του Νικήτα Φεσσά
Στην τρίτη και καλύτερη ταινία της σειράς, ο γνωστός πια μαυροκουστουμαρισμένος λακωνικός Ζεν (εδώ με ολίγον από Ιησού, χωρίς το ‘‘γύρνα και το άλλο μάγουλο’’) κυνόφιλος υπεράνθρωπος πληρωμένος δολοφόνος με τη μορφή του Κιάνου Ριβς μετατρέπεται από κυνηγός σε θήραμα – και πάλι σε κυνηγό, μετά ξανά σε θήραμα, κ.ό.κ.
Ο μινιμαλισμός και η αφαιρετικότητα στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, των κινήτρων τους κλπ., με κάποιον τρόπο παραμένει (ο Wick είναι, όπως και στα προηγούμενα κεφάλαια, μια ενόρμηση με πόδια), θυμίζοντας pulp ήρωες και exploitation ταινίες χαμηλού budget της δεκαετίας του ’70, αν και το σύμπαν μέσα στο οποίο οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες ζουν, κινούνται, και δέρνουν/σκοτώνουν εδώ διευρύνεται εντυπωσιακά, και το budget μοιάζει κάθε άλλο παρά χαμηλό.
Ο Ριβς βρίσκεται σε αξιοθαύμαστη φόρμα, ομοίως και ο σκηνοθέτης/πρώην κασκαντέρ, ο οποίος, μαζί με την ομάδα του, χορογραφούν και ενορχηστρώνουν πάνω από δυο ή τρεις instant-κλασικές σκηνές δράσης που θα έκαναν το σαγόνι ακόμα και συναδέλφων τους, έμπειρων κασκαντέρ, πόσω μάλλον του κοινού θνητού θεατή, να πέσει.
Η Χάλι Μπέρι, η οποία για ένα κομμάτι της ταινίας θα αποτελέσει φονικό παρτενέρ του πρωταγωνιστή, κάνει επίσης εδώ πολύ δυναμικό comeback.
Από την αντίπαλη ομάδα ξεχωρίζει κανείς την προσθήκη του σταρ των ταινιών πολεμικών τεχνών στις δεκαετίες ’80 και ’90, Μαρκ Ντακάσκος, ο οποίος, παρά τα χρονάκια του, ρίχνει μερικές αέρινες κλοτσιές, και έχει εμφανή εμπειρία με διαφόρων ειδών σπαθιά.
Οι γερόλυκοι Λώρενς Φίσμπερν και Ιαν ΜακΣέην το διασκεδάζουν ιδιαίτερα με τους δεύτερους ρόλους τους, και βάζουν το απαραίτητο υποκριτικό αλατοπίπερο στην ιστορία, μαζί με την Αντζέλικα Χιούστον, που κάνει ένα camp cameo.
Ξεχωρίζουν, τέλος, οι πληθωρικές τοποθεσίες και τα σκηνικά που αποτελούν το υπερστιλάτο φόντο του μακελειού.
Είναι αυτή η τελευταία φορά που θα δούμε τον John Wick στη μεγάλη οθόνη; Κάτι μας λέει πως όχι.
Τεχνικό επίτευγμα στο είδος: 5/5 Συνολικό fun: 4/5
Eυχαριστούμε τον κινηματογράφο Τρία Αστέρια για τη φιλοξενία