξουαλικά από (λευκούς ή μαύρους, μετανάστες ή ντόπιους, μουσουλμάνους, χριστιανούς ή άθεους) άντρες.
Μα, «άλλο το χούφτωμα και άλλο ο βιασμός», θα πουν κάποιοι. Ναι, ακόμα κι αν παραβλέψουμε τις καταγγελίες για βιασμό την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην Κολωνία και άλλες γερμανικές πόλεις, υπάρχει διαφορά μεταξύ χουφτώματος και βιασμού– αν και με βάση το εκάστοτε νομικό πλαίσιο η σεξουαλική επίθεση ή παρενόχληση μπορεί να ποικίλλει από απλό χούφτωμα, μέχρι οποιαδήποτε μορφή σεξουαλικής βίας, πλην διείσδυσης των γεννητικών οργάνων– αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να λέμε: «Ε, σιγά ένα χουφτωματάκι έπεσε, δεν έκαναν τίποτε τα παιδιά. Στο κάτω κάτω αν δεν μπορείς να το αποφύγεις, απόλαυσέ το».
Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει μια κριτική για την πρόσφατη ταινία του Παπακαλιάτη βεβαίως-βεβαίως, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, αυτοί που με μια λέξη θα ονομάζαμε οι «Ξένοι», οι «Άλλοι», δεν είναι ούτε εγγενώς καλοί ούτε εγγενώς κακοί. Είναι μάλλον εγγενώς άνθρωποι, όπως ακριβώς και οι κάτοικοι των χωρών που τους φιλοξενούν. Είναι βέβαια αυτό που ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben ονομάζει homosacer, μια φιγούρα γυμνής ζωής απεκδεδυμένη από κάθε δικαίωμα, αφού οποιοσδήποτε μπορεί να τους σκοτώσει χωρίς να διαπράττει ανθρωποκτονία. Παραμένουν όμως άνθρωποι έστω και στερημένοι κάθε δικαιώματος.
Μέσα σε αυτό το τεράστιο κύμα προσφύγων, που έχουν ζήσει μια απίστευτη τραγωδία, και αιτούνται άσυλο σε νομικό επίπεδο και μια ζωή που δεν θα απειλείται κάθε λεπτό από τον ενδεχόμενο θάνατό τους σε ψυχολογικό επίπεδο, υπάρχουν άνθρωποι. Άνθρωποι που μπορεί να βιάσουν ή να μη βιάσουν, να ερωτευτούν ή να μην ερωτευτούν, να ξεγελάσουν τους συμπατριώτες τους ή να μην τους ξεγελάσουν, να σκοτώσουν ή να μη σκοτώσουν, να βοηθήσουν ή να μη βοηθήσουν, να αντέξουν ή να μην αντέξουν τις κακουχίες, να κλαίνε για την χαμένη τους ζωή ή να γελούν για την καινούρια. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, με άλλα λόγια, δεν είναι ούτε δαίμονες, όπως τους παρουσιάζουν οι ισλαμοφοβικοί του ακροδεξιού, και όχι μόνο, πολιτικού φάσματος, αλλά ούτε και άγιοι, όπως συχνά τους αναπαριστούν ουμανιστικά εξιδανικευτικά αφηγήματα.
Η πολιτισμική διαφορά μεταξύ αυτού που πολύ χονδροειδώς θα ονομάζαμε Ανατολή και Δύση, και ειδικά η θέση της γυναίκας σε χώρες που ισχύει η σαρία, ή ισλαμικός νόμος, δεν μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να μας κάνει να δικαιολογήσουμε το (ποινικό) αδίκημα της σεξουαλικής επίθεσης. Ούτε, φυσικά, και να το αποδώσουμε στο θρήσκευμα, στην εθνότητα, ή την κουλτούρα. Με άλλα λόγια, πατριαρχία έχουμε και στην Ανατολή, και δη στο μουσουλμανικό κόσμο όπου η θέση της γυναίκας είναι στα τάρταρα και τα ανθρώπινα δικαιώματά της μηδαμινά, πατριαρχία έχουμε και στη Δύση. Στην ίδια τη διαφωτισμένη Ευρώπη, το ποσοστό των αντρών ανάμεσα στους θύτες σεξουαλικής βίας εναντίον των γυναικών είναι της τάξης του 97%.
Η ίδια μάλιστα η γυναίκα δήμαρχος της Κολωνίας συμβούλευσε τις γυναίκες να προσέχουν τι φοράνε ούτως ώστε να αποφύγουν τον βιασμό τους, αναδεικνύοντας για άλλη μία φορά πόσο και οι ίδιες οι γυναίκες είναι φορείς του πατριαρχικού λόγου: «Φταίτε εσείς με τις κοντές σας τις φούστες, και τα μεγάλα τα ντεκολτέ και τα σκισίματα. Οι άντρες απλά ακολούθησαν τη φύση τους» (ασχολίαστο ότι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Γερμανία η θερμοκρασία κυμαινόταν κατά πολύ υπό το μηδέν και δύσκολα θα ερχόταν κάποια στη γιορτή με το μπικίνι της). Παρόλαυτα, δεν μπορούμε και να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι, τουλάχιστον, όταν στην Ευρώπη, μια υπόθεση σεξουαλικής επίθεσης φτάσει με τα χίλια έστω ζόρια στο δικαστήριο, αντιμετωπίζεται ως κακούργημα, και αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό κεκτημένο στον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών (αλλά και των αντρών–θυμάτων βιασμού, το οποίο αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο ταμπού).
Η όποια ανάλυση θα ήταν, επίσης, άτοπη αν δεν λάμβανε υπόψη τον ταξικό παράγοντα· οι επιθέσεις έγιναν παραμονή Πρωτοχρονιάς, όχι σε κάποιο μεγάλο πολυτελές γκαλά αλλά στα φεστιβάλ που διοργανώνουν οι δήμοι για τον κοσμάκη. Και δεν χρειάζεται να πάτε στη μακρινή Γερμανία για εμπειρίες σεξουαλικής επίθεσης μέσα στο πλήθος· οποιαδήποτε κοντινή σας γυναίκα χρήστρια ΜΜΜ, άρα όχι και πολύ προνομιούχα ταξικά, και ειδικά του περιβόητου λεωφορείου 608 γραμμή Γαλάτσι-Ζωγράφου, θα έχει να σας διηγηθεί πλείστες ιστορίες. Άσχετα αν οι επιθέσεις στην Κολωνία έγιναν βάσει σχεδίου ή όχι, τα περιστατικά και ιδίως η αναπαράστασή τους στα ΜΜΕ, επιτυγχάνουν να καλλιεργήσουν τον ανταγωνισμό εντός της εργατικής τάξης· για όλα τα δεινά μας φταίει και πρέπει να πληρώσει ο κοντινός μας Άλλος, ο μετανάστης για τον εργάτη, η γυναίκα για τον πρόσφυγα, και ούτω καθεξής.
Ο Marx έλεγε ότι: «Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας που κυοφορεί μια καινούρια», είναι δηλαδή απαραίτητη συνιστώσα της ιστορίας, η «μαμή της ιστορίας» όπως χαρακτηριστικά έχει εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο. Δεν νομίζω, όμως, ότι ο Marx αναφερόταν στη σεξουαλική βία ανάμεσα στις τάξεις (ή τα έθνη). Αν είναι έτσι ας δικαιολογήσουμε και τους βιασμούς που κάνουν οι Αμερικανοί στρατιώτες στο Αφγανιστάν, ή οι Τούρκοι στην Κύπρο, ή οι Έλληνες στη Μικρά Ασία, ή οι Ρώσοι στην Πολωνία, ή οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ή το ξύλο που ρίχνουν ορισμένοι αριστεροί και αναρχικοί στις γυναίκες τους, ως μέρος της εγγενούς και απαραίτητης βίας της ιστορίας.
Ανεκτική κοινωνία σημαίνει ανοχή (και ιδανικά δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών) στη θρησκεία, τις πολιτισμικές συνήθειες, τη γλώσσα, την κουζίνα, την ενδυμασία κλπ. άλλων πολιτισμών. Αν π.χ. μια κοπέλα θέλει να φορέσει μαντίλα να μπορεί να το κάνει, αλλά να έχει και πρόσβαση στη σχετική συζήτηση για τα δικαιώματά της. Ανεκτική κοινωνία όμως δεν μπορεί να σημαίνει ανοχή στη σεξουαλική βία σαν δήθεν πολιτισμικό προϊόν.
Και επανερχόμενοι στο χθεσινό σκίτσο του Charlie Hebdo, τα τινά είναι δύο: είτε είναι απλά μισογύνικο και κλείνει τα μάτια στη σεξουαλική βία ενάντια στις γυναίκες ούτως ώστε να σατιρίσει την ξενοφοβία και το πώς αυτή χρησιμοποιείται από την άρχουσα τάξη για τη χειραγώγηση του πλήθους, είτε καταδικάζει τη σεξουαλική βία ενάντια στις Ευρωπαίες γυναίκες και το μήνυμά του είναι απλά ένας ρατσιστικός εμετός. Διαλέγετε και παίρνετε.
‘Όσο για τα όρια της σάτιρας, η οποία εύλογα θα υποστηρίξει κάποιος ότι είναι εγγενώς κομματάκι ρατσιστική και σεξιστική, το σύντομο σχόλιο είναι ότι είναι εύκολο κανείς να αστειεύεται μες στη λευκή, ανδρική και έχουσα–πού–την–κεφαλήν–κλίναι φύση του. Το δύσκολο, και αυτό που για μένα είναι και η ουσία της πολιτικής ύπαρξης και δράσης, είναι να κάνουμε αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν empathyμε το αλλότριο— τον μετανάστη, τον αλλοεθνή, τη γυναίκα, τον άντρα, τον ομοφυλόφιλο, τον τρανς, το «ό,τι δεν είμαι εγώ»— να εν-συναισθανόμαστε, δηλαδή, το φορτίο που κουβαλά ο άλλος ακόμα κι αν δεν μας αφορά άμεσα. Να είμαστε, με άλλα λόγια, αλληλέγγυοι μέσα σε οριζόντιες σχέσεις ισοτιμίας, και όχι φιλάνθρωποι, χαρίζοντας αφ’ υψηλού τον οίκτο μας.
Καταδικάζουμε, λοιπόν, σαφέστατα και κάθετα το αιματοκύλισμα στο Charlie Hebdo και την οποία προσπάθεια φίμωσης της ελευθερίας του λόγου και του τύπου. Καταδικάζουμε όμως και τον ρατσισμό και τον σεξισμό. Σε αυτό το τόσο αμφιλεγόμενο ζήτημα των σεξουαλικών επιθέσεων από μετανάστες, που αγγίζει τους τρεις βασικούς άξονες εξουσίας «φύλο–φυλή–τάξη», ας χρησιμοποιήσουμε το προνόμιό μας για την παραγωγή κριτικής και ουχί για την υπεράσπιση των μαύρων σελίδων της ετεροκανονικής πατριαρχίας, της λευκής υπεροχής, και της ταξικής κοινωνίας. Ας μην μπούμε σε λογικές «ή μαζί μας ή εναντίον μας»· δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούμε ένα σκίτσο, ένα περιοδικό, ή έναν καλλιτέχνη σαν ευαγγέλιο και σαν θρησκεία. Ας διατηρήσουμε το πλεονέκτημα της αμφισβήτησης ώστε κάθε φορά να έχουμε τον αναγκαίο χώρο να σκεφτόμαστε.
Ας είμαστε Charlie, κρίνοντας τους σκιτσογράφους, όπως κρίνουν και αυτοί εμάς. Ας είμαστε Charlie όχι σαν φορετή ταυτότητα την οποία θα υπηρετήσουμε δουλικά, αλλά σαν απαραίτητη αντίφαση μέσα από την οποία θα ασκούμε κριτική στους άλλους, αλλά και στον εαυτό μας· ας είμαστε ό,τι είμαστε έτσι ώστε να καταφέρουμε ενσυναισθητικά να χτίσουμε σχέσεις αλληλεγγύης.